O Σπύρος Ανδριώτης δεν ονειρεύτηκε ποτέ δουλειά γραφείου. Από εκεί που πουλούσε αναπαυτικούς καναπέδες στην Αθήνα, τώρα αράζει σε στρώματα θαλάσσης στην εξωτική Ταϊλάνδη. Τη στιγμή που οι περισσότεροι Ελληνες ονειρεύονται κοστουμαρισμένες θέσεις στην Αυστραλία, στη Σκανδιναβία και όπου αλλού φυσά ο άνεμος, εκείνος επένδυσε στην αθάνατη ελληνική κουζίνα, άνοιξε μια ταβέρνα στο νησάκι Κο Λαντά και, όπως όλα δείχνουν, ο greek mouzaka ήταν, είναι και θα είναι η συνταγή της επιτυχίας.

Από το 2000 μέχρι πρόσφατα διατηρούσε την οικογενειακή επιχείρηση, ένα μαγαζί με έπιπλα στον Αγιο Νικόλαο Αχαρνών. Οσο περνούσαν τα χρόνια, φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι άρχισαν να τον ρωτούν «μα καλά, πώς ζεις εκεί πέρα» και η πελατεία μειώθηκε κατακόρυφα. Το 2008, όταν ξέσπασε η κρίση στην Αμερική, ένας φίλος του που ζει εκεί τον ενημέρωσε ότι όλο και περισσότερος κόσμος ζούσε στον δρόμο και ότι ο ίδιος είχε χάσει το σπίτι και τη δουλειά του. Ο Σπύρος πονηρεύτηκε και σκέφτηκε ότι, αργά ή γρήγορα, ό,τι συμβαίνει εκεί έρχεται και στην Ελλάδα.

Αποφάσισε με συνοπτικές διαδικασίες να αλλάξει χώρα. Τη ζωή του τη φαντάστηκε σε παραλία, να αράζει συνέχεια με βερμούδα. Πούλησε το σπίτι του και έψαχνε τον παράδεισό του.

Ενας άλλος φίλος τού πρότεινε την Ταϊλάνδη. Το μόνο που ήξερε ήταν το Πουκέ και ότι ήταν προορισμός σεξοτουρισμού. Πήρε την απόφαση να πάει με την τότε γυναίκα του να δει τι γίνεται – ήταν Ιανουάριος του 2010. Τελικά, ως άλλος Αμέρικο Βεσπούκι ανακάλυψε το Κο Λαντά, ένα νησί που μόλις πριν από δέκα χρόνια απέκτησε ηλεκτρικό ρεύμα.

Ανοιξε, λοιπόν, μια ελληνική ταβέρνα και η νέα ζωή του τον εξιτάρει. Σκανδιναβοί, Γερμανοί, Αγγλοι και Αμερικανοί που βρίσκονται στο νησί για δουλειές και κάποια στιγμή στη ζωή τους πέρασαν από την Ελλάδα και αγάπησαν τον μουσακά, και όχι μόνο, τρώνε καθημερινά στο μαγαζί. Μιλάνε, γελάνε, πίνουν φραπέ. Το όνομα της ταβέρνας είναι «El Greco» και σηματοδοτεί τη νέα ζωή του. Το πρωί κάνει μπάνιο στη θάλασσα, πάει τα παιδιά σχολείο και μετά στην ταβέρνα ως τις 11.00 το βράδυ.

Δεν είναι όμως όλα ρόδινα, καθώς ο ρατσισμός από τους ντόπιους είναι έντονος: «Σε στραβοκοιτάζουν, όπως στραβοκοιτάζαμε και εμείς τους μετανάστες στα Κάτω Πατήσια». Και μολονότι η δεκάχρονη κόρη του έχει προσαρμοστεί μια χαρά, ο εξάχρονος γιος του ζορίζεται πάρα πολύ. Ο Σπύρος προσπαθεί να του εξηγήσει ότι βρίσκονται εκεί για λόγους επιβίωσης. Καθημερινά δέχεται e-mail από φίλους που του λένε για τις περικοπές στους μισθούς και για τα νέα μέτρα λιτότητας. Ολα αυτά του φαντάζουν πια σαν ένα μακρινό, ελληνικό όνειρο.