1. Σλαβόι Ζίζεκ, Φιλόσοφος

«Οι λέξεις δεν είναι ποτέ απλώς λέξεις. Εχουν σημασία επειδή θέτουν τα όρια αυτών που μπορούμε να κάνουμε».

Ο Ζίζεκ είναι ψευδός, δεν προφέρει καλά το σίγμα, και η προφορά του στα αγγλικά ακούγεται σχεδόν κωμική, σαν τον Ρόμπιν Γουίλιαμς όταν μιμείται Ανατολικοευρωπαίους. Αυτό δεν τον εμποδίζει να μιλάει πολύ, το παραδέχεται και ο ίδιος, και το κάνει από οποιοδήποτε βήμα τού δοθεί. Οταν μιλάει, φαίνεται πάντα θυμωμένος. Κουνάει τα χέρια του σε εντυπωσιακές χειρονομίες, γουρλώνει τα μάτια, περιοδικά πιάνει τη μύτη του και τραβάει το Τ-shirt του. Φαίνεται σαν ένας άνθρωπος που έχει μια επείγουσα αλήθεια να μοιραστεί μαζί μας, και αυτή είναι τόσο μεγάλη και προφανής, ώστε οι ανθρώπινοι τρόποι έκφρασης να πρέπει να χρησιμοποιηθούν ακραία και στο σύνολό τους. Ο Ζίζεκ δεν είναι ο τυπικός διανοούμενος που είναι γνωστός μόνο στους συναδέλφους του, αλλά δεν είναι και αυτός που θα πατήσει πάνω σε παλιές ακαδημαϊκές δόξες, γράφοντας βιβλία εκλαΐκευσης της σκέψης του. Το έργο του είναι φιλοσοφικό και είναι μαρξιστής, παρ’ όλο που είναι Σλοβένος που μεγάλωσε στη Γιουγκοσλαβία. Χρησιμοποιεί τον Λακάν και τον Χέγκελ και τα κύρια ερευνητικά πεδία του είναι η φιλοσοφία και η ψυχανάλυση. Πάντα, όμως, ήταν πολιτικά ενεργός – το 1990 ήταν υποψήφιος πρόεδρος της Σλοβενίας – και η πολιτική σκέψη του, που δανείζεται από τη μεθοδολογία της φιλοσοφίας του, είναι αυτή που τον έχει κάνει διάσημο. Κρατάμε αυτό που έχει πει για το ελληνικό πρόβλημα: «Η Ευρώπη που εκφράζει ψυχρή λογική απέναντι στο ελληνικό πάθος και στην ελληνική διαφθορά είναι νεκρή. Υπάρχει, όμως, χώρος για την Ευρώπη που γέννησε την αρχαία ελληνική δημοκρατία και τις επαναστάσεις της Γαλλίας και της Ρωσίας». – Β.Π.

2. Πολ Κρούγκμαν, Οικονομολόγος

«Η πολιτική καθορίζει ποιος κατέχει την εξουσία, όχι ποιος κατέχει την αλήθεια».

Υπάρχει μια τάξη της οποίας το κύρος και οι μελλοντικές προοπτικές έχουν καταβαραθρωθεί εξαιτίας της κρίσης: δεν είναι η μεσαία τάξη, είναι αυτή των οικονομολόγων. Ανάμεσα στους ομοίους αυτών που τάισαν την πυρκαγιά των αγορών με την πολιτική τους, σαν τον Αλαν Γκρίνσπαν, ή εκείνων που δεν ξέρεις αν οι προβλέψεις τους γίνονται με γνώμονα την επιστήμη ή τα κέρδη των συμβουλευτικών τους εταιρειών, ο Πολ Κρούγκμαν ξεχωρίζει αναμφισβήτητα. Οχι μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 προειδοποιούσε για την επερχόμενη κακή τροπή των πραγμάτων ούτε λόγω της σταθερής του πίστης στις ιδέες του Κέινς. Ο νομπελίστας οικονομολόγος είναι και ένας σκεπτόμενος άνθρωπος με ξεκάθαρες πολιτικές απόψεις, διατυπωμένες στη «Συνείδηση ενός προοδευτικού» (εκδ. Πόλις) και στα περισσότερα από 750 κείμενά του στους «New York Times», όπου αρθρογραφεί τακτικά. Πολέμιος του Μπους και μάλλον απογοητευμένος από τον Ομπάμα, ο 58χρονος Κρούγκμαν δηλώνει εδώ και έναν χρόνο τουλάχιστον σε όλους τους τόνους ότι η λύση για την έξοδο από την κρίση είναι μία: μαζικές επενδύσεις, όπως θα κάναμε «αν μαθαίναμε ξαφνικά ότι εξωγήινοι μας επιβουλεύονται και μας ετοιμάζουν επίθεση». – Μ.Κ.

3. Τζορτζ Κλούνεϊ, Ηθοποιός

«Να βάλω υποψηφιότητα για πρόεδρος; Οχι. Εγώ κοιμηθεί με πάρα πολλές γυναίκες, έχω πάρει πάρα πολλά ναρκωτικά και έχω πάει σε υπερβολικά πολλά πάρτι».

Οποτε ο Τζορτζ μιλάει, ο κόσμος ακούει. Είτε πρόκειται για το μέγεθος του πέους του Μάικλ Φασμπέντερ (όπως στην πρόσφατη απονομή των φετινών Χρυσών Σφαιρών) είτε πρόκειται για τη γενοκτονία στο Νταρφούρ. Και, ό,τι κι αν λέει, ο κόσμος τον ακούει. Από το πιο επουσιώδες ως το πιο βαθυστόχαστο, παραμένει cool, δεν θα βρεθεί κανείς να τον κατηγορήσει για δηθενιά (βλέπε Αντζελίνα) ή υποκρισία (βλέπε Μπόνο), μόνο ίσως για αμφίβολο γούστο στις γυναίκες. Γιατί; Ισως επειδή έχει σκηνοθετήσει καλές ταινίες), ίσως επειδή, παρά το επονομαζόμενο star quality που διαθέτει, συνεχίζει να εξελίσσεται ως ηθοποιός με καλούς ρόλους, μάλλον όμως γιατί, εκεί που νομίζεις θα τον φάει και αυτόν η σοβαροφάνεια, κάνει ένα αστείο σε μια συνέντευξη Τύπου και καταλαβαίνεις ότι δεν έχει πάρει τίποτε (και κυρίως όχι τον εαυτό του) στα σοβαρά. Για την ερμηνεία του στους «Απογόνους» του συμπατριώτη μας Αλεξάντερ Πέιν είναι ξανά υποψήφιος για Οσκαρ α΄ αντρικού ρόλου. Αν το κερδίσει, το να ανέβει στη σκηνή και να ευχαριστήσει το Χόλιγουντ με ένα ανάλαφρο αστειάκι είναι εξίσου πιθανό με το να βγάλει έναν λόγο για την ανθρωπιστική τραγωδία στο Σουδάν. Αν και κάτι μας λέει ότι θα καταφέρει να τα συνδυάσει αυτά τα δύο. Αν όχι αυτός, ποιος; – Γ.Ν.

