Mια βόλτα στο Γκάζι σού δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε νησί, με καφετέριες να παίζουν trance στη διαπασών και τη «θρησκεία» του frappuccino να κερδίζει έδαφος. Στην Ιερά Οδό οι παρκαδόροι στέκονται έξω από τα λιγοστά κέντρα που έχουν μείνει προσπαθώντας να προσελκύσουν θαμώνες με τον ίδιο τρόπο που οι τσολιάδες σού κάνουν νόημα στα βλάχικα. Ο Μάκης Σαλιάρης πιστεύει ότι όλα κάνουν τον κύκλο τους. Ο ίδιος σηματοδότησε την έναρξη μιας εποχής όπου τα κλαμπ κυριαρχούσαν, με τις ουρές να μακραίνουν σε καθημερινή βάση έξω από πόρτες που υπόσχονταν ότι εντός του μαγαζιού θα συνέβαινε κάτι απρόβλεπτο. «Tότε – το 1986 και το 1987 – δουλεύαμε καθημερινά, ακόμη και τις Δευτέρες. Από τη Δευτέρα ως την άλλη Κυριακή. Τα κλαμπ ήταν πάντα γεμάτα, αλλά αυτό δεν γινόταν από μόνο του. Οταν είχαμε ανοίξει το Pianeta Terra, την καλοκαιρινή Αυτοκίνηση, λειτουργούσαμε δημοσιοσχετίστικα και στέλναμε ανθρώπους στα μπαρ που δούλευαν πιο νωρίς για να τραβήξουν κόσμο να έρθει μετά στα κλαμπ».

Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αθηναϊκή νύχτα χωρίζεται σε προ και μετά «Αυτοκίνηση» εποχή. Το όνομα του θρυλικού κλαμπ δηλώνει το πάθος του Μάκη Σαλιάρη για τους αγώνες ταχύτητας, στους οποίους ο ίδιος συμμετείχε φανατικά, αλλά και τη συγκυρία που άλλαξε την πορεία του στα μισά της διαδρομής, με στροφή 180 μοιρών. «Ετρεχα επαγγελματικά σε αγώνες από το 1969 μέχρι το 1997. Είναι ένα σπορ αρκετά ακριβό που δεν μπορείς να το χρηματοδοτείς μόνος σου. Εγώ είχα πολύ καλές επιδόσεις, γι’ αυτό και η Malboro με πλησίασε το 1977 και κλείσαμε συμβόλαιο για 13 χρόνια, μέχρι το 1990». Συναγωνιστής και φίλος του στην πίστα ήταν ο αιώνιος και μεγαλύτερος αντίπαλός του, ο Γιώργος Μοσχούς. «Το 1977 βγήκαμε συμπρωταθλητές γιατί είχαμε τους ίδιους βαθμούς. Μέχρι στιγμής δεν θυμάμαι να έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο». Επειτα από κάθε αγώνα που τελειώνει αρχίζει ο επόμενος και έπειτα από 200 νίκες και 17 πανελλήνια πρωταθλήματα, ένα από τα πιο σημαντικά μαθήματα για τον Σαλιάρη ήταν εκείνο που έμαθε στον πρώτο του αγώνα. «Πολύ απλά, έχασα τον έλεγχο και έπεσα στον γκρεμό. Από τότε έμαθα ότι όταν κάνεις λάθος δεν πρέπει να προσπαθείς ποτέ να το διορθώσεις». Ακόμη πιο σοβαρό όμως ήταν το ατύχημα που του συνέβη το 1990, όταν τρέχοντας σε αγώνες για τον Αντ1 «το αυτοκίνητο έπαθε βλάβη, ξέφυγε και μπήκε κάτω από τη μπαριέρα. Τα σίδερα τα έχω ακόμα μέσα στο κεφάλι». Απτόητος, έτρεξε άλλα 7 χρόνια, και το 1997 αποχαιρέτησε για πάντα τις αγωνιστικές πίστες. 

