«Mια Κυριακή του Ιουλίου, μεσημεράκι, o Αντώνης Γερακάρης, ένας νεόπλουτος γκάνγκστερ-αρχιμαφιόζος, ετοιμάζεται να αρραβωνιάσει τη μεγάλη του κόρη, Στέλλα, με τον γόνο μιας μεγάλης πολιτικής οικογένειας. Εκείνη τη μέρα σκάει η μπόμπα. Η Στέλλα ανακοινώνει “Αυτόν δεν τον παντρεύομαι”, επειδή είναι ερωτευμένη με τον Μάριο Αγγελή, έναν ανερχόμενο ηθοποιό της ελληνικής τηλεόρασης. Πέφτουν όλοι να τη φάνε. Στην ουσία, η κοπέλα αυτή προσπαθεί να διατυπώσει το αίτημα της αγάπης της και να πάει αντίθετα στο ρεύμα. Θα βρεθεί μόνη εναντίον όλων».

Ο Γιάννης Οικονομίδης περιγράφει την υπόθεση του έργου «Στέλλα κοιμήσου» από το σκηνικό του Εθνικού Θεάτρου, όπου βρισκόμαστε για να μιλήσουμε για την παράσταση που θα σηματοδοτήσει το πέρασμά του από τον κινηματογράφο στο θεατρικό σανίδι. «Πώς αισθάνεσαι για τη μετάβαση;» θα ρωτήσω. «Eνα μικρό τρακ, μια μικρή ταραχή, αλλά και ενθουσιασμό. Μου αρέσει το θέατρο, είναι πιο άμεσο» θα απαντήσει. Ο λόγος που το αποτολμά 15 χρόνια απ’ όταν γυρίστηκε το «Σπιρτόκουτο», η ταινία-ωδή στον αφόρητο κλοιό της ελληνικής οικογένειας, ύστερα από τέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους και πλήθος προτάσεων που απέρριψε στο μεταξύ, είναι επειδή ήθελε να το κάνει με τους δικούς του όρους.

«Δεν είμαι επιπόλαιος, τύπου “αφού κάνουμε σινεμά, δεν πεταγόμαστε να κάνουμε και λίγο θέατρο;”. Επρεπε να ωριμάσω και ως δημιουργός και ως άνθρωπος, και σε σχέση τη θεατρική πράξη, για να το αποτολμήσω. Ο,τι κάνω το παίρνω πολύ σοβαρά». Η ανάγνωση της «Στέλλας Βιολάντη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου του έδωσε την ιδέα για τον πυρήνα του δικού του έργου, το οποίο εν συνεχεία διαμορφώθηκε μαζί με τους ηθοποιούς του, όπως οι πρωταγωνιστές Ιωάννα Κολλιοπούλου και Στάθης Σταμουλακάτος. Η ακραία σκληρότητα απέναντι στην κόρη, «ένα αρχετυπικό θέμα που βρίσκεις παντού στα αρχαία κείμενα», γίνεται εφαλτήριο για ένα οξύ σχόλιο πάνω στην εξουσία της πατριαρχίας, ακριβώς όπως ο «Πατέρας» του Στρίντμπεργκ είχε δώσει τη δραματουργική έμπνευση για την ταινία με τον εκκωφαντικό «πάτερ φαμίλια» στο «Σπιρτόκουτο». Ποια θα είναι, ωστόσο, η σκηνοθετική προσέγγιση τώρα που θέλησε να δοκιμαστεί και στο θέατρο;

