Με τα µέτρα των υπηρεσιών ασφαλείας, καλός κατάσκοπος είναι αναµφίβολα ο άγνωστος κατάσκοπος. Στη λογική αυτή, ελάχιστοι µπορούν να διεκδικήσουν τα πρωτεία από τον Μάρκους Βολφ: ο επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Πληροφοριών (HVA) της πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερµανίας είχε ένα ερωτηµατικό στη θέση της φωτογραφίας του στα έγγραφα των δυτικών οργανισµών αντικατασκοπείας για 25 ολόκληρα χρόνια, από το 1953 ως το 1978. Εως ότου αναγνωριστεί από έναν αποσκιρτήσαντα στη Δύση ανατολικογερµανό πράκτορα, ο Βολφ αποτελούσε αίνιγµα για τους ανταγωνιστές του της ΜΙ6 ή της CIA, συντονίζοντας µε ικανότατο και αποδοτικότατο τρόπο ένα δίκτυο 4.000 υφισταµένων οι οποίοι είχαν επιτύχει να διεισδύσουν σε ανώτατα κυβερνητικά κλιµάκια. Ψηλός, καλλιεργηµένος και µονίµως άψογα ντυµένος, ο Μάρκους Βολφ είχε γεννηθεί στο Χέιτσινγκεν το 1923, γόνος κοµµουνιστών γονέων που διέφυγαν στη Μόσχα το 1933 ώστε να αποφύγουν τις διώξεις των Ναζί. Επιστρέφοντας µετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο στην κατεχόµενη από τη Σοβιετική Ενωση ζώνη, ανέλαβε έπειτα από την ίδρυση της Ανατολικής Γερµανίας τον τοµέα της εξωτερικής κατασκοπείας στο υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας (γνωστό και από τα διαβόητα αρχικά του ως «Στάζι»). Εκεί αναδείχθηκε σε κατεξοχήν spymaster του Ψυχρού Πολέµου, τον άνθρωπο που κατόρθωσε να τοποθετήσει έναν πράκτορά του ως προσωπικό σύµβουλο του δυτικογερµανού καγκελαρίου Βίλι Μπραντ για µια πενταετία και να αριστεύσει στην τεχνική της απόσπασης µυστικών διά του ξελογιάσµατος.

Ρωµαίοι και Ιουλιέτες

«Αν το όνοµά µου µείνει στην ιστορία της κατασκοπείας, θα µπορούσε άνετα να µνηµονεύεται για την τελειοποίηση της χρήσης του σεξ σε αυτή» σηµειώνει στα αποµνηµονεύµατά του µε τίτλο «Man Without a Face» (εκδ. Public Affairs): στα 34 χρόνια της θητείας του ο Βολφ επέβλεψε εκατοντάδες προσεγγίσεις σηµαντικών για τις υπηρεσίες πληροφοριών γυναικών διά της αποπλάνησης. Ο ίδιος στο βιβλίο του σηµείωνε ότι ούτε οι πράκτορές του ήταν εκπαιδευµένοι στις ερωτικές τέχνες, ούτε κατευθύνονταν σε συγκεκριµένους στόχους, ούτε επέλεγαν επί τούτω συντρόφους κάποιας ηλικίας. Γραµµατείς και µεσαία στελέχη οργανισµών θεωρούνταν πράγµατι πρόσφορο έδαφος στο πλαίσιο µιας γενικής οδηγίας: «Οταν στέλναµε στη Δύση νεαρούς άντρες σε αποστολή, εκείνο που τους λέγαµε ήταν “εντάξει, θα έχεις την προσωπική σου ζωή, όπως κάθε άνθρωπος. Αν τυχόν συναντήσεις κάποια γραµµατέα σε στρατηγική θέση, τόσο το καλύτερο”». Η µέθοδος του «Ρωµαίου», όπως ονόµαζε τους ερωτύλους πράκτορές του ο Βολφ, είχε ενίοτε και τις παρενέργειές της, όπως σε ένα συµβάν του 1963, όταν µια διερµηνέας στο αρχηγείο του ΝΑΤΟ, πιστή καθολική, έπειτα από δύο χρόνια σχέσης δήλωσε στον σύντροφό της ότι δεν επρόκειτο να συνεχίσει το έργο της χωρίς εξοµολόγηση και δέσµευση για γάµο εκ µέρους του. Για να τηρηθούν τα προσχήµατα της ψευδούς ταυτότητας του γόη, ο Βολφ εξαναγκάστηκε να υποβάλει έναν άλλο πράκτορα σε ταχύρ-ρυθµα µαθήµατα δανικών, να τον ντύσει µε στολή στρατιωτικού εφηµέριου και να τον στείλει να ξαλαφρώσει την ψυχή της διερµηνέως από τα αµαρτήµατα και να ευλογήσει την ένωση των δύο εις σάρκαν µίαν στο αποµονωµένο εκκλησάκι ενός χωριού της Γιουτλάνδης.