4.Ουμπέρτο Εκο, Ακαδημαϊκός

«Στις Ηνωμένες Πολιτείες η πολιτική είναι επάγγελμα. Στην Ευρώπη, δικαίωμα και καθήκον».

Στα 25 χρόνια που πέρασαν από τότε που ο Ουμπέρτο Εκο εξέφρασε την παραπάνω γνώμη έχουν αλλάξει αρκετά και ίσως θα ήθελε και ο ίδιος να την αναδιατυπώσει. Σημειολόγος, μυθιστοριογράφος, μελετητής των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της μαζικής κουλτούρας, ο Εκο είναι ένας κοινωνικά και πολιτικά ευαίσθητος δημόσιος διανοούμενος που εστιάζει το ενδιαφέρον του στις συνέπειες του σύγχρονου πολιτισμού στη διανοητική συγκρότηση της προσωπικότητας του ατόμου. Κατά πάσα βεβαιότητα επηρέασε πολύ περισσότερους με τα μυθιστορήματά του παρά με τα ακαδημαϊκά του έργα (το «Ονομα του Ρόδου» πούλησε περισσότερα από 9 εκατ. αντίτυπα μόνο στην Ιταλία), ακολουθώντας έναν υβριδικό κανόνα: κάτω από τον μανδύα των λαϊκών περιπετειών του 19ου αιώνα που ικανοποιούν ως ιστορίες δράσης τους μη απαιτητικούς αναγνώστες, κρύβονται νοήματα, αινίγματα και λογοτεχνικές αναφορές προς τέρψιν των ψαγμένων. Το ρητορικό ερώτημα είναι κατά πόσο έχει διαβάσει τα 50.000 βιβλία που συγκροτούν τη βιβλιοθήκη του… – Μ.Κ.

5. Μαρκ Μαζάουερ, Ιστορικός

«Και τώρα, αφότου έσβησε η ευφορία της δεκαετίας του ’90 και μια νέα ταπεινοφροσύνη χαρακτηρίζει τους Ευρωπαίους, ο κλήρος πέφτει και πάλι στην Ελλάδα ως χώρα η οποία θα προκαλέσει τους μανδαρίνους της Ευρωπαϊκής Ενωσης και θα θέσει το ερώτημα: “Ποιο θα είναι το μέλλον της ηπείρου;”».

Τι συμβαίνει όταν ένας από τους πιο φωτεινούς εγκεφάλους του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης αποφασίζει να ασχοληθεί με τη γειτονιά σου; Στην περίπτωση του Μαρκ Μαζάουερ και της Βαλκανικής Χερσονήσου, κάτι τέτοιο συνέβη με εξαιρετικά αναλυτικό τρόπο, με αξιοθαύμαστη καθαρότητα και με μεγάλη επιμονή. Ο βρετανός ιστορικός κατάφερε να φανερώσει στον κόσμο, αλλά και σε εμάς τους ίδιους, κάμποσες απαντήσεις σε εθνικά και υπαρξιακά ερωτήματά μας. Με βιβλιογραφία που καταπιάνεται με την εποχή από την αρχή του Μεσοπολέμου ως το τέλος του, ο Μαζάουερ ακτινογραφεί μια ρημαγμένη χώρα και βλέπει ολόκληρο τον κόσμο να βρίσκεται σε αναταραχή, να ερίζει και να ανακλάται στα καμώματά της. Η παραπάνω «προετοιμασία» είναι εκείνη που του έδωσε τη δυνατότητα να υπογράψει το τελευταίο διάστημα μερικά από τα πιο διαυγή, οικουμενικά και παράξενα ενωτικά άρθρα για την ελληνική κρίση και για τις καταβολές της, που του είναι τόσο γνώριμες. – Η.Ν.

6.

Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Σκηνοθέτης

«Μια πολιτιστική κριτική πρέπει να περιλαμβάνει και κριτική μέσα από εικόνες, δεν αρκούν ο γραπτός λόγος και η λογοτεχνία».

Ο Γκοντάρ σπανίως δίνει συνεντεύξεις. Οταν, όμως, εκφράζεται δημοσίως, υπάρχει καλός λόγος για να τον ακούσει κανείς: «Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ελέγχουν τα κουμπιά ή την οθόνη αφής των τηλεφώνων τους. Αλλά τα κουμπιά είναι εκείνα που τους ελέγχουν» δήλωνε πριν από λίγο καιρό στη γερμανική εφημερίδα «Die Zeit». «Μου φαίνεται αποκρουστικό το ότι οι άνθρωποι μοιάζουν πάντα προσιτοί. Το ότι μπορώ να συνδεθώ με τη φωνή κάποιου. Δεν είναι σωστό. Με αναστατώνει που δεν απαιτείται καμία προσπάθεια ή κόπος για να επικοινωνήσεις με κάποιον». Για το σύγχρονο σινεμά υποστηρίζει: «Τελικά οι άνθρωποι δεν κινηματογραφούν, απλώς γράφουν. Και στη συνέχεια αντιγράφουν με την κάμερα αυτό που έχουν γράψει στο χαρτί. Δεν χρησιμοποιούν την κάμερα για να δουν κάτι που, χωρίς την κάμερα, θα παρέμενε αόρατο». Πέρυσι αρνήθηκε να μεταβεί στις Κάννες για την προβολή της τελευταίας ταινίας του «Film Socialisme». Η απουσία του είχε καθαρά πολιτική χροιά, αφού, όπως διευκρίνισε, οφειλόταν σε προβλήματα «ελληνικού τύπου». Λίγο αργότερα δήλωνε ότι «όλος ο κόσμος χρωστάει στην Ελλάδα». – Θ.Σ.

7.

Νόαμ Τσόμσκι, Γλωσσολόγος

«Υποτίθεται ότι οφείλουμε να λατρεύουμε τον Ανταμ Σμιθ, όχι όμως και να τον διαβάζουμε. Είναι επικίνδυνο να διαβάζεις Ανταμ Σμιθ γιατί είναι ένας επικίνδυνος ριζοσπάστης».