Χτίζοντας τον θρύλο της αυτοκίνησης

«Το 1980 είχα αντιπροσωπεία αυτοκινήτων στη λεωφόρο Κηφισιάς. Εκείνη την περίοδο είχαν τριπλασιαστεί οι εισφορές των αυτοκινήτων και οι πωλήσεις έπεφταν απίστευτα. Από τα 70 -75 αυτοκίνητα που πουλούσαμε πριν, είχαμε πέσει στα πέντε. Μου προτείνει τότε ένας συνεργάτης μου να μετατρέψουμε την αντιπροσωπεία σε εστιατόριο. “Πάμε να δούμε ένα καινούργιο μαγαζί που έχει ανοίξει στην παραλία για να πάρουμε ιδέες”. Τι λες, βρε Σπύρο, του απαντώ, εμείς δεν ξέρουμε ούτε πατάτες τηγανιτές να φτιάχνουμε. Πήγαμε τελικά στον Ειρηνικό στη Βούλα και πραγματικά εντυπωσιάστηκα από το πλήθος του κόσμου που διασκέδαζε εκεί, αν και δεν μου άρεσε σαν μαγαζί, επειδή δεν είχε τίποτε το καινούργιο. Ηταν μια επανάληψη των μαγαζιών διασκέδασης που ήξερα στα 60s και στα 70s, με τα στρωμένα τραπεζομάντιλα. Εγώ ήθελα να κάνω ένα κλαμπ με τους θαμώνες να στέκονται όρθιοι. Αποφάσισα, λοιπόν, να το κάνω και να το ονομάσω Αυτοκίνηση. Ανοίξαμε την Αυτοκίνηση τον Μάρτιο του 1981. Το εστιατόριο ήταν σε ξεχωριστό χώρο, στο πατάρι, και κάτω υπήρχαν οι καναπέδες, τα χαμηλά τραπέζια με νέον και το μπαρ διπλής όψεως για να μπορούν οι πελάτες να βλέπονται, να φλερτάρουν και να γίνεται παιχνίδι».

Η παλιά αθηναϊκή νύχτα, την οποία είχε ζήσει ως πιτσιρικάς, άλλαζε άρδην. Η εποχή που ο Βασίλης, ο Πιέρο, ο Νικόλα και οι υπόλοιποι διαμόρφωναν μεγάλες αντροπαρέες, ντύνονταν στην πένα και κυκλοφορούσαν στην Αθήνα ήταν παρελθόν. Οπως άλλωστε είναι σήμερα παρελθόν οι θερμές νύχτες του ’80 και της Αυτοκίνησης. «Οι παρέες τώρα είναι μουδιασμένες επειδή υπάρχει μεγαλύτερη γνώση! Τότε ζούσαμε και κινητοποιούμασταν αυθόρμητα, μες στην καλή χαρά: “Ελα να φτιάξουμε ένα συγκρότημα, έλα να κατέβουμε στην πλατεία, έλα να αγοράσουμε ντραμς, να βρούμε μια καλή κιθάρα”. Παραγγέλναμε δίσκους και περιμέναμε τρεις ολόκληρους μήνες για να έρθουν, αλλά άξιζε τον κόπο. Υπήρχε ο ενθουσιασμός που κατά τη γνώμη μου υπάρχει πάντα σε κάθε γενιά, με τη διαφορά ότι η κάθε γενιά εκφράζεται διαφορετικά και σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής της».

Ο Μάκης Σαλιάρης έβλεπε τον εαυτό του ως μουσικό. Ηταν ντράμερ στους Stormies (το συγκρότημα στο οποίο συμμετείχαν ο Ντέμης Ρούσσος και ο Λουκάς Σιδεράς των Aphrodite’s Child) και στους We Five. Στους We Five τζάμαρε μαζί με τον Ερικ Κλάπτον, τον θεό της κιθάρας. Ενα άρθρο στην «Ελευθεροτυπία» περιγράφει αυτό που πολλοί έσπευσαν κατά καιρούς να αμφισβητήσουν. Ο ίδιος ο Κλάπτον αναφέρεται στο πέρασμά του από την Αθήνα του 1965 στο βιβλίο του «Clapton: The Autobiography», αφηγούμενος ανέκδοτα περιστατικά για τις νύχτες που ξεσήκωνε μαζί με τους We Five τα πλήθη της εποχής παίζοντας μουσική στον Πειραιά. «Στα 60s έρχονταν πολλά συγκροτήματα στην Ελλάδα» θυμάται ο Μάκης Σαλιάρης, «έπαιρναν ένα βαν, φόρτωναν πράγματα μέσα και ζητούσαν δουλειές. Οι Faces ήταν ένα από αυτά τα γκρουπάκια. O Κλάπτον έπαιζε στους Yardbirds και έφυγε επειδή το συγκρότημα είχε γίνει πολύ ποπ. Τότε ο Κλάπτον δεν ήταν ακόμη γνωστός, τίποτε σπουδαίο. Ηταν όμως απίστευτος μουσικός, μέναμε κάγκελο, με το στόμα ανοιχτό, όταν έπαιζε. Ηταν κάτι αδιανόητο, πέρα από τα ακούσματά μας».