Η εφευρετικότητα του Βολφ, έκδηλη στην παραπάνω περίπτωση, είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι ανταγωνιστές του τού αναγνώρισαν τον σεβασµό που οφείλεται σε έναν άξιο αντίπαλο – αν και παράλληλα του χρέωναν την αδυναµία να αντιληφθεί πόσο σηµαντικότερος θα ήταν εφόσον είχε επιλέξει την «ορθή» πλευρά της Ιστορίας. Ο συγγραφέας και ειδικός σε ζητήµατα της Στάζι Καρλ-Βίλχελµ Φρίκε έλεγε στους «New York Times» την επαύριον του θανάτου του Βολφ το 2006 ότι «δεν ανέλαβε ποτέ την ευθύνη των πράξεών του. Απεναντίας, θεωρούσε ότι διωκόταν αδίκως και παραπονιόταν για “δικαιοσύνη των νικητών”». Ο ανατολικογερµανός αρχικατάσκοπος επικαλούνταν όντως µια διακριτή στάση (του σκοπού που αγιάζει τα µέσα), η οποία στο παρελθόν µπορεί να ίσχυε και για τους δυτικούς στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέµου, µετά τη λήξη του, όµως, έµοιαζε άνευ αντικειµένου. «Δεν µπορείς να χρησιµοποιείς για τις µεθόδους συλλογής πληροφοριών τα ίδια µέτρα και σταθµά που άπτονται της συνήθους ηθικής» θα δήλωνε χαρακτηριστικά το 1998 σε ένα ντοκυµαντέρ του CNN – προφητικά, ίσως. Επειτα από την 11η Σεπτεµβρίου, τον Patriot Act, τις «εκδόσεις κρατουµένων», το Γκουαντάναµο, την πανηγυρική επιστροφή των βασανιστηρίων και τη διάδοση των εκτελέσεων επίλεκτων στόχων µε µη επανδρωµένα αεροσκάφη, ο Βολφ θα µπορούσε να αισθάνεται µεταθανάτια δικαιωµένος ως προς τις περιπέτειες των σηµασιών της ηθικής.

Γουίλιαµ Στίβενσον (1897-1989) – Ο «ήσυχος Καναδός»

«Δεν είναι όλοι οι πράκτορες γεννηµένοι Τζέιµς Μποντ» παρατηρούσε σε µια αποστροφή των αποµνηµονευµάτων του ο Μάρκους Βολφ. Οπωσδήποτε, ο Γουίλιαµ Στίβενσον ανήκει στις εξαιρέσεις, τόσο ως γεννηµένος κατάσκοπος όσο και ως πραγµατικό πρότυπο του Τζέιµς Μποντ – ή τουλάχιστον ένα από τα πολλά που ο Ιαν Φλέµινγκ έλαβε υπόψη του δηµιουργώντας το πορτρέτο του ακαταµάχητου επαγγελµατία των πληροφοριών. Εξαιρουµένου του ύψους του (µόλις 1,65 µ.), ο Καναδός ελάχιστα είχε να ζηλέψει από τον Αγγλο: πρωτοπόρος της αεροπορίας στον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, αιχµαλωτίστηκε από τους Γερµανούς, απέδρασε, παρασηµοφορήθηκε. Στον Μεσοπόλεµο διέπρεψε ως επιχειρηµατίας. Μια πατέντα µε την οποία µπορούσε να µεταδίδει φωτογραφίες µέσω ασύρµατης ραδιοφωνίας τού απέφερε 100.000 λίρες τον χρόνο – τις οποίες µε τη σειρά του επένδυσε σε µια σειρά βιοµηχανιών, από κατασκευαστικές µέχρι κινηµατογραφικά στούντιο.

