Είχα να επισκεφθώ το Αυθαίρετο περίπου 20 χρόνια. Εποχή που στο κεφάλι μου, εκτός από λίγο μυαλό, υπήρχαν – όπως μαρτυρά και η φωτογραφία του διπλώματος οδήγησης που είχε εκδοθεί τότε – και άφθονα μαλλιά.

Υπήρξε για χρόνια στέκι φίλων με τους οποίους έχω χαθεί, αλλά και το μέρος όπου εγώ, ο πιο φανατικός λάτρης της πορτοκαλάδας χωρίς ανθρακικό, δοκίμασα για πρώτη φορά κρασί το οποίο ύστερα από πέντε χρόνια έμελλε να κάνω επάγγελμα!

Ετσι, δεν κρύβω ότι ξεκίνησα από την άλλη άκρη της Αθήνας νιώθοντας ένα σφίξιμο, όχι μόνο από τη συγκίνηση, αλλά και από τον φόβο ότι με την αισθητική και τις παραστάσεις που έχω σήμερα για το φαγητό, το Αυθαίρετο θα αποτελέσει αντικείμενο γαστρονομικής κατεδάφισης!
Θυμόμουν ακόμη τον μπερδεμένο δρόμο που οδηγεί πίσω από το Κτήμα Συγγρού, αλλά και την ταμπέλα που επισημαίνει ότι για λόγους κοινής ησυχίας το μαγαζί κλείνει στις 12 τα μεσάνυχτα. Αναγνώρισα ακόμη και τις φυσιογνωμίες των υπευθύνων (ακόμη με μαλλιά!), ενώ το μόνο που έχει αλλάξει – όπως σε κάθε αυθαίρετο που σέβεται τον εαυτό του – είναι κάποιες μικρές «επεκτάσεις» που δημιούργησαν έναν μικρό χειμωνιάτικο χώρο και μια δεύτερη αυλίτσα που προσφέρει υπέροχη δροσιά ακόμη και σε συνθήκες καύσωνα.

Η εποχή της κρέμας γάλακτος και των λιωμένων τυριών έχει περάσει ανεπιστρεπτί, γεγονός που δεν μου επέτρεψε να γευτώ αγαπημένα πιάτα του παρελθόντος. Ούτε όμως και το signature dish, τα δυσεύρετα αμελέτητα, τα οποία δυστυχώς είχαν τελειώσει την προηγουμένη. Παρ’ όλα αυτά, όμως, απόλαυσα ένα πλήθος άλλων εξαιρετικών πιάτων με βάση το κρέας. Οι γαρδούμπες, οι σεφταλιές και τα κεφτεδάκια μπορεί να μην ακούγονται ιδανικές επιλογές για μια βραδιά καύσωνα, ήταν όμως αέρινα, ζουμερά και καθόλου επιβαρυντικά για το στομάχι. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ολόφρεσκη και δροσερότατη ομώνυμη σαλάτα και τα σωστά βρασμένα χόρτα φρόντισαν για την «απολίπανση», ενώ τα χορτοπιτάκια με το πεντανόστιμο χονδρό φύλλο πρόσθεσαν πόντους γευστικής ποικιλίας.

Βέβαια, δεν ήταν όλα τα πιάτα το ίδιο εντυπωσιακά, αφού, για παράδειγμα, οι τρυφερές αρνίσιες γλώσσες ασφυκτιούσαν κάτω από τόνους σάλτσας μουστάρδας, ενώ τα ντολμαδάκια γιαλαντζί ήταν επίπεδα και στεγνά παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλε το ξινό γιαούρτι το οποίο τα συνόδευε.

Ομως τα παραπάνω δεν είναι ικανά να αλλάξουν τη γενική εντύπωση που εξακολουθεί και σήμερα να είναι εξίσου θετική με αυτήν του μακρινού παρελθόντος. Το ίδιο βέβαια και οι τιμές, αφού τα 15 ευρώ επιτρέπουν τόσο στον γευσιγνωστικά ανήσυχο όσο και στον πιο mainstream – «κοτοπουλάκι στη σχάρα» – επισκέπτη να σκάσει, τρώγοντας μάλιστα καλής ποιότητας κρέας. Αλλά και να γίνει – θέλει δεν θέλει – μέλος μιας μεγάλης παρέας, πράγμα για το οποίο φροντίζουν οι αστείρευτες δόσεις χιούμορ και η «ντοπαρισμένη» ζωντάνια του ολιγομελούς, αλλά άκρως αποτελεσματικού σέρβις.

Ισως κάποιος θεωρήσει ότι το Αυθαίρετο – όντας ένας σημαντικός τόπος για το επαγγελματικό μου κισμέτ – με ξανακέρδισε σε συναισθηματικό επίπεδο, όμως τα κατάφερε εξίσου καλά και σε αυστηρά γευσιγνωστικό.

Μάλιστα, στη μινιμαλιστική, αλλά απόλυτα ουσιαστική εστιατορική ιεραρχία μου – που περιλαμβάνει τις κατηγορίες «δεν θα πήγαινα ακόμη και αν ήταν δίπλα στο σπίτι μου», «θα πήγαινα αν έμενα κάπου κοντά» και «θα πήγαινα ακόμη και αν έμενα στην άλλη άκρη της πόλης» – έθεσε αυτόν στα κάτω όρια της 3ης. Και μου απέδειξε ότι τίποτα τελικά δεν έχει αλλάξει από την εποχή που είχα μαλλιά. Τίποτα, παρά μόνο το γεγονός ότι πλέον χρειάζομαι πολύ λιγότερο σαμπουάν!

Το Αυθαίρετο: Πευκών 10, Μαρούσι, τηλ. 210 8029 309

Πολλές μπουκιές, λίγα λόγια…

Ακόμη και ο πλέον ορκισμένος κομμουνιστής θα ήθελε να νιώσει για λίγο τσάρος. Ιδιαίτερα, μάλιστα, αν θα μπορούσε να το καταφέρει με ελάχιστα χρήματα.
Τον περσινό χειμώνα η Πρεμιέρα μού είχε αποδείξει ότι αυτό είναι εφικτό, αφού σε τιμές φθηνής ταβέρνας το συμπαθέστατο ρωσικό της Καλλιθέας διέθετε μια λουξ χειμωνιάτικη σάλα, ευγενέστατο σέρβις και εξαιρετική ροή στα πιάτα. Ολα τα παραπάνω συνεχίζουν να ισχύουν με απόλυτη συνέπεια και φέτος, μόνο που αυτή τη φορά τα απόλαυσα στην εξίσου άνετη και «χλιδάτη» εσωτερική αυλή.

Εξίσου αξιοθαύμαστη όμως είναι και η πεντανόστιμη κουζίνα, που παρ’ όλη την τεράστια γκάμα της διαθέτει ελάχιστα αδύναμα πιάτα. Με αιχμή του δόρατος τα αιθέρια ζυμαρικά μαντί, πελμένι και βερένικι, αλλά και τις πολύχρωμες σούπες, τα χοιρινά ή αρνίσια σουβλάκια (ζητήστε τα λίγο ψημένα) και τα πολλά ιδιαίτερα ορεκτικά, το ανάλαφρο φαγητό της Πρεμιέρας βάζει το κερασάκι στην τούρτα της πλέον προσιτής γαστρονομικής πολυτέλειας της χώρας!

Πρεμιέρα: Δοϊράνης 29, Καλλιθέα, τηλ. 217 7169 500