Εχει συµπαθήσει τελικά ο Γιάννος Περλέγκας τον Γιώργο, τον χαρακτήρα που υποδύεται στην ταινία «Τέλειοι ξένοι» του Θοδωρή Αθερίδη (µια µεταφορά στην Ελλάδα της µεγάλης ιταλικής κινηµατογραφικής επιτυχίας «Perfetti sconosciuti»), κι ας έλεγε κανείς ότι φαινοµενικά πόρρω απέχουν ως τύποι: «Παρότι φαίνεται να τα διαχειρίζεται εύκολα τα πράγµατα και δείχνει κυνικός, έχει τελικά την ευαισθησία να υπερασπιστεί τον φίλο του τη στιγµή που χρειάζεται, δίνει στις σκακιστικές κινήσεις που ακολουθεί το σενάριο, το οποίο είναι ιδιοφυές κατά τη γνώµη µου, µια ηθική ποιότητα, ενώ θεωρούσες ότι είναι ανερµάτιστος ηθικά, και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον».
Στο φιλµ (θα αρχίσει να προβάλλεται στις 15 ∆εκεµβρίου) µια παρέα φίλων συνειδητοποιεί πόσα είναι τα µυστικά που τους χωρίζουν (ή τους ενώνουν) όταν αποφασίζουν ένα βράδυ να µοιραστούν µεταξύ τους όλες τις κλήσεις και τα µηνύµατα που έρχονται στα κινητά τους. Το περιεχόµενο των έξυπνων τηλεφωνικών συσκευών µας µπορεί να αποκαλύψει ποιοι πραγµατικά είµαστε, όπως µπορεί και, µέσω των social media, να µας βοηθά να συντηρούµε µια ψεύτικη εικόνα: «Τείνουµε να γίνουµε όλοι οθόνες και αναφέροµαι µόνο στον χρόνο που καταναλώνουµε µε τα κινητά ή τους υπολογιστές – τα πάντα πια εξαρτώνται από την εικόνα. ∆εν υπάρχει το ρίσκο της πραγµατικής επαφής, δεν υπάρχει το ρίσκο του ακούσµατος, του να καταβάλουµε µια προσπάθεια να ακούσουµε. Αυτή είναι η πρόκληση της εποχής. Αυτό προσπαθώ και ως σκηνοθέτης, αυτό προσπαθώ και στη σχολή στην οποία διδάσκω. Αυτά τα υπέροχα εργαλεία που µας παρέχει η τεχνολογία έχουν κάνει δυστυχώς τα πάντα άξια αφήγησης.
Ο καθένας έχει το δικαίωµα να εκφραστεί, άρα όλα δυνητικά αξίζουν ένα δηµόσιο βήµα και αυτό αναγκαστικά θα υποτιµήσει και την τέχνη και τις αξίες, τις ιστορίες των ανθρώπων, θα ξεχάσουµε τι κόπος χρειάζεται στ’ αλήθεια για να εκφράσει κανείς κάτι. Αυτό είναι που λέει και ο Βασίλης Παπαβασιλείου: ότι έχουµε µπει στην παγκόσµια εκφραστική δηµοκρατία. Κι αυτό αποτυπώνεται και στο ρεπερτόριο που υπάρχει σήµερα, στην ευκολία µε την οποία γίνονται τα πράγµατα. Εχει απαξιωθεί η έννοια της µαθητείας, έχει απαξιωθεί η έννοια της αναφοράς σε ένα πρότυπο, όχι για να το αντιγράψουµε, αλλά ακόµη και για να το ξεπεράσουµε, αφού όµως πρώτα µελετήσουµε και µάθουµε τους κανόνες του».

«Τείνουμε να γίνουμε όλοι οθόνες, τα πάντα πια εξαρτώνται από την εικόνα. Δεν υπάρχει το ρίσκο της πραγματικής επαφής, δεν υπάρχει το ρίσκο του ακούσματος. Αυτή είναι η πρόκληση της εποχής»

 Με τον προαναφερθέντα Βασίλη Παπαβασιλείου ο Περλέγκας συµπρωταγωνιστεί στο Θέατρο Τέχνης στην παράσταση «Relax… Mynotis». Υπάρχει ωστόσο και η «Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς» (θέατρο Θησείον) που έχει σκηνοθετήσει ο 35χρονος ηθοποιός, µια από τις δουλειές που έχουν ήδη ξεχωρίσει φέτος µέσα στο πληθωρικό τοπίο της αθηναϊκής θεατρικής πραγµατικότητας:

«Η Φλόρενς ήρθε και µε βρήκε. Μου την έφερε η Ναταλία Τσαλίκη, η οποία είχε δει τον «Αδαή και Παράφρονα» (σ.σ.: το έργο αυτό του Τόµας Μπέρνχαρντ σκηνοθέτησε πέρυσι ο Γιάννος Περλέγκας στην Πειραµατική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και η παράσταση γνώρισε µεγάλη επιτυχία). ∆ιαβάζοντας το έργο στην αρχή, το οποίο παρεµπιπτόντως έχει τροµερή συγγένεια µε τον Μπέρνχαρντ – είναι πάλι η ζωή µιας σοπράνο, δεν µε ενδιέφερε καθόλου ο τρόπος γραφής, είχε έναν αφρό αµερικανικοβρετανικό, αλλά όχι κάτι άλλο. Είδα και την ταινία του Φρίαρς που δεν µου άρεσε, µου φάνηκε χάρτινη. Είπα, όµως, ναι από αντίσταση στον εαυτό µου, επειδή αποφάσισα να δοκιµάσω κάτι άλλο πλην του Μπέρνχαρντ, δεν ξέρω αν είµαι σκηνοθέτης, δεν ήξερα αν µπορώ να κάνω άλλον συγγραφέα. Ξαναµεταφράσαµε το έργο µε τον Προµηθέα Αλειφερόπουλο και βρήκα και εδώ κάποια από τα θέµατα που µε απασχολούν. Τα οποία εν προκειµένω είναι πώς και γιατί ένας άνθρωπος γαντζώνεται από την τέχνη. Οπως στον «Αδαή», η σοπράνο εξορίζει κάθε ανθρώπινη ιδιότητα για να υπηρετήσει τη µουσική του Μότσαρτ. Αντίστοιχα, η Τζένκινς γαντζώνεται από τη µουσική προκειµένου να κατευνάσει την πλήρη απουσία του έρωτα από τη ζωή της».