Τα κέντρα στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 δεν θύμιζαν σε τίποτε τις τεράστιες πίστες που ξεφύτρωναν η μία μετά την άλλη στα 80s, ακολουθώντας το παράδειγμα της Αυτοκίνησης, του Εργοστασίου και του Club 22. «Θυμάμαι είχαμε μια πίστα μπροστά μας, το πάλκο και τραπέζια, που στα περισσότερα έτρωγε ο κόσμος. Γι’ αυτό στην αρχή της βραδιάς παίζαμε “μουσική φαγητού” και περιμέναμε από τον μετρ να μας κάνει νόημα για να παίξουμε χορευτικά κομμάτια. Και αυτά φανταστείτε τα σε καθημερινή βάση».

Η μετάβαση από τον πυρετό της ντίσκο των 70s στο στυλιζαρισμένο glamour των 80s ήταν στα αλήθεια ανεπαίσθητη. Ο Ζουγανέλης με τις Μούσες και το Studio 4, η Barbarella, το Αthens Athens, o Ιταλός dj Νικόλα Λαβάκα με τα σπαστά ελληνικά. Κάθε παρέα και τραπέζι. Ο κοινός χώρος επαφής όλων ήταν η πίστα και το απόλυτο σημείο αναφοράς το Studio 54.

«Το Studio 54 ήταν από μόνο του μια ιστορία, μια κατηγορία. Θυμάμαι όταν άνοιγα την Aυτοκίνηση είχα βρεθεί με τη γυναίκα του Στιβ Ρούμπελ (του περιβόητου ιδιοκτήτη του Studio 54) η οποία ήταν Ελληνίδα και φίλη του κουμπάρου μου Αρη Λουμίδη, ο οποίος ήταν θαμώνας στο 54, και τη φιλοξενούσε κάθε φορά που ερχόταν στην Ελλάδα. Τότε ο Ρούμπελ διατηρούσε πολλές επαφές με Ελληνες που έβγαιναν πολύ συχνά στο 54, στη Νέα Υόρκη. Μέναμε τότε σε διπλανά σπίτια στην Εκάλη. Οταν της είπα ότι θα άνοιγα μαγαζί, μου είπε “και τι σε κάνει να νομίζεις ότι θα δουλέψει;”. Γιατί να μη δουλέψει; “Εχεις κάτι που θα το κάνει να ξεχωρίζει;”. Κόλλησα. Κρίνοντας, όμως, από την επιτυχία της Αυτοκίνησης, πρέπει κάτι να κάναμε σωστά». Πράγματι, η πόρτα, το face control, τα reserve τραπέζια, το μπουκάλι, τα σέικερ, οι παρέες που μεγάλωναν όσο προχωρούσε η νύχτα, η μουσική που εξελισσόταν ήταν έννοιες που έμπαιναν πλέον στο καθημερινό λεξιλόγιο και στην κουλτούρα του νυχτοπερπατήματος. Το πείραμα της Αυτοκίνησης είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία, επηρεάζοντας μια ολόκληρη γενιά θαμώνων αλλά και επιχειρηματιών που μετέπειτα παρερμήνευσαν το ίδιο το concept.

