Δύο περιοχές της Γαλλίας, παραθαλάσσιες αμφότερες, μοιράζονται το όνομα «κρασί της άμμου» ή «κρασί των άμμων». Το όνομα Vin de(s) sable(s) στην ετικέτα, προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ), δηλώνει τον τρόπο ή, για την ακρίβεια, τον τόπο στον οποίο γίνεται η καλλιέργεια του σταφυλιού. Οσο δε περίεργο και αν ακούγεται, η άμμος του Ατλαντικού αλλά και αυτή της Μεσογείου μπορούν να αποτελέσουν φιλόξενο τόπο για αμπελώνες και να παράγουν εκλεκτά ομώνυμα κρασιά.

Θησαυρός στα ψαροχώρια

Η οινική ιστορία του Καπ Μπρετόν στον Ατλαντικό Ωκεανό ξεκινάει από τον Μεσαίωνα, τότε που ήταν φημισμένος τόπος και κατοικία ψαράδων. Η ανάγκη των ντόπιων να προστατεύσουν τις παράγκες, τα υπάρχοντα και τις καλλιέργειές τους από την καταστροφική επέλαση της άμμου, η οποία ανάλογα με τον καιρό μπορούσε να γίνει ολέθρια, τους οδήγησε σε μια ευφυή σκέψη: να προσπαθήσουν να δαμάσουν τους αμμόλοφους φυτεύοντάς τους με αμπέλια. Τα φυτά με τον κορμό και τις ρίζες τους κατάφεραν να «ακινητοποιήσουν» τους λόφους, ενώ τα ρείκια και οι ακανθώδεις θάμνοι λειτουργούσαν σαν αμυντικό τείχος, προστατευτικό των αμπελιών από τις αμμοθύελλες. Ετσι, τα 45 χιλιόμετρα της ακτογραμμής από το Καπ Μπρετόν ως και το Μεσάνζ, που έπρεπε να «τιθασευτούν» και να συγκρατηθούν, άρχισαν να καλλιεργούνται από τους κατοίκους με μια μέθοδο φερμένη στην περιοχή από μοναχούς. Το παραγόμενο, κάτω από αντίξοες συνθήκες, κρασί έκανε διάσημη την περιοχή για πολλά χρόνια, αφού καταναλωνόταν τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό. Από εκεί και έπειτα και ως και τον 19ο αιώνα οι αμμόλοφοι του Βισκαϊκού Κόλπου ήταν γεμάτοι αμπελώνες. Στη συνέχεια, και για έναν ολόκληρο αιώνα, εξαιτίας διαφόρων ασθενειών (ωίδιο, περονόσπορος κ.ά.) που κατέστρεφαν τα φυτά, η παραγωγή του κρασιού στην άμμο μειώθηκε και τελικά σταμάτησε.

Παλιά ναι, ξεχασμένα όχι

Σήμερα η παράδοση αναβιώνει, με σεβασμό στο περιβάλλον και στις ιδιάζουσες συνθήκες. Χαμηλή φύτευση, μικρές στρεμματικές αποδόσεις και χειρωνακτικές εργασίες σε ένα οικοσύστημα εύθραυστο, όπου κατά τη διάρκεια του χειμώνα το αμμουδερό έδαφος καλλιεργείται με βίκο ή άλλα αγρωστώδη φυτά, ώστε να παραμένει καλυμμένο. Τα «κρασιά της άμμου», ερυθρά, ροζέ αλλά και λευκά, που παράγονται, από Cabernet, Tannat, Chenin και Crouchen, επιβραβεύουν τον οινοποιό και επιβεβαιώνουν πως είναι το αποτέλεσμα του αγώνα των γενεών που, εμπειρικά και μόνο, κατάφεραν να σμίξουν την αμπελοκαλλιέργεια με αυτόν τον αφιλόξενο τόπο, δημιουργώντας μέσα από δύσκολες ισορροπίες κάτι εξαιρετικά σπάνιο.

Αλλη άμμος, άλλο κρασί

Διασχίζοντας τη μεσοχώρα, στα όρια των Πυρηναίων, λίγο πιο ανατολικά από το Μονπελιέ, στον δρόμο για την Καμάργκ, οι αμμώδεις ακτές του Λανγκεντόκ – Ρουσιγιόν και της Προβηγκίας, τις οποίες βρέχει ο κόλπος του Λέοντος, άγριος και φουρτουνιασμένος σαν λιοντάρι, είναι πλέον διάσημες για την καλλιέργεια αμπελιών και την παραγωγή κρασιών, της άμμου επίσης, με μια άλλη όμως ιστορία, σίγουρα διαφορετική, σίγουρα μοναδική.
Το έδαφος είναι άμμος στηριγμένη σε μάργες – ιζηματογενή πετρώματα από ασβεστόλιθο και άργιλο, τις πρώην βάσεις της παραλίας – και τα αμπέλια καλλιεργούνται στους αμμόλοφους.
Αν και η αμπελοκαλλιέργεια υπάρχει εδώ και έξι αιώνες (με διατάγματα και αποφάσεις του βασιλιά Καρόλου Στ’ ρυθμίζεται η πώληση κρασιών της άμμου), η εμφάνιση της φυλλοξήρας στην πόλη Eγκ-Μορτ στη Νότια Γαλλία, στα τέλη του 19ου αιώνα, την τόνωσε ακόμη περισσότερο με έναν περίεργο τρόπο.

Ουδέν κακόν

Από τις ελάχιστες εξαιρέσεις που γλίτωσαν και διατήρησαν την αυτόχθονα καλλιέργειά τους, τα φτωχά αμμουδερά εδάφη στην περιοχή Καμάργκ αποδείχθηκαν τα πλέον αφιλόξενα για το ενοχλητικό έντομο που κατάφερε να αφανίσει σχεδόν ολοκληρωτικά τον γηγενή ευρωπαϊκό αμπελώνα.
Τα πυριτικά πετρώματα, όπως η άμμος, ο ψαμμίτης ή ο πυριτόλιθος, δίνουν ελαφρότητα και φινέτσα στα κρασιά, ευνοώντας τις πρώιμες ποικιλίες μέσα από μια καλλιέργεια απολύτως φυσική, αφού τον χειμώνα ανάμεσα στις σειρές των αμπελιών καλλιεργούνται δημητριακά για τη σταθεροποίηση του εδάφους και βόσκουν πρόβατα για τη γονιμοποίησή του με φυσικό τρόπο.

Οργανοληπτικά χαρακτηριστικά



Γκρι κρασί της άμμου από την περιοχή της Καμάργκ.

Στη συντριπτική τους πλειονότητα το χρώμα των μεσογειακών κρασιών της άμμου είναι ροζέ ή γκρι, κάποια είναι λευκά, ενώ ακόμη λιγότερα είναι ερυθρά. Από τις ποικιλίες της περιοχής, που συμμετέχουν όλες (Cabernet s., Merlot, Syrah, Grenache, Petit verdot, Carignan, Cinsault, Chardonnay, Sauvignon, Muscat κ.ά.), ξεχωρίζει το κατ’ εξοχήν λευκό αμπέλι της άμμου, Chenin. Τα κόκκινα χαρακτηρίζονται από λεπτές τανίνες και φίνο αρωματικό προφίλ, τα γκρι ή τα ροζέ – σε απαλό σομόν – είναι κομψά και «αραχνοΰφαντα» στο στόμα, όπως και τα γύρω τοπία του Καμάργκ, ενώ τα λευκά αποτελούν έκφραση της ποικιλίας από την οποία προέρχονται, με το terroir να κάνει εμφανή την παρουσία του.