Οι διεθνείς ποικιλίες, όπως συνηθίζουμε να τις αποκαλούμε, πρωτοεμφανίστηκαν στην οινική μας καθημερινότητα κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Πρόκειται για ποικιλίες γαλλικής ως επί το πλείστον προέλευσης που φυτέψαμε μαζικά σε μια προσπάθεια αναγέννησης και ανασυγκρότησης του ελληνικού αμπελώνα. Απολύτως δικαιολογημένη κίνηση εκ μέρους των παραγωγών, αφού ο στόχος τους ήταν εκτός των άλλων και οι εξαγωγές. Ο ξένος καταναλωτής δεν ήταν εξοικειωμένος ούτε με την προφορά ούτε με τη γεύση των ελληνικών σταφυλιών οπότε ένα ελληνικό Cabernet Sauvignon θα ήταν σαφέστατα μια πιο αποδεκτή πρόταση σε σχέση με άλλες που θα είχαν ως βάση γηγενείς ποικιλίες.

Οι διάσημες της υφηλίου

Cabernet Sauvignon, Merlot, Syrah, Chardonnay, Sauvignon Blanc μονοπωλούσαν τις ετικέτες των εγχώριων κρασιών και, για να είμαστε δίκαιοι, ποιοτικά ήταν πολύ καλύτερα κρασιά από ό,τι ανταγωνιστικό υπήρχε εκείνα τα χρόνια. Την ίδια χρονική περίοδο οι ανταγωνιστικές χώρες του λεγόμενου Νέου Κόσμου (μη έχοντας βέβαια τον δικό μας γηγενή πλούτο) είχαν τον ίδιο προσανατολισμό σε μικρότερη και πιο στοχευμένη κλίμακα. Στη δική τους περίπτωση το ζητούμενο ήταν να εγκαθιδρυθούν στις συνειδήσεις των καταναλωτών με ένα κυρίαρχο-αντιπροσωπευτικό σταφύλι. Η Νέα Ζηλανδία εμφανίστηκε με το Sauvignon Blanc, η Χιλή με το Carmenere και το Merlot, η Αργεντινή με το Malbec, η Καλιφόρνια με το Zinfandel και η Αυστραλία με το Syrah μετονομαζόμενο σε Shiraz. Η αλήθεια είναι ότι στον παγκόσμιο χάρτη δεν καταφέραμε και σπουδαία πράγματα για τον απλούστατο λόγο πως ήμασταν εκτός συναγωνισμού λόγω τιμής. Χώρες όπως η Χιλή και η Αργεντινή είχαν απέραντους κλήρους και με την απαραίτητη οικονομία κλίμακας κατάφερναν πάντα πολύ χαμηλότερες τιμές από τις δικές μας.

Αλλάζουν οι καιροί

Ωστόσο, παρά τις αντιξοότητες, οι ξενικές ποικιλίες τα είχαν πάει μια χαρά στην πρώτη γνωριμία των αλλοδαπών καταναλωτών με τον ελληνικό αμπελώνα. Ηρθε όμως την τελευταία δεκαετία η παγκόσμια λατρεία για τα γηγενή σταφύλια, το terroir και τα συναφή που κατά κάποιον τρόπο εκτόπισε τα κρασιά διεθνών ποικιλιών από τις επιλογές ειδικά στον τομέα των εξαγώγιμων προϊόντων. Η φρενίτιδα που επικρατεί στο εξωτερικό για ελληνικές ποικιλίες έχει ως συνέπεια να συμπαρασύρει τα οινοποιεία προς ένα διαφορετικό σκεπτικό. Νομίζω όμως πως θα ήταν άδικο εκ μέρους μας να περιφρονήσουμε τα τόσο πετυχημένα κρασιά που πίναμε τα τελευταία 20 χρόνια.

Πορφυρά και αγαπημένα

Το πρώτο που θυμάμαι να εμφανίζεται στη χώρα μας είναι το Cabernet Sauvignon στις περιοχές της Αταλάντης και του Μετσόβου πιο συγκεκριμένα. Σιγά σιγά εμφανίστηκαν εμφιαλώσεις στη Δράμα, στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και ουσιαστικά οι φυτεύσεις εξαπλώθηκαν σε κάθε αμπελουργική περιοχή της πατρίδας μας. Το βασικό του πλεονέκτημα είναι η ανθεκτικότητα του φυτού και η γευστική αναγνωρισιμότητα.

Το Merlot δεν θα μπορούσε να μη μας τιμήσει με την παρουσία του και είχε μάλιστα μεγάλη απήχηση. Θυμάμαι κάποια περίοδο που οι πελάτες στα εστιατόρια δεν άνοιγαν καν τον κατάλογο. «Τι έχετε σε Merlot;» ρωτούσαν. Η εξήγηση έχει να κάνει με τις μαλακές τανίνες, τον πλούσιο γευστικό του χαρακτήρα και με το γεγονός πως εμφιαλώθηκαν σπουδαία κρασιά όπως το δημοφιλέστατο Chateau Julia Merlot.

Αλλο σταφύλι που δείχνει να αφομοιώνεται στο μικροκλίμα μας είναι το Syrah με εξίσου καλές επιδόσεις. Η αλήθεια είναι πως οι κλιματικές συνθήκες της Ελλάδας είναι όμοιες με τις αντίστοιχες του Ροδανού που είναι η γενέτειρα περιοχή του εν λόγω σταφυλιού. Αν και το βρίσκουμε σε κάθε σημείο του χάρτη της πατρίδας μας, προσωπικά περιμένω σπουδαία κρασιά από την Κρήτη λόγω της απόλυτης ομοιότητας με τον αμπελώνα της Νότιας Γαλλίας όπου το Syrah έχει δώσει ήδη σπουδαία δείγματα γραφής.

Λευκή δύναμη

Στα λευκά το τοπίο είναι διχασμένο. Από τη μία το καθολικής αποδοχής Sauvignon Blanc με το φρουτώδες στυλ και την υψηλή οξύτητα και από την άλλη το λιπαρό και συνήθως βαρελάτο Chardonnay. Τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, αποτελούν και τα δύο αγαπημένες και σταθερές επιλογές των καταναλωτών.

Αν και από την υπογραφή μου είναι ξεκάθαρο ποιος θα ήταν ο προσωπικός μου οινικός προσανατολισμός, παραδέχομαι πως τα κρασιά στα οποία αναφέρομαι έχουν προσφέρει πάρα πολλά στην ελληνική εκπροσώπηση εντός και εκτός συνόρων.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 5 Απριλίου 2015.