«Στο κλάμπινγκ παίζει κυρίαρχο ρόλο το ερωτικό παιχνίδι. Σε ένα κλαμπ δεν πουλάς απλώς ποτά. Τα ποτά είναι ένας τρόπος είσπραξης. Ενας χώρος πρέπει να “πουλάει” έρωτα. Ο έρωτας πουλιέται είτε με τρεις Ρωσίδες πίσω από ένα μπαρ και δυο-τρία δωμάτια από πάνω είτε φτιάχνοντας ατμόσφαιρα ώστε να μπορεί κάποιος να ερωτευτεί και να γίνει παιχνίδι. Καθόμουν, λοιπόν, πάνω στα μαξιλάρια λίγο προτού ανοίξουμε και σκεφτόμουν πόσος κόσμος θα περάσει απόψε από εδώ, πόσοι θα ερωτευτούν, πόσοι θα χωρίσουν, πόσοι θα φύγουν με άλλες εμπειρίες. Στο μυαλό μου δεν χωρούσε η απήχηση που θα είχε στην κοινωνική ζωή της Αθήνας η Αυτοκίνηση. Θυμάμαι ότι μάλωνα για το μπαρ επειδή ήθελα να είναι στρογγυλό για να κάθομαι με την κοπέλα μου και να τη βλέπει ο απέναντι και να της κάνει καμάκι. Αυτό δεν είχε σχέση με κάποιο βίτσιο, έτσι είναι απλώς το παιχνίδι».

Tα τραπέζια στην Αυτοκίνηση ήταν γεμάτα και… δημοκρατικά. Παρέες εφοπλιστών διασκέδαζαν δίπλα στους «κοινούς θνητούς» και αυτό ήταν κάτι που ο Σαλιάρης το επεδίωκε. «Δεν ήθελα τραπέζια για ξεχωριστές παρέες που θα κάθονταν απομονωμένες, σχεδίαζα μεγάλα τραπέζια λέγοντας στον μετρ να καθίζει μια παρέα και δίπλα τους ακριβώς μια άλλη, εντελώς άσχετη. Αργότερα, ακόμη και όταν ερχόταν όλη η καλή Αθήνα, επέμενα. Δεν θέλω να μου βάζεις τον Καρέλα δίπλα σε κάποιον αντίστοιχο, θέλω να μου βάζεις έναν πιτσιρικά με τον βερμουτάκι του».

Στην πόρτα της Αυτοκίνησης υπήρχε ουρά όλη την εβδομάδα. Από τις εισπράξεις δεν μπορούσε κάποιος να καταλάβει πότε ήταν Σάββατο και πότε ήταν Δευτέρα. Η Αθήνα αγρυπνούσε, σε ένα κλίμα ελεγχόμενου παροξυσμού και ευφορίας. «Αυτό που γινόταν στην Αυτοκίνηση ήταν επικό. Δεν ήξερες όταν έμπαινες αν θα γυρνούσες με την ίδια παρέα με την οποία ήρθες. Είχαμε έναν φύλακα ειδικά για τα αυτοκίνητα που έμεναν στο πάρκινγκ μας ως το επόμενο πρωί – γιατί κάποιοι έφευγαν μαζί, με το ίδιο αυτοκίνητο, παρατώντας εκεί το δικό τους. Οταν αργότερα άρχισε να συμβαίνει το αντίθετο, κατάλαβα ότι ήταν η αρχή του τέλους».

Η αρχή του τέλους μιας ξέγνοιαστης εποχής

Οι ξέφρενες νύχτες είχαν και «παρενέργειες». Το λάιφσταϊλ, οι επώνυμοι και τα περιοδικά ήρθαν στη νύχτα και μαζί και οι φωτογράφοι, οι παροδικοί celebrities και το αναπόφευκτο στήσιμο. Η πόζα. Ο χορός είχε σταματήσει, ο «σωστός» φωτισμός αντικατέστησε τις πολύχρωμες πίστες και τα φωτορυθμικά, τα ελληνικά και το λουστραρισμένο λαϊκό είχαν αρχίσει να εισβάλλουν εκεί που πριν κανείς δεν θα μπορούσε να το διανοηθεί. «Δυστυχώς, τα ελληνικά στα κλαμπ ήταν δική μου ιδέα. Τον χειμώνα του 1987 είχε βγάλει ο Πανταζής το αλησμόνητο “Tαραχή” και είχαμε αρχίσει για πλάκα να βάζουμε μόνο τη λέξη “ταραχή” ανάμεσα στα ροκ τραγούδια που παίζαμε. Αυτό είχε μεγάλη ανταπόκριση, οπότε φώναξα τον Λευτέρη και κάναμε ένα πάρτι “ελληνική βραδιά”. Στρώσαμε το κλαμπ με τραπέζια, τραπεζομάντιλα, φέραμε λουλουδούδες. Τότε είχαμε άλλη φιλοσοφία. Αν έκανες κάτι, το έκανες με μεράκι, όχι άρπα κόλλα. Γι’ αυτό και είχε τεράστια απήχηση. Ημασταν μάλιστα έτοιμοι να καθιερώσουμε τις ελληνικές βραδιές στο Club 22 που θα άνοιγε τον επόμενο χειμώνα. Τότε ατυχήσαμε. Επιασαν τον ηλεκτρολόγο μας με 17 κιλά χασίς και μας έκλεισαν. Τη χειμερινή σεζόν τη χάσαμε, τo concept όμως για το πρόγραμμα το υιοθέτησε το Mercedes και έτσι πέρασε ένας χειμώνας που το Club 22 δεν υπήρχε και όλη η Αθήνα κατέβαινε στη Γλυφάδα. Ετσι ξεκίνησε ο Βασίλης (σ.σ.: Τσιλιχρήστος), από καραμπόλα».