Σε όσους τον έχουν συναντήσει, ο Νόαμ Τσόμσκι δίνει την εντύπωση ενός ευγενικού, προσηνούς ηλικιωμένου, έτοιμου αμέσως μετά τη λήξη της τρέχουσας διάλεξής του να βάλει το δισάκι του στον ώμο και να εγκαταλείψει το πανεπιστημιακό αμφιθέατρο για έναν περίπατο σε όποια πόλη τυχαίνει να βρίσκεται. Από τους σημαντικότερους γλωσσολόγους του 20ού αιώνα, ο Τσόμσκι έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό ως οξύς (αλλά ποτέ έξαλλος) επικριτής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, του σύγχρονου καπιταλισμού και του ρόλου των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Οι πολιτικές του πεποιθήσεις κυμαίνονται μεταξύ ελευθεριακού σοσιαλισμού και αναρχισμού, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να αναγνωρίζει ότι σε ζητήματα ατομικών σχέσεων, προσωπικών σχέσεων και ελευθερίας του λόγου οι ΗΠΑ αποτελούν το πιο προηγμένο κράτος του κόσμου. Αποδεκτός ακόμη και από όσους διαφωνούν με τις απόψεις του για την κατασκευή της συναίνεσης από τα ΜΜΕ, το ασυμβίβαστο καπιταλισμού και δημοκρατίας ή την εισβολή στο Ιράκ, ο Τσόμσκι αποτελεί ίσως ό,τι κοντινότερο έχει ο 21ος αιώνας στους διανοουμένους του 20ού: έναν άνθρωπο που δεν διστάζει να λέει τη γνώμη του δημόσια, χωρίς περιστροφές. – Μ.Κ.

8. Χάρολντ Μπλουμ, Ακαδημαϊκός

«Κάποιος πρέπει να διαβάζει κλασική λογοτεχνία, να προσπαθεί να αποστηθίζει εδάφια και να τα απαγγέλλει δυνατά».

Ο καθηγητής λογοτεχνίας του Γέιλ Χάρολντ Μπλουμ διακρίνεται για την τεράστια εγκυκλοπαιδική μνήμη του και την ελάχιστη ανάγκη του για ύπνο. Κοιμάται μόνο τέσσερις ώρες την ημέρα και θεωρείται η «άυπνη ιδιοφυΐα του Γέιλ». Μπορεί να απαγγείλει ατελείωτα χωρία από τον Μίλτον, να παραθέσει αποσπάσματα από κορυφαίους συγγραφείς, αλλά και να αναφερθεί σε παλιές στατιστικές του μπέιζμπολ πριν από 30 χρόνια. Και η θέση που διατύπωσε στην «Αγωνία της επίδρασης» (1973), ότι δηλαδή όλα τα λογοτεχνικά κείμενα έχουν σαφώς επηρεαστεί από τα σημαντικά προγενέστερά τους, συνέβαλε καθοριστικά στη θεωρία της κριτικής και εν γένει στις λογοτεχνικές σπουδές. Θεωρείται το enfant terrible του ακαδημαϊκού κόσμου τα τελευταία 45 χρόνια, αφού ασκεί σφοδρή επίθεση στον θεωρητικό κλάδο που ονομάζεται Νέα Κριτική, όπως και στις θεωρίες της αποδόμησης και στον ακαδημαϊσμό. Πιστεύει στην ορθόδοξη διδασκαλία, στη μελέτη και στην ανάγνωση της λογοτεχνίας, σε καμία «μετα-ανάγνωση». Στην εποχή του Internet και στην πληθώρα των πληροφοριών που προσφέρει, ο Μπλουμ αναρωτιέται πώς θα αποκτηθεί πραγματική γνώση και σοφία. «Πώς πρέπει να διαβάζουμε; Αργά, με στοργή και αγάπη και με το εσωτερικό αφτί σε εγρήγορση. Επειτα οφείλουμε να ξαναδιαβάσουμε, ξανά και ξανά, και φωναχτά όσο μπορούμε. Σαν οκτάχρονο αγόρι». Και για ποιον λόγο να επιδοθούμε σε αυτή τη μοναχική δραστηριότητα; «Για να οξύνουμε το πνεύμα και τη φαντασία μας και για να καταπραΰνουμε τον πόνο, μέχρι να μάθουμε τον εαυτό μας». – Θ.Σ.

9.

Ανώνυμοι, Χακτιβιστές

«Είμαστε Aνώνυμοι. Είμαστε λεγεώνα. Δεν συγχωρούμε. Δεν ξεχνάμε. Να μας περιμένετε».

H αρχή έγινε μέσα από το 4chan.org, μια ιστοσελίδα για ανέβασμα και σχολιασμό φωτογραφιών, κυρίως σχετικών με anime και manga. Κάπου εκεί δημιουργήθηκε μια online, ξεχωριστή κουλτούρα που βαθμιαία οδήγησε σε μια χαλαρή οργάνωση χωρίς αρχηγούς και ξεκάθαρους στόχους. Το πνεύμα της ήταν ότι τα μέλη της, καλυπτόμενα από την ανωνυμία τους, δρουν μαζικά και συντονισμένα, σαν μια αυτόνομη οντότητα, με μόνη βασική αρχή την ελευθερία του λόγου. Οι αρχικές δράσεις τους, ένας συνδυασμός χακτιβισμού και πλάκας, πέρασαν σε άλλο επίπεδο με το Project Chanology, το 2008. Οταν ένα βίντεο με συνέντευξη του Τομ Κρουζ διέρρευσε στο YouTube, η Εκκλησία της Σαϊεντολογίας προφασίστηκε θέματα copyright και ζήτησε την απομάκρυνσή του. Οι Ανώνυμοι θεώρησαν ότι πρόκειται για προσπάθεια λογοκρισίας και «απάντησαν» με ηλεκτρονικές επιθέσεις σε ιστοσελίδες της αλλά και συγκεντρώσεις – για πρώτη φορά – σε ναούς της Σαϊεντολογίας. Τα μέλη των Ανωνύμων προστάτεψαν την ταυτότητά τους φορώντας ως επί το πλείστον μάσκες του Γκάι Φοκς, σαν αυτήν που φορά ο ήρωας του κομίστα Αλαν Μουρ στο «V for Vendetta». Οι Ανώνυμοι κλιμάκωσαν τις επιχειρήσεις τους με ανάλογους τρόπους τα επόμενα χρόνια, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων το κίνημα «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ», τον Ασάνζ και τα Wikileaks, αλλά και την αντικαθεστωτική εξέγερση στη Συρία. Από τις τελευταίες δράσεις τους, η επίθεση στην ιστοσελίδα του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, μετά το κλείσιμο του ιστοτόπου ανταλλαγής αρχείων Megaupload. – Θ.Τ.

10. Μάικλ Σέιμπον, Συγγραφέας

«Οχι απλώς δεν θα ήθελα ποτέ να είμαι μέλος σε οποιαδήποτε λέσχη που θα με ήθελε για μέλος της, αν βρισκόμουν σε αυτή τη θέση θα φορούσα παπούτσια δρόμου στο γήπεδο του σκουός και θα έβαζα φωτιά στις κουρτίνες της αίθουσας εκδηλώσεων».

