Αν υποθετικά μπαίναμε στη διαδικασία ανίχνευσης του πιο δημοφιλούς, του πιο αγαπημένου ελληνικού κρασιού (ως τοπωνύμιο και όχι ως brand name), αναμφισβήτητα θα κέρδιζαν η περιοχή της Νεμέας και το Αγιωργίτικο. Τολμώ μάλιστα να προβλέψω πως η διαφορά από το δεύτερο θα ήταν μεγάλη. Το πιο σημαντικό είναι πως η δημοτικότητα της Νεμέας δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα θυμούνται και τις ταμπέλες στα οινοπωλεία παλαιότερων δεκαετιών που πρόβαλλαν τη φήμη της περιοχής: Εκλεκτά Κρασιά Νεμέας. Χαίρομαι διπλά, διότι ενώ ο αμπελώνας συνυπάρχει (χρονικά και τοπικά) με τον αρχαιολογικό χώρο, τα κρασιά έγιναν γνωστά αποκλειστικά και μόνο χάρη στα γευστικά τους χαρακτηριστικά και δεν χρειάστηκε να ανέβουν στο άρμα της αρχαιολαγνείας.

Η άνθηση των οινοποιείων

Η αμπελουργική ζώνη ανακηρύχθηκε ΟΠΑΠ (σημερινό ΠΟΠ) το 1971 και συμπεριλαμβάνει την πόλη της Νεμέας και 16 χωριά του Νομού Κορινθίας κατά κύριο λόγο και του Νομού Αργολίδας σε πολύ μικρότερο ποσοστό. Τη δεκαετία του ‘70 η καλλιέργεια του αμπελιού είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του τόπου, ενώ το εμφιαλωτικό και εμπορικό σκέλος ανήκε στους μεγαλεμπόρους-μεγαλοπαραγωγούς της εποχής που αγόραζαν την πρώτη ύλη από οικογένειες της περιοχής και την εμπορεύονταν με ή χωρίς τοπική ένδειξη. Αργότερα και με την αναδιοργάνωση του ελληνικού αμπελώνα άλλαξε και η δομή της Νεμέας: μικρά οικογενειακά οινοποιεία άρχισαν να ξεπροβάλλουν σε συνδυασμό με ντόπιους αμπελουργούς που μπήκαν στη διαδικασία να εμφιαλώσουν το δικό τους κρασί σε μικρά ή μεγάλα μεγέθη. Στις μέρες μας δραστηριοποιούνται 30 οινοποιεία σε μια έκταση 26.000 στρεμμάτων και τονίζουν καθημερινά την εντοπιότητα της παραγωγής τους.

Διαφορετικές προσεγγίσεις

Ολοι μας ενδεχομένως συμφωνούμε ότι πρόκειται για το πιο γοητευτικό στυλ κρασιού που υπάρχει στην Ελλάδα. Πλούσιο, γεμάτο, βαθύχρωμο κόκκινο κρασί με οικεία χαρακτηριστικά προς τις γευστικές προτιμήσεις των καταναλωτών. Με μια πιο ειδική ματιά βέβαια, συνειδητοποιούμε πως μια σύγχρονη Νεμέα μόνο αναγνωρίσιμη δεν είναι. Στα όρια της ζώνης υπάρχουν παραδοσιακοί αλλά και μοντέρνοι – νεοκοσμίτες, όπως αποκαλούνται – οινοποιοί. Ταυτόχρονα αρκετοί παραγωγοί παλαιώνουν εμφατικά το κρασί τους σε βαρέλι, σε αντίθεση με άλλους που προτιμούν τη φρέσκια φρουτώδη έκφραση του σταφυλιού.

Πεδιάδα και βουνό

Στο κέντρο όλων όσων περιγράφονται εδώ βρίσκεται βέβαια το Αγιωργίτικο ή μαύρο Νεμέας, η κυρίαρχη ερυθρή ποικιλία της περιοχής και μία εκ των δύο πιο σημαντικών γηγενών ποικιλιών της Ελλάδας. Η αλήθεια είναι ότι το Αγιωργίτικο είχε στη διάθεσή του πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα σύζευξης με το μικροκλίμα της ζώνης, κάτι που φαίνεται σε κάθε γουλιά, σε κάθε ποτήρι. Ανεπίσημα εντός των ορίων της περιοχής υπάρχουν τρεις «υποπεριοχές», με διαφορετικό υψόμετρο και, μοιραία, άλλη επίδραση στο τελικό προϊόν. Η πεδινή, η οποία είναι και η πιο παραγωγική περιοχή, βρίσκεται στον κάμπο της Νεμέας και φθάνει σε μέγιστο υψόμετρο τα 350 μ. Θεωρητικά πιο προικισμένη είναι η ημιορεινή ζώνη, η οποία βρίσκεται περιμετρικά του κάμπου και προσφέρει καλύτερη στράγγιση του αμπελιού και έκθεση στον ήλιο, χάρη στην κλίση των λόφων. Τέλος, η ορεινή περιοχή, με υψόμετρο πάνω από 600 μ., προσφέρεται για εξαιρετικά φρέσκα, ντελικάτα κόκκινα κρασιά αλλά και ροζέ. Αν συνυπολογίσουμε ότι η εδαφολογική σύσταση του αμπελώνα ποικίλλει, θα συμφωνήσουμε πως το κρασί που θα καταλήξει στο τραπέζι μας σηκώνει πολλή κουβέντα.

Πολύπλευρη γοητεία

Η κατάσταση που επικρατεί πίσω από τις πόρτες των οινοποιείων είναι ξεκάθαρη και μόνο θετικά μπορώ να εκφραστώ γι’ αυτήν. Οι Νεμεάτες έχουν ανέβει στο βαγόνι του πειραματισμού, κάτι που ως καταναλωτές μόνο καλό θα μας κάνει. Οι τάσεις που κυοφορούνται είναι το χαρμάνι με το κοσμοπολίτικο Syrah, το οποίο δίνει πολύ ενδιαφέροντα κρασιά, οι επιδόρπιοι οίνοι που δειλά δειλά ξεπροβάλλουν, τα ροζέ που κερδίζουν την εμπορική αναγνωρισιμότητα, και τα αφρώδη που είναι κατά τη γνώμη μου το μελλοντικό καλοκαιρινό μας κρασί. Προσθέτοντας τις ήδη πολλές μονοποικιλιακές εκφράσεις του Αγιωργίτικου, από καθημερινό φρέσκο έως κρασί βαθιάς παλαίωσης, θα δικαιολογήσουμε τον χαρακτηρισμό της πολυδύναμης ποικιλίας.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014.