Ποια ήταν όμως η φόρμουλα της επιτυχίας; «Εγώ πάντα έκανα μαγαζιά για εκείνους που θέλουν να έρθουν, όχι για εκείνους που πρέπει να έρθουν. Αυτό όμως είναι ένας κύκλος που γίνεται πάντα σε ένα μαγαζί: Στην αρχή έρχονταν αυτοί που θέλουν. Μετά τους ακολουθούν και εκείνοι που έρχονταν επειδή έπρεπε, και ξαφνικά έβλεπες ένα μαγαζί στο οποίο δεν διασκέδαζε κανείς. Υπήρχαν άνθρωποι που κάπνιζαν στριφτά, αλλά όταν έρχονταν στο μαγαζί έβγαζαν τα πούρα. Αυτό, δηλαδή τη μόστρα, την ψυχανεμίστηκε πολύ καλά ο Τσιλιχρήστος και το πούλησε πολύ ωραία, σωστά και πετυχημένα».

Το ποιος είσαι καθορίζεται από το πού πας, ποια πόρτα και ποιο face control θα περάσεις. Πρόκειται για την κοινωνική ψευδαίσθηση που χαρίζει το ίδιο το κλάμπινγκ. Ενας επιχειρηματίας σαν τον Μάκη Σαλιάρη έπρεπε όχι μόνο να το καταλάβει, αλλά και να το αξιοποιήσει. «Δυστυχώς, το κακό με τους επώνυμους το άρχισα πάλι εγώ. Το 1984 είχα έναν μόνιμο φωτογράφο στην Αυτοκίνηση, ειδικά στην καλοκαιρινή, και είχα απαγορεύσει σε άσχετους φωτογράφους και δημοσιογράφους να μπαίνουν μέσα. Mετά έβαλα και άνθρωπο για τα PR. Πολύ σύντομα γέμισε το μαγαζί με αστεράκια της εποχής που έρχονταν για να φωτογραφηθούν. Τα ευτράπελα δεν άργησαν να συμβούν. Εδιωξα έναν μετρ γιατί πούλαγε τα τραπέζια δίπλα από εκείνο του Βαρδινογιάννη, ο οποίος ήταν τακτικός πελάτης. Κατάλαβα ότι τέτοιου είδους νοοτροπία είχε αρχίσει να ευδοκιμεί και να καθιερώνεται. Εφτασε σε ένα σημείο η αγορά να πληρώνει επώνυμους για να έρχονται στα μαγαζιά. Πολλοί το έκαναν και το προωθούσαν χωρίς να συνειδητοποιούν ότι γέμιζαν τα μαγαζιά τους με “τσαμπατζήδες”, κάτι που ισχύει μέχρι και σήμερα».