Χωρίς να χρειάζεται να ανησυχεί για τον άρτο τον επιούσιο, µπορούσε να αποδυθεί στο χόµπι του – τη συλλογή πληροφοριών. Χάρη στις βιοµηχανικές επαφές του ανά την Ευρώπη είχε προειδοποιήσει τον Γουίνστον Τσόρτσιλ, ήδη από το 1936, για τον µυστικό επανεξοπλισµό της χιτλερικής Γερµανίας. Εκτιµώντας τις δυνατότητές του καλύτερα και από τον ίδιο, ίσως, ο Τσόρτσιλ ως πρωθυπουργός τον έστειλε τον Ιούνιο του 1940 στη Νέα Υόρκη µε την αποστολή να λειτουργήσει ως συντονιστής όλων των βρετανικών υπηρεσιών ασφαλείας και προσωπικός του σύνδεσµος µε τον πρόεδρο Φράνκλιν Ρούζβελτ. Για το υπόλοιπο του πολέµου ο Στίβενσον θα στρατολογούσε όποιο λαµπρό µυαλό έβρισκε µπροστά του (από τον µετέπειτα πρωτοπόρο διαφηµιστή Ντέιβιντ Ογκιλβι ως τον Ιαν Φλέµινγκ), συγκροτώντας την πρώτη σχολή εκπαίδευσης πρακτόρων – το περίφηµο «Στρατόπεδο Χ» στο Γουίτµπι του Οντάριο. Από τις τάξεις του αποφοίτησαν περίπου 2.000 µελλοντικά στελέχη των µυστικών υπηρεσιών, ανάµεσά τους και πέντε προορισµένοι να υπηρετήσουν ως διευθυντές της CIA. «Ο Τζέιµς Μποντ αποτελεί µια ιδιαίτερα εξιδανικευµένη µορφή του πραγµατικού κατασκόπου.

Η αληθινή του εκδοχή είναι ο Γουίλιαµ Στίβενσον» θα έγραφε αργότερα ο Φλέµινγκ. Διόλου παράξενο που λέγεται ότι δανείστηκε την πλοκή της επιδροµής του «Χρυσοδάκτυλου» στο αµερικανικό θησαυροφυλάκιο του Φορτ Νοξ από ένα σχέδιο του Στίβενσον να αποσπάσει τα 3 δισ. δολάρια σε αποθέµατα χρυσού της συνεργαζόµενης µε τους Γερµανούς γαλλικής κυβέρνησης του Βισί τα οποία φυλάσσονταν στη Μαρτινίκα. Ο επονοµαζόµενος «ήσυχος Καναδός» ήταν περισσότερο πολυµήχανος από πολλούς µυθιστοριογράφους.

Ρίχαρντ Ζόργκε (1895-1944) – Ο «κύριος Ράµσεϊ»

Στην πραγµατικότητα, οι διεθνείς κατάσκοποι πολύ σπάνια ανδραγαθούν µε τη δηµόσια ανεµελιά που µοιάζει να το κάνει το κινηµατογραφικό αντίγραφο του Στίβενσον. Το λογοτεχνικό τους αντίστοιχο είναι οι ικανοί αλλά άνευ ειδοποιών χαρακτηριστικών «άνθρωποι του Σµάιλι», οι γκρίζοι πρωταγωνιστές των έργων του Τζον Λε Καρέ. Ως πρότυπό τους θα µπορούσε άνετα να προβληθεί ο γερµανός Ρίχαρντ Ζόργκε, ο κατά Ιαν Φλέµινγκ «δεινότερος κατάσκοπος της ιστορίας».

