Θα το πω το κρίμα μου: τη Μανάμα δεν τη γνώριζα. Εμαθα πως είναι πρωτεύουσα του Μπαχρέιν όταν, οργανώνοντας ένα ταξίδι στον Περσικό Κόλπο, διαπίστωσα πως μπορούσα να φτάσω ως εκεί (από το Ντουμπάι) με ελάχιστη επιβάρυνση στο εισιτήριο. Επειδή η λέξη Μανάμα μού έκανε κατιτί το εξωτικό, αποφάσισα να της χαρίσω τέσσερις μέρες. Οταν λίγο πρoτού αναχωρήσω άρχισα να αναζητώ πληροφορίες και διαπιστώνοντας πόσο τσιγκούνηδες είναι μαζί της οι τουριστικοί οδηγοί (ένα κάστρο, ένα μουσείο, δύο-τρία malls και αυτό ήταν), κατάλαβα πως έπρεπε να ψάξω μόνος για να ανακαλύψω τα μυστικά της.

Ηταν πιο δύσκολο από ό,τι περίμενα: απλωμένη εκεί που η έρημος συναντά τη θάλασσα, η Μανάμα είναι όχι μόνο εκτεταμένη (μια σειρά από φυσικά ή τεχνητά νησιά που ενώνονται με μεγάλες γέφυρες) αλλά και φτιαγμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της αποκλειστικά για αυτοκίνητα. Ελάχιστα τα πεζοδρόμια (που συχνά διακόπτονται και δεν σε βγάζουν πουθενά), ανύπαρκτη η σήμανση για τους πεζούς. Πιστεύοντας πως δεν καταλαβαίνεις ένα μέρος αν δεν το περπατήσεις, έκλεισα τα αφτιά μου στα επίμονα «χωρίς ταξί δεν μπορείτε να πάτε πουθενά» της ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου και βγήκα στον δρόμο. Σύμμαχός μου, ευτυχώς, ο καιρός: συννεφιά και 20°C. Τα υπόλοιπα εναντίον μου: Τεράστιες αποστάσεις, καμία πρόβλεψη για τον πεζό. Επίμονος ων, κατάφερα με τα πολλά να προσεγγίσω το μοναδικό (απ’ ό,τι κατάλαβα) μέρος της πόλης που περπατιέται, την περιοχή γύρω από το ιστορικό παζάρι. Είχα κάνει περισσότερα από 20 χιλιόμετρα και ήμουν ήδη κουρασμένος όταν έφτασα στην αναπαλαιωμένη είσοδό του, ξαφνικά όμως, έπειτα από τον ποδαρόδρομο μέσα σε μια έρημο που τώρα διαμορφώνεται σε πόλη, αυτό που είδαν τα μάτια μου είχε για πρώτη φορά πραγματικό ενδιαφέρον. Μπήκα στα δαιδαλώδη στενά (όσοι επισκέφθηκαν παζάρια σε Αίγυπτο, Τουρκία ή Ισραήλ έχουν πάνω-κάτω έτοιμες τις εικόνες), φωτογράφισα τα μαγαζιά με τα χρυσαφικά, με τα μπαχαρικά, με τα ρούχα – μαύρα «ράσα» για τις μουσουλμάνες, αλλά και εσώρουχα στα πιο τρελά και έντονα χρώματα – έκανα στάσεις στα τζαμιά, χάθηκα σε γειτονιές που έφερναν στο μυαλό μου Τουρκοβούνια, Κερατσίνι και Ιλιον, στο πιο βρώμικο: σπίτια άσχημα, δρόμοι αφρόντιστοι, έλλειψη καλαισθησίας. Σκόνη, βαριές μυρωδιές από τις κουζίνες όπου τα μπαχαρικά επιχειρούσαν να δώσουν επιπλέον άρωμα στις φτωχικές πρώτες ύλες (ένα τέτοιο φαγητό σάς προτείνω), παράθυρα με τζάμια-καθρέφτες ή καλυμμένα με σεντόνια για να μην μπορούμε να δούμε στο εσωτερικό των σπιτιών τις γυναίκες.

