H ηθοποιός, σύμβολο της ανυπέρβλητης μεσογειακής ομορφιάς και πρέσβειρα του οίκου Cartier, μιλάει αποκλειστικά στο ΒΗΜΑΜΕΝ και αναπτύσσει φιλοσοφικές ανησυχίες: για τους άντρες, τις γυναίκες, την επιτυχία και το πέρασμα του χρόνου.

Είναι, αλήθεια, απορίας άξιον αν οι αναγνώστες του περιοδικού θα διαβάσουν αυτές τις γραμμές. Διότι οι φωτογραφίες που τις συνοδεύουν είναι πολύ πιο «εύγλωττες» και «ευφράδεις» από μια συμφωνία των λέξεων που θα συνέθεταν την περιγραφή της. Μια απόπειρα περιγραφής – των ενστίκτων που πυροδοτεί, της φαιάς ουσίας που διαθέτει, της κοσμοθεωρίας της, αν θέλετε – μιας από τις συγκλονιστικά ομορφότερες γυναίκες του μάταιου τούτου κόσμου. Κατά γενική ομολογία, αντρών και γυναικών. Διότι άπαντες συγκλονίζονται στη θέα της θεάς Μόνικα Μπελούτσι. Ακόμη και σήμερα, στα 47 της, παρακαλώ. Η Ιταλίδα που ενσαρκώνει τη μεσογειακή ομορφιά γνωρίζει πώς να μη γίνεται δέσμιά της. Ξέρει, για παράδειγμα, να φορά σχεδόν πάντα «μαύρα που αδυνατίζουν», ένα έξυπνο τρικ για να αποφύγει μια γυναίκα με καμπύλες «τις δίαιτες και τη γυμναστική», κατά την ταπεινή δήλωση της παγκόσμιας Μόνικα. Και με τη βοήθεια του Photoshop, θα σπεύσουμε να συμπληρώσουμε εμείς, όντας πλέον σε θέση να αναγνωρίζουμε το «μετά», ακόμη και αν δεν έχουμε εξετάσει επισταμένως το «πριν». Εξάλλου, κυκλοφορεί αυτή η φήμη για την Μπελούτσι, περί της αγάπης της δηλαδή για τον ηλεκτρονικό αερογράφο. Μια φήμη που αποφεύγει να διαψεύσει (ή να επαληθεύσει, έτσι για να τη συμπαθήσουμε ακόμη περισσότερο), όταν θα τη ρωτήσω σχετικά. Ούτε για τον Μπερλουσκόνι θα θελήσει να μιλήσει, θα αποφύγει να τοποθετηθεί επάνω στην «καυτή» επικαιρότητα. Non importa. Ας μιλάει ο καθένας μας για ό,τι γνωρίζει καλύτερα, γιατί από τυχάρπαστους φορείς απόψεων επί παντός επιστητού, άλλο τίποτε…

Η Μόνικα, ως γνήσια κόρη της Ιταλίας, ακριβοθώρητη αδελφή των «Fratelli d’ Italia» και ως γυναίκα που έχει ψηφιστεί ουκ ολίγες φορές ανάμεσα στις πιο όμορφες του κόσμου, έχει άλλα πράγματα να μοιραστεί ώστε να αποτελέσει πρότυπο για όποιον ή όποια το αναζητεί στο πρόσωπό της. Τα κλισέ αναπόφευκτα, αλλά η αλήθεια είναι ότι η Μπελούτσι αισθάνεται καλά μέσα στο πετσί της, όχι μόνο επειδή αυτό τυγχάνει να καλύπτει το θεσπέσιο κορμί της. «Γυναίκες πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πολύ όμορφες στον κόσμο», όπως δηλώνει λιτά και η ίδια. Το προφανές. Κάτι όμως η αγάπη που πήρε ως παιδί, κάτι η επαγγελματική αναγνώριση που ήρθε επισήμως, θα λέγαμε, με την ταινία «Μη αναστρέψιμος» του Γκασπάρ Νοέ, έπειτα από μια σειρά αδιάφορων ως επί το πλείστον ταινιών – και βεβαίως το διαρκές στοίχειωμα των ακόρεστων αντρικών φαντασιώσεων – ε, όπως και να το κάνεις, είναι παρήγορο που μια γυναίκα όπως η Μπελούτσι διατείνεται ότι «δεν θα έκανα απολύτως τίποτε για να διατηρήσω τον τίτλο της ομορφότερης γυναίκας του κόσμου. Είναι ένας τίτλος εφήμερος, όπως και η ίδια η ομορφιά». Ή σχετικά με το ύψιστο άγχος της εποχής, το αμείλικτο πέρασμα του χρόνου: «Είναι ένα γνήσια φιλοσοφικό ερώτημα, το μόνο που γνωρίζω είναι πως δεν μπορείς να δαμάσεις τον χρόνο που περνάει, οπότε το πιο φυσιολογικό είναι να τον αποδεχτείς με γαλήνη. Αυτή είναι η μόνη επιλογή που έχεις αν θέλεις να είσαι ευτυχισμένη σε κάθε ηλικία της ζωής σου».