Κοσµοπολίτης, κάτοχος διδακτορικού στις πολιτικές επιστήµες και αφοσιωµένος κοµµουνιστής, ο Ζόργκε στρατολογήθηκε το 1920 από τις πρώιµες σοβιετικές µυστικές υπηρεσίες και ως το 1933 είχε ήδη προλάβει να «εργαστεί» µε την ιδιότητα του δηµοσιογράφου στη Γερµανία, στη Βρετανία και στην Κίνα. Οντας µέλος του ναζιστικού κόµµατος διέθετε το καλύτερο δυνατό προκάλυµµα προκειµένου να αντλεί πληροφορίες από τις αντίστοιχες πηγές. Το δίκτυο που δηµιούργησε στην Ιαπωνία το 1933 έδρασε για οκτώ χρόνια παρέχοντας υλικό υψηλής ποιότητας: µαρτυρίες από πολλές κατευθύνσεις συγκλίνουν στο ότι το 1941 ο Ζόργκε προειδοποίησε τη Σοβιετική Ενωση ότι επέκειτο γερµανική επίθεση, αν και δεν συµφωνούν αναφορικά µε το κατά πόσο µετέδωσε την ακριβή ηµεροµηνία της 22ας Ιουνίου. Σύµφωνα µε τον βρετανό ιστορικό Σάιµον Σέµπαγκ Μοντεφιόρε ο Στάλιν απέρριψε περιφρονητικά το συγκεκριµένο στοιχείο: «Είναι κι αυτός ο µπάσταρδος που έχει στήσει εργοστάσια και οίκους ανοχής στην Ιαπωνία και τόλµησε να αναφέρει ότι οι Γερµανοί θα επιτεθούν στις 22 Ιουνίου. Μήπως θέλετε να τον πιστέψω κι αυτόν;».

Πιθανολογείται, ωστόσο, ότι στη συνέχεια άλλες πληροφορίες του έγιναν ευµενέστερα δεκτές από το σοβιετικό κατεστηµένο, ιδιαίτερα οι διαβεβαιώσεις του Σεπτεµβρίου του 1941 ότι η Ιαπωνία δεν σκόπευε να επιτεθεί εξ Ανατολών, επιτρέποντας σε κρίσιµες µονάδες να αποσυρθούν από τη Σιβηρία και να ενισχύσουν την άµυνα της Μόσχας κατά των Ναζί τον Δεκέµβριο του ίδιου έτους. Στο µεταξύ ο Ζόργκε είχε συλληφθεί από τις ιαπωνικές αρχές δηµιουργώντας αρχικά µια σύγχυση µε τη γερµανική πρεσβεία, η οποία τον θεωρούσε δικό της κατάσκοπο. Επανειληµµένες προσπάθειες ανταλλαγής του «κυρίου Ράµσεϊ», όπως ήταν το κωδικό του όνοµα στις σοβιετικές υπηρεσίες, µε ιάπωνες πράκτορες δεν τελεσφόρησαν, µια και φοβούµενοι τις επιπτώσεις σε καιρό πολέµου οι ανώτεροί του αρνήθηκαν οποιαδήποτε σχέση µαζί του. Εκτελέστηκε στις 7 Νοεµβρίου 1944. Θα περνούσαν σχεδόν 20 χρόνια προτού ανακηρυχθεί µεταθανάτια «ήρωας της Σοβιετικής Ενωσης». •

Εντουαρτντ Σνόουντεν (1983-) – Ψηφιακός πράκτορας

Ο Εντουαρντ Σνόουντεν, ο 30χρονος αµερικανός πρώην υπάλληλος της CIA που κάρφωσε στις αρχές Ιουνίου την κυβέρνηση των ΗΠΑ για διαδικτυακές υποκλοπές δεδοµένων εκατοµµυρίων ατόµων διαφεύγοντας στο Χονγκ Κονγκ, είναι ένας κατάσκοπος νέας κοπής που βαδίζει στα βήµατα ένδοξων προκατόχων. Πόρρω απέχει από το να µοιάζει και να δρα ως Τζέιµς Μποντ, αλλά κανείς δεν θα τον κάκιζε για αυτό: η µείζων αρετή του αληθινού επαγγελµατία είναι να περνά απαρατήρητος. Οι κορυφαίοι πράκτορες του Β΄ Παγκοσµίου ή του Ψυχρού Πολέµου, οι ιστορικοί δάσκαλοι του είδους, θα τον έψεγαν για έλλειψη αφοσίωσης – τον καιρό των µετωπικών αναµετρήσεων του 20ού αιώνα στο υπηρεσιακό λεξιλόγιο δεν υπήρχε «διαρροή», µόνο «προδοσία».

* Δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουλίου 2013