Τα περίφημα 90s

Ο Μάκης Σαλιάρης δεν πιστεύει σε καλές και κακές εποχές. Οταν η Αυτοκίνηση είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της, εκείνος έκανε ήδη το επόμενο βήμα. Ομάδες διοργάνωναν πάρτι σε αποθήκες, στο Αλσος, στο Faz, ενώ τα rave parties άνοιγαν τη νέα δεκαετία. «Θυμάμαι στα τέλη του ’80 αρχές του ’90, συνεργάστηκα με μια ομάδα που έπαιζε ηλεκτρονική μουσική και οργάνωνε rave parties, συνήθως σε γκαράζ. Ημουν τότε ιδιοκτήτης στο Αλσος. Ο χώρος ήταν διαμορφωμένος, ο κόσμος περίμενε στην ουρά απέξω, το κλαμπ μέσα ήταν άδειο και η μουσική βαρούσε. Μπαίνει ο πρώτος κόσμος και φωνάζω τον Ντίκα, που ήταν αρχηγός της ομάδας: “Για έλα εδώ, ρε συ”, του λέω σχεδόν κοροϊδεύοντας, “εμείς στη δική μας εποχή πρώτα περιμέναμε να έρθει ο κόσμος και μετά αρχίσαμε να παίζουμε”. Δεν έφτανε αυτό, αλλά συνέχισα κιόλας. “Καλά, τι ρούχα είναι αυτά που φοράνε; Πώς είναι τα μαλλιά τους έτσι; Τι μουσική είναι αυτή που ακούτε;”. Και ξαφνικά πάγωσα. Ενιωσα εκείνη τη στιγμή ότι άκουγα τον πατέρα μου να μιλάει. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχουν “καλύτερες εποχές”. Αρκετοί μεγάλοι το λέμε “στην εποχή μου ήταν καλύτερα”. Ο κόσμος προχωράει, εξελίσσεται. Η διασκέδαση είναι κάθε φορά το ίδιο πιάτο με άλλη παρουσίαση. Αυτό ακολούθησα και στη δουλειά μου, δεν απέρριπτα ποτέ τίποτα».

H εξέλιξη προχώρησε με ιλιγγιώδη ρυθμό στον οποίο χόρευαν ολόκληρες γενιές και διάφορες φυλές περνούσαν τις νύχτες κάτω από το βλέμμα του dj. «Το Αμφιθέατρο το θεωρώ ταφόπλακα του κλάμπινγκ. Η λέξη κλαμπ για μένα σημαίνει μια ομάδα ανθρώπων με κάποια κοινά ενδιαφέροντα – είτε πρόκειται για ιππικό όμιλο είτε για διασκέδαση. Πιστεύω ότι η ηλεκτρονική μουσική την εποχή του Αμφιθέατρου στρίμωξε τον όρο κλάμπινγκ σε λάθος πλαίσιο και περιεχόμενο. Περιόρισε το κλάμπινγκ σε ένα μόνο είδος μουσικής το οποίο ήταν σαφέστατα εξειδικευμένο, με αποτέλεσμα να φθαρεί ο ίδιος ο θεσμός, η έννοια του κλάμπινγκ. Αλλά στο τέλος ισχύει η θεωρία του κύκλου. Τα μεγάλα κλαμπ των 90s πέρασαν αναπόφευκτα την ίδια κρίση που πέρασε και η Αυτοκίνηση στο τέλος της δεκαετίας του ’80. Η διασκέδαση έγινε λάιφσταϊλ, μελετημένη συνταγή».