Η λογοτεχνία του Μάικλ Σέιμπον διαβάζεται σαν μια τρυφερή επίδειξη σεβασμού απέναντι στις κλασικές μορφές αφήγησης, σαν ένας φόρος τιμής στην αγγλόγλωσση λογοτεχνία του 19ου και του 20ού αιώνα. Ωστόσο, ο Σέιμπον έχοντας να γράψει κανονικό μυθιστόρημα από το «Yiddish Policemen’s Union» του 2007, το τελευταίο διάστημα το έχει ρίξει στο non-fiction. Τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά και η απαράλλαχτη ποπ σκέψη ξετυλίγονται στο «Maps and Legends» και στο «Manhood for Amateurs». Ο Σέιμπον ανατέμνει τις λογοτεχνικές αναφορές του με οξυδέρκεια και επιχειρεί να κάνει το ίδιο με την πραγματικότητα του να είσαι άντρας και πατέρας σήμερα. Και συνεχίζει ως αμετανόητος παλιομοδίτης να στοχάζεται με απολαυστικό τρόπο και κυρίως δίχως καμιά απολύτως καούρα να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στους ευαγγελιστές της ποπ κουλτούρας. Από τα βιβλία του, στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει μονάχα οι βραβευμένες με Πούλιτζερ «Συναρπαστικές περιπέτειες των Καβαλίερ και Κλέι» και το εφηβικό «Η χώρα του καλοκαιριού». – Η.Ν.

11. Στίβεν Πίνκερ, Γλωσσολόγος

«Το να λύνεις ένα πρόβλημα σε διάρκεια 100 χρόνων είναι το ίδιο με το να μην το λύνεις καθόλου».

Σε αντίθεση με αυτό που πιστεύει ο περισσότερος κόσμος, η δουλειά ενός γλωσσολόγου δεν είναι να υπαγορεύει τη «σωστή» χρήση της γλώσσας. Στην πραγματικότητα μεγαλύτερο γλωσσολογικό ενδιαφέρον έχουν αυτά που θεωρούνται «λάθη» και σε κάθε περίπτωση η επιστήμη αυτή έχει ξεφύγει από ρυθμιστικές πρακτικές εδώ και 100 χρόνια. Ο Στίβεν Πίνκερ είναι μελετητής της γλώσσας ως μέσου κατανόησης του ανθρώπου. Είναι γλωσσολόγος, αλλά και ψυχολόγος στο Χάρβαρντ και αυτές είναι δύο από τις βασικές επιστήμες στο πεδίο των γνωστικών επιστημών. Η ακαδημαϊκή του έρευνα γίνεται πάνω στη γλώσσα ως έμφυτη δυνατότητα του ανθρώπου, η οποία έχει προκύψει σύμφωνα με τους κανόνες της εξέλιξης. Η εξελικτική ψυχολογία είναι το άλλο πεδίο στο οποίο δραστηριοποιείται και, όπως συνήθως συμβαίνει, η μεθοδολογία της μίας ιδιότητας επηρεάζει την άλλη. Για παράδειγμα, στο τελευταίο του βιβλίο για τη βία ο Πίνκερ υποστηρίζει κάτι που οι περισσότεροι θα θεωρούσαμε μη πραγματικό: ότι ζούμε στην πιο ειρηνική περίοδο της ανθρωπότητας. Ο Πίνκερ υποστηρίζει ότι αυτό συνδέεται με τη δυνατότητα του μυαλού μας να προσαρμόζεται και να εξελίσσεται, πράγμα που σε συνδυασμό με τις κατάλληλες συνθήκες μπορεί να οδηγήσει σε αυξανόμενη ειρήνη. «Ακόμη κι αν έχουμε τάσεις προς τη βία, έχουμε επίσης τάσεις προς κατανόηση, συνεργασία και αυτοέλεγχο» λέει ο ίδιος. – Β.Π.

12. Αϊ Γουέι Γουέι, Καλλιτέχνης

«Από μικρή ηλικία άρχισα να αισθάνομαι ότι κάθε άτομο πρέπει να αποτελεί παράδειγμα στην κοινωνία. Οι δικές σου πράξεις ή συμπεριφορά δείχνουν στον κόσμο ποιος είσαι και σε τι είδους κοινωνία θα ήθελες να ζεις».

Γιος διάσημου κινέζου ποιητή, καλλιτέχνης, ακτιβιστής, υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άσος στο μπλακτζάκ, ο 54χρονος Αϊ Γουέι Γουέι, γνωστός για τον ενεργό ρόλο καλλιτεχνικού συμβούλου που είχε αναλάβει στον σχεδιασμό του σταδίου «Η Φωλιά του Πουλιού» στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008, ευθύνεται όσο λίγοι για την ενασχόληση των δυτικών ΜΜΕ με την έλλειψη των βασικών ελευθεριών στην Κίνα. Πότε κάνοντας απεργία πείνας για να συμπαρασταθεί στα θύματα της καταστολής της «άνοιξης» της Τιεν Αν Μεν το 1989, πότε καταγγέλλοντας το κομμουνιστικό καθεστώς για απόκρυψη του πραγματικού αριθμού των θυμάτων από την κατάρρευση σχολείων κατά τον σεισμό του Σετσουάν το 2008. Στις 3 Απριλίου 2011 συνελήφθη στο διεθνές αεροδρόμιο του Πεκίνου ως ύποπτος για οικονομικά εγκλήματα. Η διεθνής κατακραυγή υπήρξε άμεση και τεράστια. Απελευθερώθηκε έπειτα από 81 μέρες. Το έγκυρο βρετανικό περιοδικό «ArtReview» τον ανακήρυξε «τον πλέον ισχυρό καλλιτέχνη στον κόσμο». Μερικές εβδομάδες μετά την αποφυλάκισή του εξαπέλυσε ξανά, στην πρώτη του συνέντευξη στο αμερικανικό περιοδικό «Newsweek», έναν νέο, δριμύ φιλιππικό, κατηγορώντας την κινέζικη κυβέρνηση για διαφθορά. Το επόμενο χτύπημα αναμένεται σύντομα. – Γ.Ν.

13. Ντέιβιντ Ρέμνικ, Δημοσιογράφος

«To 98% των ανθρώπων που αγοράζουν τον “New Yorker” δηλώνουν ότι διαβάζουν πρώτα τα καρτούν – το υπόλοιπο 2% απλώς ψεύδεται».