Η Μόνικα Μπελούτσι είναι ευτυχισμένη στα 47 της. Και ο Βενσάν Κασέλ, φαντάζομαι, που είναι σύζυγός της εδώ και 12 χρόνια. Για να προλάβουν τη ρουτίνα προτού αυτή εισβάλει έρποντας στη ζωή τους, η Μόνικα ζει κυρίως στο Λονδίνο, ενώ ο Βενσάν στο Παρίσι. «Ρώμη, Παρίσι, Λονδίνο. Ζω σε τρεις χώρες της Ευρώπης» διορθώνει η Μπελούτσι. «Δεδομένου ότι πρέπει να ταξιδεύω διαρκώς σε πολλές χώρες, αισθάνομαι πρώτα απ’ όλα Ευρωπαία και δεν έχει σημασία από πού κατάγομαι. Υπάρχουν κάποιες μικρές πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στις τρεις χώρες, αλλά σε γενικές γραμμές τα πράγματα είναι ίδια». Η «διεθνοποιημένη» Μπελούτσι, παρατηρώντας τον μεταβαλλόμενο αυτόν κόσμο που μάλλον έχει αφήσει για τα καλά πίσω του την dolce vita, δηλώνει ότι δεν ζει «μέσα σε γυάλα» και, στιγμιαία έστω, παθιάζεται όταν αναπολεί το πιο ανέμελο παρελθόν των προγόνων της. «Ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ. Η διεθνοποίηση, τα media, η ανεργία, η εγκληματικότητα που αυξάνεται, το μεγάλο κύμα τρομοκρατίας, όλα παίζουν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της οπτικής του κόσμου σήμερα. Δεν μπορεί κανείς να ζει μέσα στο κουκούλι και να προσποιείται ότι όλα πάνε καλά. Σίγουρα για ορισμένους η ζωή είναι πιο γλυκιά όταν έχουν τα μέσα για να τη ζουν, αλλά δεν μπορεί κανείς να είναι αδιάφορος απέναντι στην αδικία και στη βία και να μην αγωνιά για το μέλλον των παιδιών του. Για μένα, η dolce vita ήταν η ξενοιασιά που σήμερα έχει χαθεί».

Βέβαια, ανεξαρτήτως των συνθηκών της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, η dolce vita μάλλον σου διαφεύγει ούτως ή άλλως όταν έχεις δύο παιδιά και δεν ανήκεις στην κατηγορία της desperate housewife. Στην περίπτωση της Μπελούτσι, τα παιδιά είναι η επτάχρονη Ντέβα και η μόλις ενός έτους αδελφή της. Τι να σου πουν τα ποτά και τα ξενύχτια όταν μέλημά σου είναι να μεγαλώσεις με υγεία, «φυσιολογικά», δύο πλάσματα; Οσο «φυσιολογικά», τέλος πάντων, μπορεί να αισθανθούν όταν θα καταλάβουν για τα καλά οι μικρές τι εστί να έχεις μαμά μία από τις πιο ποθητές γυναίκες του κόσμου. Ωραία η υποθετική ψυχανάλυση, αλλά μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Ιδίως όταν η κοσμοπολίτισσα μαμά Μπελούτσι μάλλον έχει ξαπλώσει στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή, δεδομένου ότι δηλώνει: «Από τα βάθη των αιώνων και ανέκαθεν υπήρχε ο ανταγωνισμός, τόσο ανάμεσα στα κορίτσια όσο και στα αγόρια. Υπάρχει πάντα μέσα σε ένα σύστημα που βασίζεται στη σύγκριση, οπότε όλος ο κόσμος προσπαθεί να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Ξεκινάει ανάμεσα στα αδέλφια στο σπίτι, μετά συνεχίζεται στο σχολείο με το σύστημα αξιολόγησης που υπάρχει και, βεβαίως, ο ανταγωνισμός υπάρχει και σε ένα επίπεδο πνευματικό όσο και σωματικό. Ο ανταγωνισμός είναι πιο έντονος ανάμεσα στις γυναίκες και υπάρχει, αν και πιο ανεπαίσθητα, στους άντρες. Νομίζω ότι πηγάζει όμως από το σύστημα εκπαίδευσής μας». Το οποίο σύστημα, τελικά, πολύ μοιάζει με το δικό μας, το πολύπαθο ελληνικό. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε τις δηλώσεις της Μπελούτσι αναφορικά με τους συμπατριώτες της τους Ιταλούς; Οπως, για παράδειγμα: «Ας μου εξηγήσει κάποιος γιατί ένας ταλαντούχος Ιταλός πρέπει πρώτα να γίνει αποδεκτός στο εξωτερικό και μετά να “εισαχθεί” στη χώρα του» ή το εξαιρετικά οικείο «πολλές φορές σκέφτομαι ότι οι Ιταλοί δεν αξίζουν τη χώρα που δημιούργησαν ή, μάλλον, κληρονόμησαν». Una faccia, una razza, Μόνικα. Σε αυτό που σαφέστατα θα διαφωνούσαμε παρ’ όλα αυτά μαζί της είναι στην επιλογή της Ανγκελα Μέρκελ ως «μιας από τις γυναίκες με εξουσία στα χέρια τους που κάνουν τη διαφορά» πλάι στα ονόματα των «Ιντιρα Γκάντι, Ιζαμπέλ Περόν και Γκόλντα Μέιρ». Ποιος όμως μπορεί να τη μαλώσει;