Κάποιες εικόνες μού θύμισαν Ελλάδα, την Ελλάδα της φτώχειας – σε εκείνες τις γειτονιές, γιατί υπήρχαν και οι άλλες, με βίλες που όμοιές τους έχω δει μόνο στο Μαϊάμι. Την ίδια στιγμή, ο κόσμος αυτός ήταν ένας κόσμος πρωτόγνωρος, τον οποίο χρειαζόμουν χρόνο για να αποκωδικοποιήσω. Ακόμη δεν ήξερα πώς να συμπεριφερθώ στους άνδρες με τις κατάλευκες κελεμπίες και τις καρό μαντίλες που περπατούσαν γύρω μου, ούτε στις γυναίκες με τα τατουάζ από χένα στις παλάμες τους (τα μοναδικά σημεία του σώματός τους που φαίνονταν αν δεν φορούσαν μαύρα γάντια). Δεν ήξερα αν μπορούσα να φωτογραφίζω ελεύθερα τις εισόδους των σπιτιών τους, τα παιδιά τους που έπαιζαν στους δρόμους με τα βρωμόνερα, το υπαίθριο τζαμί (ένα οικόπεδο με περσικά χαλιά απλωμένα πάνω στο χώμα!), τα εστιατόρια με τις τεράστιες κατσαρόλες που άχνιζαν και τους μάγειρους που σκότωναν από πάνω τους τις μύγες συνεχίζοντας να ανακατεύουν το φαγητό. Εκείνο που είχα καταλάβει από την πρώτη κιόλας μέρα ήταν πως το μέρος που μου είχαν πει πως «δεν περπατιέται», αν τολμήσεις/αντέξεις να το περπατήσεις (σχεδόν 40 χιλιόμετρα έδειχνε ο μετρητής αποστάσεων που έχω μαζί μου, αργά το απόγευμα) έχει πολλά να σου δώσει. Πιο ενδιαφέροντα από αυτά που θα σου έδινε η καθιερωμένη βόλτα με το ταξί στα τεράστια malls, με τους Σαουδάραβες που ψωνίζουν ακριβά παριζιάνικα μοντέλα για τις τυλιγμένες στο μαύρο από την κορυφή ως τα νύχια συμβίες τους, με τους Δυτικούς που βρίσκουν στα κράτη του Περσικού τον καταναλωτικό παράδεισο που τους περιμένει να ξοδέψουν τα ευρώ και τα δολάριά τους. Πίσω από τα πολυκαταστήματα, πίσω από τους ουρανοξύστες που υψώνουν οι μεγαλύτεροι αρχιτέκτονες και από τα ψεύτικα πάρκα (όσο και αν προσπαθήσεις, όσα λεφτά και αν ξοδέψεις, πόσο να την πρασινίσεις την έρημο;), στις φτωχογειτονιές όπου δεν έχουν φτάσει τα πετροδόλαρα, υπάρχει κάτι που αξίζει να ανακαλύψεις. Κάνοντας ένα ακόμη βήμα στην κατανόηση του παράξενου κόσμου μας. Στην κατανόηση του ίδιου σου του εαυτού.

Μελιτζάνες με ρεβίθια στον φούρνο

Υλικά (για 4 άτομα)

5 μελιτζάνες, σε χονδρές ροδέλες

½ φλ. έ.π. ελαιόλαδο και λίγο ακόμη, για το άλειμμα και το σοτάρισμα

6 μεγάλα κρεμμύδια, σε ροδέλες

1 κ.σ. ζάχαρη

1 κ.σ. κύμινο

1 κ.γ. πάπρικα (προαιρετικά)

αλάτι, πιπέρι

λίγο αλεύρι, για το πυρέξ

1½ φλ. ρεβίθια, βρασμένα (να κρατάνε λίγο)

2 ντομάτες, ξεσποριασμένες και κομμένες σε μικρά κυβάκια

2 ντομάτες, πολτοποιημένες

1 φλ. νερό

Εκτέλεση

1 Ξεπικρίζουμε τις μελιτζάνες σε αλατόνερο, τις στεγνώνουμε, τις αλείφουμε με λάδι και τις ψήνουμε. Σε ένα τηγάνι, σε μέτρια φωτιά, ρίχνουμε λίγο λάδι και σοτάρουμε τα κρεμμύδια ώσπου να μαραθούν, προσθέτοντας ταυτόχρονα τη ζάχαρη, το κύμινο, την πάπρικα και το αλατοπίπερο.

2 Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 200°C. Σε ένα μπολ ανακατεύουμε τα ρεβίθια με τους κύβους ντομάτας. Σε λαδωμένο και αλευρωμένο πυρέξ βάζουμε 1 στρώση μελιτζάνες, 1 στρώση κρεμμύδια, και 1 στρώση από το μείγμα των ρεβιθιών. Αλατοπιπερώνουμε και επαναλαμβάνουμε ώσπου να εξαντληθούν όλα τα υλικά. Τελειώνουμε με μελιτζάνες.

3 Ανακατεύουμε τον πολτό ντομάτας με το νερό και το λάδι και περιχύνουμε το φαγητό. Σκεπάζουμε με λαδόκολλα, στερεώνουμε με αλουμινόχαρτο και ψήνουμε για 30 λεπτά. Ξεσκεπάζουμε και ψήνουμε για περίπου 15 λεπτά, ώσπου να δημιουργηθεί μια πηκτή σάλτσα. Το φαγητό αυτό είναι πιο νόστιμο αν έχει ετοιμαστεί από την προηγούμενη ημέρα.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016.