H έννοια «εναλλακτικό» είναι κάτι που ιντρίγκαρε τον Μάκη Σαλιάρη, όχι με τη διαδεδομένη έννοια που φέρνει στον νου μια επιτηδευμένη decadance, ένα underground φτιαχτό όσο και τα μαγαζιά με τους κατάλευκους ασημί καναπέδες και τις σαμπανιέρες σε ετοιμότητα. «Το Camel το άνοιξα γιατί ο στόχος μου ήταν να βγάλω το ροκ από τη μιζέρια του. Οταν πήρα στα χέρια μου το Εργοστάσιο (από τον Τάσο Μελετόπουλο) ήταν καλοκαίρι. Το Εργοστάσιο λειτούργησε με τεράστια επιτυχία για ενάμιση χρόνο. Αυτό ήταν που καθιέρωσε και την «πόρτα», τον διαχωρισμό του κόσμου – αυτά που γίνονταν δηλαδή μια δεκαετία πριν στο Studio 54. To Camel ήταν ο αντίποδας σε όλη αυτήν την ιστορία με τους celebrities. Γι’ αυτό και κάναμε πολλές φάρσες με lookalikes. H πιο χαρακτηριστική ήταν αυτή με τον Τζορτζ Μάικλ – σταματάει μια λιμουζίνα μπροστά από το κλαμπ από την οποία βγαίνουν η Εύη Αδάμ και άλλες δύο φίλες μου μοντέλα ντυμένες για το κόκκινο χαλί και πίσω τους ο σωσίας του Τζορτζ Μάικλ. Ολο το βράδυ κάθονταν απλώς στο τραπέζι με τον κόσμο να αναρωτιέται. Μέχρι το επόμενο πρωί είχε βουίξει ο τόπος, ώστε χρειάστηκε να βγάλω δελτία Τύπου με θέμα: “Δεν ήταν χθες ο Τζορτζ Μάικλ στο Camel”. Το αντίθετο από αυτό που γίνεται σήμερα. Η νύχτα έπρεπε και πρέπει να έχει χιούμορ. Το Club 22 και τα πάρτι Kitcherella που είχαν αρχίσει από το ’97 ήταν η απόδειξη ότι ο κόσμος δεν είχε χάσει την αίσθηση του χιούμορ και τη διάθεσή του. Στα μαγαζιά μου περίμενα πάντα να κλείσουν για να δω πώς φεύγει ο κόσμος. Αν έφευγε γελώντας, χαρούμενος, ευδιάθετος ή αν έφευγε ζορισμένος. Οταν γίνεται το δεύτερο, έχεις αποτύχει. Στον κόσμο πρέπει να δίνεις καινούργια πράγματα, να του επιφυλάσσεις εκπλήξεις, να γίνεται κάτι απρόβλεπτο ή έστω κάποιο happening».

Η πολιτική οικονομία η λογιστικη του lifestyle

Στον αντίποδα, το λάιφσταϊλ άρχισε να αλλάζει και τα μαγαζιά να αδειάζουν. Η νύχτα ασχήμυνε, γέμισε ναρκωτικά, μπράβους και παιχνίδια εξουσίας με τρόπαιο το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας που λεγόταν παραλιακή. «Ολο το σύστημα χάλασε από μόνο του και αυτό έγινε σιγά σιγά, κάθε χρόνο και χειρότερα. Αλλωστε η παραλία ποτέ δεν μπορούσε να αντέξει πάνω από πέντε μαγαζιά. Το κλάμπινγκ και η νυχτερινή ζωή καταστράφηκαν όταν πλέον μπήκαν άτομα στη δουλειά που δεν είχαν τους ίδιους στόχους με εμάς που τρέχαμε μέχρι τότε τα μαγαζιά. Οι στόχοι τους ήταν τελείως διαφορετικοί. Ο κόσμος αποτραβήχτηκε σε μικρά μπαράκια, σε πάρτι και σε δικούς του χώρους. Ξέρω ότι πια τα κλαμπ λειτουργούν με ομάδες που είναι οι ίδιοι πελάτες, βρίσκονται στην κατάλληλη ηλικία και ξέρουν επομένως με τι θα περάσει καλά ο κόσμος, οργανώνονται μέσω Facebook και Twitter και το πετυχαίνουν. Αυτό πια δεν είναι ελεγχόμενο. Εμείς οι επιχειρηματίες χάσαμε το παιχνίδι γιατί μείναμε πίσω».

Οι εποχές πράγματι αλλάζουν, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Για κάποιον σαν τον Μάκη Σαλιάρη που έπαιξε τόσο καθοριστικό ρόλο στο αθηναϊκό κλάμπινγκ χωρίς καν να το επιδιώκει, τα πάντα είναι μια πρόκληση. «Είμαι υπέρ των κρίσεων. Πιστεύω ότι στην κρίση υπάρχουν οι ευκαιρίες. Με το κλαμπ πρέπει πραγματικά να ασχοληθείς 24 ώρες το 24ωρο. Πρέπει να φτιάξεις την ομάδα σου με τέτοιο τρόπο που να μπορεί να αλλάζει και να προσαρμόζεται γρήγορα. Αν δεν γίνει αυτό πεποίθηση και δεν υπάρξουν όρεξη και ιδέες, τίποτα δεν θα δουλέψει». Το μέλλον είναι τόσο απρόβλεπτο όσο και ο τρόπος σκέψης του. «Τα social networks μού κινούν την περιέργεια. Πιστεύω ότι είναι τα νέα κλαμπ. Eκεί βρίσκονται όλες οι καινούργιες προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε».