Ηταν τα µέσα της δεκαετίας του 1670 όταν ο γάλλος γιατρός, αρχαιολόγος και περιηγητής Ζακόµπ Σπον πέρασε από την Ελλάδα καθ’ οδόν προς την Ανατολή. Δηµοσιευµένες το 1678 ως «Ταξίδι στην Ιταλία, στη Δαλµατία και στην Ελλάδα» οι εντυπώσεις του προορίζονταν να υπενθυµίσουν στον δυτικό κόσµο την ξεχασµένη για αιώνες Αθήνα, εγκαινιάζοντας µια µακρά πρακτική αυτοψίας, θαυµασµού και επαίνου της κλασικής αρχαιότητας, του αττικού φωτός και του ελληνικού καλοκαιριού, της εποχής του έτους που τα δύο προηγούµενα στοιχεία ήταν πλήρως προσβάσιµα.

Από τη «Grand Tour» των εύπορων τάξεων ως τον περιηγητισµό του 19ου αιώνα, το δροµολόγιο της Ελλάδας παρέµεινε σταθερό. Στο νεαρό µετεπαναστατικό βασίλειο θα σταµατούσαν µετά το 1821 ο Ζεράρ ντε Νερβάλ, ο Λαµαρτίνος και ο Γκυστάβ Φλωµπέρ, εκθειάζοντας πρόθυµα τις αρετές του θερµού Νότου σε σύγκριση µε τον ψυχρό Βορρά, ενίοτε και µε µια νότα γκρίνιας για τη θερινή σκόνη της (κάθε άλλο παρά πολύβουης τότε) Αθήνας. Η παρέλαση των προσωπικοτήτων που θύουν στην ποιότητα του χρώµατος των θαλασσών ή της µοναδικότητας των νησιών θα κορυφωνόταν τον 20ό αιώνα.

Για τον Χένρι Μίλερ στον «Κολοσσό του Μαρουσιού» (εκδ. Μεταίχµιο) η ζέστη της µεσηµβρινής ανάβασης στην Ακρόπολη το 1939 αποτελεί την άλλη όψη του νοµίσµατος του νυχτερινού ταξιδιού προς την Κέρκυρα, µε τα νησιά «να κρέµονται πάνω από το νερό, όχι να αναπαύονται, αλλά να πλέουν πάνω του». Η «Μάνη» (εκδ. Κέδρος) και η «Ρούµελη» (εκδ. Κέδρος) του τελευταίου εκπροσώπου του είδους του ευγενικού τυχοδιώκτη, Πάτρικ Λη Φέρµορ, περιλαµβάνουν πλήθος εικόνων µιας υπαίθρου υπό τον ήλιο. «Το ελληνικό καλοκαίρι» (εκδ. Χατζηνικολή) του γάλλου ελληνιστή Ζακ Λακαριέρ συνιστά ένα είδος απόσταξης της ουσίας τού τι βλέπουν οι ξένοι, στο δικό µας θέρος: είναι η απέριττη γοητεία του γυµνού τοπίου – «ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, µ’ ένα µοναδικό χωριό». Είναι η επιστροφή στα βασικά, τα απλά, τα απολύτως απαραίτητα προκειµένου να αναστοχαστεί, να σκεφτεί, να µετρήσει κανείς τα επιπρόσθετα, τα πολύπλοκα, τα γεγονότα της ζωής.