Το καλό που προέκυψε από τη θητεία της αμετροεπούς πρώην διευθύντριας του «Vanity Fair» Τίνα Μπράουν στο ιστορικό εβδομαδιαίο περιοδικό «The New Yorker» ήταν ότι αναδείχθηκε ο Ντέιβιντ Ρέμνικ, ο επόμενος διευθυντής του. Η Μπράουν είχε γεμίσει το «καλύτερο περιοδικό του κόσμου» με προφίλ διασημοτήτων και με δήθεν προβοκατόρικα ρεπορτάζ και είχε συστήσει τη δική της συντακτική ομάδα, μέλος της οποίας ήταν ο πρώην ανταποκριτής των «New York Times» στη Μόσχα, Ρέμνικ. Οταν εκείνη αποχώρησε, ο Ρέμνικ ανέλαβε τα ηνία. Ο Ρέμνικ, ανάμεσα σε άλλα, έχει γράψει ένα ενδιαφέρον βιβλίο για τις τελευταίες ημέρες της Σοβιετικής Ενωσης («Lenin’s Tomb»), ένα για τον Μοχάμεντ Αλι («King of the World») και ένα για τον Μπαράκ Ομπάμα («The Bridge»). Ωστόσο, το σημαντικότερο έργο του παραμένει η θητεία του στον «New Yorker». Από το 1998, που έχει αναλάβει το περιοδικό, το έχει αναγάγει σε μια καίρια φωνή που απεχθάνεται τα στολίδια και την πόζα. Εχει συγκεντρώσει γύρω του μια πραγματική dream team συνεργατών, έχει υπογράψει ως διευθυντής μερικά από τα πιο καίρια ρεπορτάζ και έχει διαμορφώσει ένα έντυπο που διατηρεί πεισματικά την ίδια εμφάνιση από το 1925. Και, ταυτοχρόνως, φαντάζει ως ό,τι πιο μοντέρνο στον Τύπο σήμερα. – Η.Ν.

14. Μάθιου Γουάινερ, Παραγωγός

«(Εκτός από την τηλεόραση) τα υπόλοιπα πράγματα που συμβαίνουν στην ψυχαγωγία σήμερα με εκνευρίζουν. Εχω απογοητευτεί πολύ με οτιδήποτε είναι αυτό που συνέβη και έχει κάνει το σινεμά τόσο απίστευτα απωθητικό για εμένα».

Είναι ο εμπνευστής, ο δημιουργός και η αφηγηματική φωνή του τηλεοπτικού «Mad Men». Εκτός από τα παραπάνω, είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο η προβολή του σίριαλ κινδύνεψε να διακοπεί μετά το τέλος της τέταρτης σεζόν, στο απόγειο της δημοτικότητάς της. Η εταιρεία παραγωγής θέλησε να διακόψει τη συνεργασία με τον Γουάινερ, μα το κανάλι AMC δεν δεχόταν να προβάλει τη σειρά δίχως την υπογραφή του (τελικώς η πέμπτη σεζόν αναμένεται να ξεκινήσει το επόμενο διάστημα). Πριν από το «Mad Men» είχε υπάρξει παραγωγός και σεναριογράφος σε κάμποσα επεισόδια των επίσης εξαίσιων «Sopranos». Αν χρειαζόταν κάποιος να ξεχωρίσει ένα κυρίαρχο στοιχείο της συγγραφικής ιδιοσυγκρασίας του Γουάινερ, αυτό θα ήταν ο πανέξυπνος τρόπος με τον οποίο οι ήρωές του διαχειρίζονται τον χρόνο που τους αναλογεί. Μέσα από λιγοστούς διαλόγους, μα και μέσα από πλήθος πράξεων, οι ήρωές του, ανθρώπινοι και τρωτοί, πίσω από τη συχνά αξιοσημείωτη επιφάνειά τους, παρασύρονται από τη ροή της Ιστορίας και καταπλακώνονται από τα υπαρξιακά αδιέξοδά τους. Ολα αυτά, όσο η πλοκή υφαίνεται για να τους οδηγήσει σε νέες προκλήσεις. Πρόκειται για μια αξιοζήλευτη ικανότητα και για κάτι στο οποίο κανένας αμερικανός κινηματογραφιστής της γενιάς του δεν έχει καταφέρει να τον ξεπεράσει. – Η.Ν.

15. Ρίκαρντ Φάλβινκε,Πολιτικός

«Tο μόνο που πρέπει να συμβεί για να εξελιχθεί η κοινωνία είναι να αφήσουμε τη γνώση ελεύθερη και δωρεάν. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Γαλιλαίος είχε δίκιο. Ακόμη και αν έπρεπε να τα βάλει με ένα μονοπώλιο γνώσης».

O 39χρονος σουηδός επιχειρηματίας απέχει αρκετά από το προφίλ του πολιτικού ή του διανοουμένου. Κλασικός geek που ίδρυσε την πρώτη του εταιρεία στα 16 του και είχε το δικό του BBS (ένα πρώιμο είδος σέρβερ για ανταλλαγή αρχείων) εν έτει 1995. Οι απόψεις του για το copyright, τις πατέντες και την ανταλλαγή αρχείων, καθώς και η κατά τη γνώμη του κατά μέτωπο επίθεση της μουσικής και κινηματογραφικής βιομηχανίας στην ελεύθερη διακίνηση ιδεών στο Διαδίκτυο και κατ’ επέκταση στις ατομικές ελευθερίες του καθενός μας, τον οδήγησαν στην ίδρυση του Κόμματος των Πειρατών της Σουηδίας, το 2005. Χαρισματικός ομιλητής και πλήρως αφοσιωμένος στον αγώνα του – παράτησε τη δουλειά του για να ασχοληθεί εξ ολοκλήρου με την πολιτική – κατάφερε να κατεβάσει χιλιάδες ανθρώπους στον δρόμο για να διαμαρτυρηθούν για το κλείσιμο του ιστοτόπου thepiratebay.org. Στις ευρωεκλογές του 2009 το Κόμμα των Πειρατών πέτυχε την είσοδό του στο ευρωκοινοβούλιο και συγκέντρωσε το 25% των ψηφοφόρων κάτω των 30 ετών. Εδώ και περίπου έναν χρόνο, ο Φάλβινκε αποχώρησε από την αρχηγία του κόμματος και δίνει διαλέξεις ανά τον κόσμο, προωθώντας τις ιδέες του. Και μάλλον πείθει: μέχρι στιγμής, 40 Πειρατικά Κόμματα έχουν ιδρυθεί ανά τον κόσμο, με μάλλον πιο πρόσφατο το ελληνικό. – Θ.Τ.

16. Τζ. Τζ. Εϊμπραμς, Παραγωγός

«Νιώθω πως, όταν λες ιστορίες, υπάρχουν τα πράγματα που το κοινό θεωρεί σημαντικά και μετά υπάρχουν και εκείνα τα οποία είναι όντως σημαντικά».

Ο αιώνιος έφηβος που βρίσκεται πίσω από το «Lost», τη σειρά που άλλαξε (για πάντα;) την αμερικανική τηλεόραση, δεν μπορεί παρά να κατέχει για χρόνια μια θέση σε κάθε λίστα που απαριθμεί επιδραστικές προσωπικότητες. Πόσω μάλλον όταν ό,τι έχει προστεθεί έκτοτε στο βιογραφικό του («σκεπτόμενα» μπλοκμπάστερ όπως το «StarTrek» και το «Cloverfield», τηλεοπτικά σόου όπως το «Fringe», φόρους τιμής στο πρώιμο έργο του ειδώλου του, Στίβεν Σπίλμπεργκ, όπως το περσινό «Super 8»), με τον ίδιο είτε σε θέση παραγωγού, είτε σεναριογράφου, είτε σκηνοθέτη, είτε όλα αυτά μαζί, και κριτικές εξαιρετικές έχει αποσπάσει και το κοινό του έχει βρει. Τι μας λέει αυτό; Οτι ο ορισμός του multitasker που ησυχία δεν έχει είναι μάλλον σημαιοφόρος της γενιάς η οποία θα καθορίσει τα τεκταινόμενα στο Χόλιγουντ τα επόμενα χρόνια. Τα πρώτα επεισόδια του νέου του τηλεοπτικού πρότζεκτ «Alcatraz» έχουν ήδη προβληθεί στη Αμερική και από την επιτυχία τους θα κριθούν πολλά, αλλά εμείς έχουμε κυρίως να περιμένουμε την κινηματογραφική μεταφορά του εξαιρετικού, γεμάτου ευαισθησία μυθιστορήματος του Κόλουμ Μακ Καν «Κι άσε τον κόσμο τον μεγάλο να γυρίζει». Και εκεί δεν υπάρχουν παράλληλες πραγματικότητες ούτε κουτιά που κρύβουν μεταφυσικά μυστικά για να τον ξελασπώσουν. – Γ.Ν.

17. Ρίτσαρντ Ντόκινς, Βιολόγος

«Πολλοί από εμάς έβλεπαν τη θρησκεία ως μια αβλαβή ανοησία. Οι πιστοί ίσως αγνοούσαν τις απαραίτητες αποδείξεις, αλλά σκεφτόμασταν, αν ήθελαν ένα δεκανίκι για παρηγοριά, πού είναι το κακό; Η 11η Σεπτεμβρίου τα άλλαξε όλα αυτά».

Ο διακεκριμένος εξελικτικός βιολόγος δηλώνει απερίφραστα ότι η πίστη στον Θεό αποτελεί παραλογισμό που έχει προκαλέσει πολλά κοινωνικά δεινά. Στο βιβλίο του «Η περί Θεού αυταπάτη», ο Ντόκινς καταρρίπτει τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της θρησκείας και εξηγεί ότι η ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης είναι απολύτως απίθανο ενδεχόμενο. Περιγράφει πώς η θρησκεία υποδαυλίζει τον πόλεμο, υποθάλπει τη μισαλλοδοξία και κακοποιεί τον νου και την ψυχή των παιδιών. Πιθανώς η συνεισφορά του Ντόκινς στο κίνημα του Νέου Αθεϊσμού ισοδυναμεί με την αποδοχή του επιστημονικού και εκλαϊκευτικού έργου του. Αλλά ο Ντόκινς δεν είναι ο μοναδικός οπαδός του Νέου Αθεϊσμού. Τα τελευταία χρόνια αρκετοί άθεοι επιστήμονες και συγγραφείς (Σαμ Χάρις και Κρίστοφερ Χίτσενς, μεταξύ άλλων) συνομολογούν ότι «δεν πρέπει απλώς να ανεχόμαστε τη θρησκεία και τη δεισιδαιμονία, αλλά πρέπει να της ασκούμε κριτική και να την ξεσκεπάζουμε μέσω του ορθολογισμού». Ο Ντόκινς απαντά στους επικριτές του ότι ο ορθολογισμός δεν αποτρέπει τον κόσμο από το να νιώθει δέος και αίσθημα μεγαλείου όταν αντικρίζει τον έναστρο ουρανό. Ωστόσο, δεν αναγνωρίζει τίποτε μεταφυσικό σε αυτόν. – Θ.Σ.

18. Αλέν ντε Μποτόν, Συγγραφέας

«Η καλύτερη απόδειξη της αφοσίωσης και της πίστης στον άλλον ήταν πάντα οι τρομακτικές απιστίες σε όλους τους υπόλοιπους».

Ο Ντε Μποτόν είναι μόνο 42 ετών. Δεν είναι ακαδημαϊκός, δεν κάνει καμιά έρευνα και παρ’ όλο που δεν έχει καμιά καινούργια ιδέα να προσφέρει, συμμετέχει στον δημόσιο διάλογο με μεγάλη επιρροή. Είναι ο συγγραφέας πολλών βιβλίων εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας και κριτικής θεωρίας από τις οποίες αντλεί απαντήσεις στις ερωτήσεις της καθημερινής ζωής. Πώς θα είμαστε ευτυχισμένοι, τι γίνεται με τη δουλειά και το κοινωνικό στάτους, πώς δεν θα έχω άγχος, όλα τα βιβλία του είναι στην ουσία οδηγοί αυτοβοήθειας. Η διαφορά είναι ότι τα κείμενά του είναι σε καλύτερο επίπεδο, η γνώση είναι πραγματική και μπορείς να καταλάβεις ότι αυτός που τα γράφει είναι έξυπνος και λογικός, όχι απατεώνας. Αυτή ακριβώς είναι και η πραγματική του αξία. Η είσοδος σε μια αγορά ανθρώπων που θέλουν πρόσβαση σε εξειδικευμένη γνώση, χωρίς να έχουν τον απαιτούμενο χρόνο ή την παιδεία για να την προσεγγίσουν στις αρχικές πηγές, και που συνήθως εξαπατώνται από ημιμαθείς ή celebrities με «εμπειρίες ζωής». – Β.Π.

19. Χαρούκι Μουρακάμι, Συγγραφέας

«Ο πόνος είναι αναπόφευκτος. Το να υποφέρεις είναι προαιρετικό»

Ο ιάπωνας συγγραφέας Χαρούκι Μουρακάμι επιδίδεται σε ένα υβρίδιο λογοτεχνίας σχεδόν μοναδικό. Ασφαλώς δεν είναι ο μόνος που έχει κοιτάξει τη μοναξιά και την αποξένωση κατάματα – μάλιστα, δεν το έκανε με παράπονο, αλλά με χιούμορ και σουρεαλισμό. Ωστόσο, είναι σίγουρα από τους λίγους ιάπωνες διανοούμενους που έχουν στηλιτεύσει ανοιχτά την εργασιομανή αντίληψη της ζωής στη χώρα τους. Και όλα αυτά με έναν αλλόκοτο, μίνιμαλ ρομαντισμό που αναβλύζει ακόμη και στα non-fiction κείμενά του και τα καθιστά περίπου ποπ, ακόμη και μεταφρασμένα σε 43 γλώσσες. Μια πιο συμβατική παρουσίαση του σπουδαίου συγγραφέα θα περιελάμβανε σίγουρα το ότι έχει τιμηθεί με πληθώρα λογοτεχνικών βραβείων, το Franz Kafka και το Jerusalem ανάμεσά τους, ότι γεννήθηκε στο Κιότο στο πλαίσιο του ιαπωνικού baby boom μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και ότι το «Κυνήγι του αγριοπρόβατου», το «Σκληρή χώρα των θαυμάτων και το τέλος του κόσμου», το «Νορβηγικό δάσος», το «Κουρδιστό πουλί» και το «Σπούτνικ αγαπημένη» κυκλοφορούν στα ελληνικά. Το τελευταίο πόνημά του, το «τούβλο» «IQ84», κυκλοφόρησε πέρυσι και τον επανέφερε στο προσκήνιο της παγκόσμιας σκέψης. – Η.Ν.