«Αυτά που με ενδιαφέρουν είναι οι ηθοποιοί και η δραματουργία, εκεί συνομιλεί το κινηματογραφικό μου σύμπαν με την πρώτη μου θεατρική απόπειρα. Πώς υπάρχει ο κόσμος, η ζωή, η πραγματικότητα στην κυριολεξία της, στη φυσικότητά της, στον ρεαλισμό της, και πώς αυτό μπορεί να μεταφερθεί μέσα από μια ιστορία χαρακτήρων στο θεατρικό σανίδι. Αυτό κάνω και στο σινεμά. Προσπαθώ να αφηγηθώ ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος, με χαρακτήρες και ψυχολογικό βάθος, σκηνές που εμπεριέχουν πολύ υψηλή θερμοκρασία και πολύ μεγάλα διακυβεύματα. Με ενδιαφέρει ο κόσμος που μας περιβάλλει, η συμπεριφερολογία του Ελληνα και πώς αυτός αποτυπώνεται στις αναπαραστατικές τέχνες. Είναι το πεδίο που διερευνώ χρόνια τώρα». Ο Οικονομίδης, ένας άνθρωπος που διαθέτει τη σπάνια ικανότητα να είναι ευγενικός χωρίς ωστόσο να χάνει τον τσαμπουκά του, θα μεταφέρει στο θέατρο την γκρίζα, τη μαύρη όψη της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Ας όψεται η αστείρευτη ελληνική πραγματικότητα στην οποία προσγειώθηκε όταν ήρθε από την Κύπρο για να σπουδάσει μετά το σχολείο. Εκτοτε επιμένει ελληνικά.

«Ποτέ δεν ήθελα να φύγω από την Ελλάδα. Από τη στιγμή που αποφάσισα να κάνω σινεμά, ένιωθα ότι ο πλούτος και η πραγματική μαθητεία είναι να μένεις εδώ. Να σκάψεις και να μυριστείς εδώ τα πράγματα και να τα καταλάβεις. Δεν το μετάνιωσα ποτέ. Μέσα από αυτή τη ζωή-αναζήτηση-έρευνα-αγώνα, έκανα στα 34 μου το “Σπιρτόκουτο”. Νομίζω ότι δεν θα γινόταν αυτό αν ακολουθούσα την πορεία ενός επαγγελματία σκηνοθέτη που σπουδάζει στο εξωτερικό και μετά μπαίνει στο τριπάκι του σκηνοθέτη-διεκπεραιωτή, του entertainer. Δεν θα είχα πάρει χαμπάρι για ποιο πράγμα μιλάμε όταν λέμε “Ελλάδα”. Αυτό το ήξερα από τότε. Δεν υπήρχε μέση λύση. Θα έπρεπε να μείνω εδώ, να φάω τα σκατά και να αποδεχτώ ότι αυτή είναι η μοίρα μου, να είμαι πολίτης αυτής της χώρας, για να μπορέσω να μιλήσω για αυτόν τον τόπο». Παρόλη τη μαυρίλα που τον περιβάλλει και την κακοφορμισμένη ελληνική νοοτροπία που παρεισφρέει ως αποτέλεσμα στο έργο του, ο Οικονομίδης δεν χαρακτηρίζει εαυτόν απαισιόδοξο. Το αντίθετο.

«Σηκώνομαι από τον καναπέ μου και κάνω μια ταινία, ένα θεατρικό έργο, όχι επειδή είναι μια δουλειά και θα βιοποριστώ, αλλά επειδή θέλω να προσφέρω και να επικοινωνήσω με τους συνανθρώπους μου. Αυτή η κίνηση μόνο απαισιόδοξη δεν είναι. Αν τα θέματα είναι βαριά, αν δεν υπάρχει το happy end, το “παραθυράκι” που θέλει ο κόσμος στο τέλος ενός έργου, αυτό δεν σημαίνει κάτι. To πιο μεγάλο μέρος της τέχνης ασχολείται με την τραγική υπόσταση του ανθρώπου και των κοινωνιών. Διαβάζεις Σαίξπηρ, Ντοστογέφσκι και το αίμα αναβλύζει από κάθε σελίδα.

Οταν υπάρχει όμως υψηλή αισθητική στο κείμενο, μπορείς να προκαλέσεις αισθήματα αισιοδοξίας και ανάτασης, να πει ο αποδέκτης του έργου: “Κοίτα τι μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι!”».
 
info
«Στέλλα κοιμήσου» από τις 13/10 στη Σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θεάτρου.