Ο30χρονος Μιχάλης Γεννάρης σπανίως δίνει συνεντεύξεις. Αποφεύγει τις φωτογραφίσεις. Συναντηθήκαµε στο κέντρο της Αθήνας και το πρώτο για το οποίο µου µίλησε είναι τα ταξίδια του. «Το Βερολίνο είναι υπέροχη πόλη. Αλλά όλη αυτή η ανακατασκευή µού φαίνεται ψεύτικη. Και νοµίζω πως ίσως µε φοβίζουν και οι µεγάλοι δρόµοι των παρελάσεων. Από την άλλη, η Βιέννη, αν και βρίσκεται στο κέντρο της Ευρώπης, είναι λίγο απόκεντρο. Οι δε Βιεννέζοι έχουν διατηρήσει την παλιά µενταλιτέ της εκπεσούσης αυτοκρατορίας και θεωρούν τον εαυτό τους έτερο λαό από τους Γερµανούς• αυτό το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον» λέει.

Ο Γεννάρης άφησε τη Νοµική για να συγκεντρωθεί στη συγγραφή, την οποία όµως αποφεύγει να δει επαγγελµατικά. «Το “Πρίγκιπες και δολοφόνοι” δεν είναι το πρώτο µου βιβλίο. Εχω γράψει άλλα τέσσερα, έχω κάνει και κάποιες αυτεκδόσεις, τις οποίες όµως τώρα έχω αποκηρύξει. Πρέπει να κάνεις αλλεπάλληλα µυθιστορηµατικά χαρακίρια για να καταλήξεις σε ένα αξιοπρεπές αποτέλεσµα. Στα 18 έκανα µία πρώτη συγγραφική προσπάθεια. Στα 22 άλλη µία. Κάθε φορά άλλη θεµατική και γραφή. Στα 20 άρχισα να γράφω µε αυτό το µπαρόκ ύφος που χρησιµοποίησα στους “Πρίγκιπες”. Τα κείµενα που έγραψα από τα 22 και µετά σιγά σιγά προσεγγίζουν την τωρινή µου εικόνα, η οποία, βέβαια, είναι µια εικόνα που µεταβάλλεται».

Τι είναι αυτό που κάνει το «Πρίγκιπες και δολοφόνοι» ξεχωριστό; «Η ιδιαιτερότητα του βιβλίου µου είναι ότι είναι πολύ ρυθµοποιηµένο. Είναι σαν να ακούς µουσική. Αυτό είναι που ίσως το κάνει απαιτητικό στην ανάγνωση. Χαίροµαι όταν µου το λένε αυτό. Σηµαίνει πως ο αναγνώστης δίνει µια αναµέτρηση µε το κείµενο, το αντιπαλεύει λίγο. Και αν το αρχίσεις, πρέπει να το διαβάσεις όλο. Αλλιώς είναι σαν να ακούς τη µισή συµφωνία. Επίσης, λειτουργώ µε µοτίβα. Επαναλαµβάνω ορισµένες φράσεις µε αλλοιώσεις και µετατροπίες αρµονικές. Το σκεφτόµουν σήµερα, ότι τελικά ίσως είµαι περισσότερο ποιητής παρά πεζογράφος. Ο,τι έγραφα, στο µυαλό µου ήταν ήχοι. Ηταν ρυθµός και µουσική. Η αλήθεια είναι ότι µπορείς να γράψεις ένα αριστούργηµα µε προτάσεις απλές όπως “Ο Γιώργος άνοιξε την πόρτα”, οι Αµερικανοί αυτό κάνουν. Εµένα δεν µου αρέσει αυτό. Θέλω να επιχειρήσω κάτι που θα είναι στο µεταίχµιο καθαρής ποίησης και πεζογραφίας».

Η ιδιαίτερη γραφή του, η χειµαρρώδης αφηγηµατική φωνή της Πελαγίας, έκανε πολλούς να αµφισβητήσουν την αυθεντικότητά του. «Μου έχουν προσάψει ότι δεν είµαι συγγραφέας, αλλά εγγαστρίµυθος. Το εκλαµβάνω θετικά. Για µένα η γραφή είναι “εµψύχωση”. Εγώ είµαι αυτός που γράφει, αλλά µε την αρχαιοελληνική ορολογία ο “δαίµων” είναι εκείνος που αφηγείται. Κάθε βιβλίο είναι µία διαφορετική επίκληση».

Μιλάµε για έλληνες πεζογράφους. Θαυµάζει τον Θανάση Βαλτινό γιατί «τα βιβλία του είναι αγέραστα» και εκτιµά τον Νίκο Μπακόλα, έναν «αδίκως παρασιωπηµένο συγγραφέα». Επιµένει να διαβάσω τα ποιήµατα του Τσαρούχη. «Αυτά που έγραφε τη δεκαετία του 1930 είναι ίσως καλύτερα και από του Εµπειρίκου» λέει µε ενθουσιασµό και συνεχίζει: «Θέλω να γράψω ένα καλό µυθιστόρηµα, που να έχει µία ισχυρή εφηβικότητα. Να µιλάει η µούσα, ο δαίµων της γραφής να έχει νικήσει». Του ζητώ να ονοµάσει ένα τέτοιο έργο. «Ο Ντιντερό, για παράδειγµα. Κείµενα που “αχρονίζονται”. Αυτό θέλω να πετύχω».

Τέλος εξηγεί ότι δεν θα ήθελε να µιλήσει για τα συγγραφικά σχέδιά του. «Μέσα στους επόµενους µήνες θα ταξιδέψω στην Ισλανδία, και αυτό σχέδιο είναι».

Το βιβλίο του Μιχάλη Γεννάρη «Πρίγκιπες και δολοφόνοι» (εκδ. Ινδικτος) τιµήθηκε φέτος µε το βραβείο καλύτερου πρωτοεµφανιζόµενου συγγραφέα του περιοδικού «∆ιαβάζω», ενώ διεκδικεί το Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.