Υπάρχουν τρεις τρόποι για να προσεγγίσουμε το κρασί: να το δοκιμάσουμε, να το κρίνουμε ή να το πιούμε με το φαγητό μας. Σας διαβεβαιώνω πως με διαφορετική μέθοδο προσέγγισης τα συμπεράσματά σας θα έχουν δραματική απόκλιση ακόμη και για το ίδιο κρασί. Δράττομαι της ευκαιρίας να αναφερθώ στο θέμα έχοντας δει το τελευταίο διάστημα δυο μαγειρικές τηλεοπτικές εκπομπές βασισμένες στην τυφλή γευστική δοκιμή-αξιολόγηση του φαγητού. Το πόσο διασκεδαστικό είναι να δοκιμάζεις στα τυφλά θα μας το δείξουν τα νούμερα τηλεθέασης της AGB. Ενδιαφέρον όμως έχει να δούμε πώς προσεγγίζουμε το κρασί και αν και σε ποιον βαθμό αξίζει να το αξιολογούμε.

Δύο σχολές

Στην πρώτη περίπτωση είμαστε στην ευχάριστη θέση να δοκιμάσουμε ένα κρασί. Οπως έλεγε και ο Αλέξις Λίτσιν (ρώσος κριτικός κρασιού και επιχειρηματίας, από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες στον χώρο του κρασιού) «δεν υπάρχει υποκατάστατο στο τράβηγμα του φελλού», που σημαίνει πως ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσεις ένα κρασί είναι να ανοίξεις το μπουκάλι και να το πιεις. Προσωπικά, θα πρότεινα να δοκιμάζουμε όσο περισσότερο μας επιτρέπεται διαφορετικά δείγματα. Είναι κάτι που μας βοηθάει να διευρύνουμε τη γνώση μας επί του αντικειμένου και στο τέλος τέλος δεν χάθηκε και ο κόσμος αν κάποιο βράδυ πιούμε και ένα κρασί που δεν πρόκειται να γίνει το αγαπημένο μας. Οι «σχολές» παραδοσιακά είναι δύο: οι λεγόμενοι και «ακαδημαϊκοί», που συνήθως το μελετούν πολύ προτού βάλουν τη μύτη τους στο ποτήρι, και οι πιο απενοχοποιημένοι πότες, που απλώς ακονίζουν τα τιρμπουσόν τους και διασκεδάζουν. Και οι δύο περιπτώσεις ενδέχεται τελικά να επιλέξουν και να αξιολογήσουν ένα κρασί πατώντας στο ακλόνητο «μου αρέσει – δεν μου αρέσει» στο οποίο ελάχιστα έχει να αντιτάξει κανείς.

Κριτές και επικριτές

Στη δεύτερη προσέγγιση τα πράγματα δυσκολεύουν και η αλήθεια είναι πως προσωπικά θα σας απέτρεπα από το σπορ της κριτικής, όσο και αν έχει γίνει μόδα στις ημέρες μας. Αρχικά πιστεύω πως η κριτική είναι δουλειά κάποιων συγκεκριμένων ανθρώπων που έχουν το ρεζερβουάρ γνώσης και αντίληψης να το κάνουν και εν τέλει έχουν επιλέξει να αναλώνονται μυρίζοντας, πίνοντας, φτύνοντας και αξιολογώντας κρασιά. Μέρος της δουλειάς των οινοκριτικών είναι να δοκιμάζουν και να αξιολογούν κρασιά, τις περισσότερες φορές με την τυφλή μέθοδο κατά την οποία δεν γνωρίζουν την ταυτότητα του κρασιού που δοκιμάζουν. Η συγκεκριμένη μέθοδος επιτρέπει, εξαναγκάζει κατά κάποιον τρόπο τον δοκιμαστή να επικεντρωθεί στο ίδιο το κρασί που έχει στο ποτήρι του και όχι στην καλή ή κακή φήμη του οινοποιείου. Αν ήξερα ότι πίνω Mouton Rothschild π.χ., θα μου ήταν δύσκολο να μην το αντιμετωπίσω ως τέλειο και αντίστοιχα θα μπορούσα πολύ εύκολα να πέσω στην παγίδα επηρεασμένος από το ειδικό βάρος του οίκου να το εκθειάσω. Συνήθως στις τυφλές γευστικές δοκιμές νικητές αναδεικνύονται τα κρασιά που προσφέρουν άμεση ικανοποίηση, σε αντίθεση με όσα προσφέρουν υποσχέσεις παλαίωσης και μοιραία κατατροπώνονται. Να θυμίσω πως η τυφλή δοκιμή είναι τόσο αμείλικτη που έχει ταπεινώσει τους πιο ξιπασμένους label drinkers, όπως επίσης και τους πιο βαρυσήμαντους πύργους του Μπορντό. Παρ’ όλα αυτά, επιμένω πως όσο γνώστες και έμπειροι δοκιμαστές και να αυτοπροσδιοριζόμαστε, καλό είναι η διάθεση αξιολόγησης-κριτικής να μείνει μακριά από τον τρόπο με τον οποίο διασκεδάζουμε.

Ο ευχάριστος τρόπος

Το τραπέζι του φαγητού αποτελεί την πιο εύκολη προσέγγιση του κρασιού. Βλέπουμε αγαπημένα πρόσωπα με τα οποία διασκεδάζουμε γύρω από ένα τραπέζι τρώγοντας και πίνοντας. Ασφαλώς και μπορούμε να είμαστε επιλεκτικοί στο φαγητό και το κρασί, όμως τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον έχει η συνεύρεση της παρέας μας και όχι το πόσο καλή ήταν η χρονιά του 2005 στη Βουργουνδία ή πόσο καλά είναι τα κρασιά της Νεμέας. Αν αποφύγουμε ριψοκίνδυνες επιλογές, όπως ένα λευκό κρασί με έντονη οξύτητα δίπλα σε κόκκινα κρέατα ή θαλασσινά με κόκκινα ταννικά κρασιά, είμαι σίγουρος πως όλα θα κυλήσουν όμορφα.