20. Ταρίκ Ραμαντάν, Ισλαμολόγος

«Οπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά, λέει το γνωμικό, αλλά πρέπει να βρίσκουμε τι φωτιά είναι αυτή και ποιος την άναψε».

Μετά τον Σεπτέμβριο του 2001 και μέχρι την «Αραβική Ανοιξη», το Ισλάμ ήταν ένα θέμα που δεν μας απασχολούσε ιδιαίτερα. Η εικόνα του δυτικού πολίτη για τους Αραβες διαμορφώθηκε από τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας του Μπους και τον εξτρεμισμό των φονταμενταλιστών. Οι εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες ως πολιτικές συλλογικές πράξεις χωρίς κυρίαρχα θρησκευτικά μηνύματα τους έβγαλαν από το στερεότυπο του μη Δυτικού. Ο Ραμαντάν, που είναι ο πλέον γνωστός ισλαμολόγος, υποστηρίζει ακριβώς αυτή τη σύγκλιση. Κριτικάρει την αντίληψη της Δύσης για το Ισλάμ και ταυτόχρονα πιέζει για την προσέγγιση των Αράβων στον δυτικό πολιτισμό. Οι τρόποι του δεν είναι αυτοί που θα ήθελε ένας Ρεπουμπλικανός ή ο Σαρκοζί με τον οποίο είχε συγκρουστεί δημόσια. Στην ανάλυσή του είναι προσεκτικός στο να διακρίνει τις διαφοροποιήσεις στο Ισλάμ βάσει ιστορικής πολιτισμικής αλληλεπίδρασης και γεωγραφικής θέσης. Η Δύση τον αντιλαμβάνεται κάπως ως Μάρτιν Λούθερ Κινγκ των Αράβων, επειδή είναι φιλελεύθερος και μετριοπαθής. Ερμηνεύοντας το Κοράνι προτείνει αναθεωρήσεις που θα πρέπει να βρει από μόνος του ο ισλαμικός κόσμος. Σε ό,τι αφορά τους Αραβες της Ευρώπης – ο ίδιος έχει γεννηθεί στην Ελβετία – υποστηρίζει την αποδοχή των κανόνων και των πολιτιστικών εθίμων της κοινωνίας για την εξάλειψη της ισλαμοφοβίας. – Β.Π.

21. Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, Φιλόσοφος

«Μπροστά στις επιθέσεις το εγώ μου παραμένει πυρίμαχο και αρραγές».

Υπήρξε ο κατεξοχήν φιλόσοφος της τηλεόρασης – υπό την έννοια ότι αν την άνοιγες σε κάποιο κανάλι θα εμφανιζόταν με μία από τις πολλές ιδιότητές του: του δημοσιογράφου, του συγγραφέα, της εν γένει διασημότητας με διαμέρισμα στη Rive Gauche και σύζυγο ηθοποιό. Από τη δεκαετία του ’80 ήδη, ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί συχνά λειτούργησε ως το δημοσιολογικό αντίστοιχο του Μπόνο των U2: εξέφραζε πολιτική άποψη για τα πάντα, ωστόσο όλοι υποπτεύονταν ότι το διανοητικό υπόβαθρό της ήταν μάλλον ελαφρότερο από όσο ο ίδιος πρόβαλλε. Η παραπάνω υπόθεση αποδείχθηκε το 2010, όταν στο τότε επαινεθέν βιβλίο του περί πολέμου στη φιλοσοφία αναφέρθηκε σε έναν ανύπαρκτο φιλόσοφο του 18ου αιώνα, τον οποίο είχε επινοήσει γάλλος δημοσιογράφος σατιρικού περιοδικού. Οι διασυνδέσεις του με τους βαρόνους της γαλλικής πολιτικής σκηνής του επέτρεψαν να αναμειχθεί στην κρίση της Λιβύης υπέρ των αντιφρονούντων προς τον Καντάφι, μεσολαβώντας ακόμη και στον Νικολά Σαρκοζί. Λόρενς της Αραβίας της ψηφιακής εποχής πλέον, ο «BHL» μπορεί να δηλώνει στο «New York Times Magazine» ότι νοσταλγεί την εποχή της γαλλικής αντίστασης και του ισπανικού εμφυλίου: στο κάτω κάτω, όπως γράφει ο συγγραφέας του άρθρου, «ίσως ο ηρωισμός προϋποθέτει τον εγωτισμό». Αν και όχι σε τέτοια δόση. – Μ.Κ.

22. Τζεφ Μπέζος, Επιχειρηματίας

«Αν δεν ευχαριστείς τους πελάτες σου, είναι πιθανό ο καθένας να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του σε έξι φίλους. Αν δυσαρεστείς τους διαδικτυακούς πελάτες σου, ο καθένας τους μπορεί να την εκφράσει σε 6.000 φίλους».

Ο Τζεφ Μπέζος μετακόμισε στο Σιάτλ το 1994 για να ιδρύσει το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο Amazon, όταν οι περισσότεροι εκείνη την εποχή δεν γνώριζαν την ύπαρξη του Internet. Σήμερα, το Amazon εμπορεύεται σχεδόν τα πάντα: μουσική, βίντεο, ηλεκτρονικές συσκευές, ακόμη και το δικό του gadget, το Kindle (συσκευή ανάγνωσης ηλεκτρονικών βιβλίων που εισήγαγε το 2007 αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αγοράζουμε και διαβάζουμε βιβλία και περιοδικά). Πρόσφατα ο Μπέζος λάνσαρε τη νέα έκδοση του Kindle, την ταμπλέτα Fire. Στην παρουσίασή της, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ανακοίνωσε το πιο ελκυστικό χαρακτηριστικό της ταμπλέτας, που ήταν η τιμή της, τα 199 δολάρια. Αποτέλεσε, δηλαδή, την πρώτη «λαϊκή» ταμπλέτα. Στην οθόνη των επτά ιντσών του Fire, ο χρήστης μπορεί να απολαύσει ποικίλες δυνατότητες: να στείλει e-mail, να σερφάρει στο Internet, να δει ταινίες, να παίξει Angry Birds, να διαβάσει βιβλία και περιοδικά – όλα στη μισή τιμή του iPad. Παραδόξως η τιμή του Fire συμπίπτει ακριβώς με το κόστος παραγωγής της. Και ποιο το κέρδος για τον Μπέζος; Το δημιούργημά του έχει άμεση πρόσβαση στη συλλογή των ψηφιακών αρχείων της Amazon, από όπου ο χρήστης ψωνίζει. Ο Μπέζος οραματίστηκε ένα gadget που ανήκει στην post-web εποχή, μια εφαρμογή του λεγόμενου «cloud computing», το οποίο αποτελεί απλώς το μέσο με το οποίο συνδεόμαστε απευθείας στα καλούδια του κέντρου δεδομένων κάποιας υπηρεσίας. Περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια Fire πωλήθηκαν τον περασμένο Δεκέμβριο. Αλλά για την ώρα δεν αποστέλλεται ούτε υποστηρίζεται στην Ελλάδα. – Θ.Σ.

23. Ρίκι Τζερβές, Ηθοποιός

«Κάποιοι θεατές μου είναι ανοιχτόμυαλοι. Δεν είναι μόνο ανοιχτά τα μυαλά τους, είναι κούφια».

Οταν η βρετανική τηλεοπτική σειρά «The Office» – και η αμερικανική μεταφορά της – έγινε παγκόσμια επιτυχία, έδωσε στον δημιουργό και πρωταγωνιστή της Ρίκι Τζερβές τη δυνατότητα να λέει οτιδήποτε ήθελε στην υπόλοιπη καριέρα του. Ακολούθησαν μια δεύτερη σειρά, το «Extras», ένα κωμικό podcast, πολλές ταινίες, περιοδείες stand up και προσφάτως η αιχμηρή κωμική σειρά «Life’s Too Short» στην οποία πρωταγωνιστούν ένας νάνος και διάφοροι σταρ του Χόλιγουντ. Αλλά το ευρύ κοινό τον αναγνωρίζει ως τον αθυρόστομο Βρετανό που παρουσιάζει τις Χρυσές Σφαίρες τα τελευταία τρία χρόνια. Οι Αμερικανοί τον λατρεύουν για την υπεροψία του και τον τρόπο με τον οποίο σατιρίζει τη βιομηχανία του θεάματος.

Δεν φοβάται να σοκάρει ούτε να γίνει προσβλητικός αν πρόκειται να υπηρετήσει το καυστικό χιούμορ. Για λογαριασμό του «Rolling Stone» φωτογραφήθηκε ως Χριστός με τη λέξη «άθεος» πάνω στο στήθος του. Ο ευφυής Τζερβές γνωρίζει ότι το Χόλιγουντ πιθανώς τον χρησιμοποιεί ως άλλοθι για την απομυθοποίηση του σταρ σύστεμ. Αλλά πίσω από την υπερβολή διακρίνονται υψηλών προδιαγραφών αιχμηρή σκέψη και φαρμακερή κριτική. – Θ.Σ.

24. Κεν Λόουτς, Σκηνοθέτης

«Μια ταινία δεν είναι ένα πολιτικό κίνημα, ένα μανιφέστο ή ένα άρθρο. Είναι απλώς μια ταινία. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να συνεισφέρει με τη φωνή της στον κοινωνικό αγώνα».

Ο Κεν Λόουτς δεν έχει «μαλακώσει» με το πέρασμα του χρόνου. Εδώ και 50 χρόνια σκηνοθετεί ταινίες για την πραγματικότητα και τα αδιέξοδα της εργατικής τάξης της Βρετανίας. Ελάχιστοι σκηνοθέτες διακρίνονται για ανάλογη συνέπεια και τόλμη. Το 1966, όταν μια ολόκληρη εποχή ήταν συνεπαρμένη με τα ξέφρενα «swinging sixties», ο 30χρονος Λόουτς γύρισε για το BBC την τηλεταινία «Cathy Come Home» όπου ανέδειξε το θέμα των αστέγων σε μέγιστο κοινωνικό πρόβλημα και αφύπνισε την κοινή συνείδηση. Εκτιμά τους σεναριογράφους και δεν ασπάζεται τη θεωρία του «auteur», του παντοδύναμου σκηνοθέτη. Υιοθετεί κινηματογραφικές τεχνικές (στοιχεία από το ντοκυμαντέρ, ερασιτέχνες ηθοποιούς, αποστασιοποιημένη κάμερα) που παραμένουν πιστές στη ζωή των χαρακτήρων του. Χωρίς ίχνος τυποποίησης, οι ταινίες του δεν πάσχουν ποτέ από διδακτισμό. Προτιμά να χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς, που τους εντοπίζει σε τοπικές παμπ ή στον δρόμο, για την αυθεντικότητα της ηλικίας, της τάξης ή της τοπικής προφοράς τους. – Θ.Σ.

25. Ετιέν Μπαλιμπάρ, Φιλόσοφος

«Πρέπει να αναδημιουργήσουμε την Ευρώπη ως ομοσπονδία αρχέτυπων και ποικιλόμορφων εθνών αφήνοντας κατά μέρος τον μύθο της εθνικής τους κυριαρχίας».

Κι όμως, η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989 οριακά μόνο επηρέασε τους μαρξιστές διανοουμένους. Θα μπορούσε να πει κανείς, βλέποντας το πανευρωπαϊκό buzz γύρω από τα ονόματα των Αλέν Μπαντιού, Τόνι Νέγκρι ή Σλάβοϊ Ζίζεκ, ότι βγήκαν από την πόρτα και μπήκαν από το παράθυρο. Οι παραπάνω αστέρες της ριζοσπαστικής Αριστεράς βέβαια εξακολουθούν να έχουν ζητήματα ευρωπαϊσμού και δημοκρατίας, κάτι που δεν συμβαίνει με τον Ετιέν Μπαλιμπάρ. Ο 72χρονος καθηγητής στη Ναντέρ και στο Πανεπιστήμιο του Ερβαϊν της Καλιφόρνια, επηρέασε και επηρεάζει την τελευταία εικοσαετία πολλούς από εκείνους που σκέφτονται μια διαφορετική Αριστερά από εκείνη του «όχι σε όλα», ιδιαίτερα στη Γαλλία. Η έμφαση του Μπαλιμπάρ στα ζητήματα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης πέρα από τις ανάγκες του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού υποδεικνύουν ότι ένας κριτικός μαρξιστής έχει σήμερα ουσιαστικά πράγματα να πει. – Μ.Κ.