Το πόριτζ το έφτιαχναν όταν ήμουν μικρός, πολύ μικρός, ο παππούς και η γιαγιά. Ηταν η μοναδική very English συνήθεια που είχε το εκ Τήνου καταγόμενο ζεύγος και την οποία επαναλάμβαναν συχνά-πυκνά τα κρύα πρωινά του χειμώνα. Θυμάμαι εκείνον τον όχι και τόσο θελκτικού χρώματος πολτό να αχνίζει πάνω στο τραπέζι και τον παππού να προσπαθεί να με πείσει να τον φάω, «για να γίνεις μεγάλο και γερό παιδί». Ποτέ δεν τα κατάφερε.΄Η μάλλον έπρεπε να γίνω πολύ μεγάλο παιδί για να τον βάλω στο στόμα μου και να διαπιστώσω ότι, πράγματι, δεν είναι τόσο άσχημος όσο φαίνεται. Επρεπε επιπλέον να τον εμπλουτίσω με ξηρούς καρπούς, κομματάκια μήλου, μέλι και κανέλα για να τον συμπαθήσω ακόμη περισσότερο. Οταν πρόσθεσα και νιφάδες σοκολάτας και άρχισα να τον απολαμβάνω ενώ εκείνες παραδομένες στη θερμότητα της φρεσκοβρασμένης κρέμας έλιωναν, τότε αποφάσισα ότι δεν υπάρχει ωραιότερο πρωινό από αυτό και απόρησα πώς δεν το είχα ανακαλύψει όλα αυτά τα χρόνια (δεδομένου ότι εκτός από νόστιμο θεωρείται και εξαιρετικά υγιεινό).

Ηταν σε ένα ταξίδι στην Ιρλανδία που άρχισα να ερωτεύομαι το παραδοσιακό αγγλοσαξονικό έδεσμα. Συγκεκριμένα, στην κωμόπολη Κιλάρνεϊ, η οποία είναι όπως ακριβώς τη φαντάζεστε: κομψή, περιποιημένη, καταπράσινη, περιτριγυρισμένη από λιβάδια όπου βόσκουν τεράστιες αγελάδες και ευτυχισμένα (για την άριστη ποιότητα του χορταριού που καταναλώνουν) πρόβατα, τυλιγμένη στην ομίχλη και στην υγρασία, σαν σκηνικό από ταινία εποχής. Εκεί, στο ξενοδοχείο όπου καταλύσαμε, η συμπαθής κυρία της ρεσεψιόν φρόντισε αμέσως να μας ενημερώσει: «Στο πρωινό, μην παραλείψετε να δοκιμάσετε το πόριτζ μας, είναι βραβευμένο ως ένα από τα καλύτερα στην Ιρλανδία». «Πόσο διαφορετικό μπορεί να είναι ένα πόριτζ από ένα άλλο πόριτζ ώστε να παίρνει βραβείο;» αναρωτήθηκα και θυμήθηκα τη γιαγιά πάνω από το πετρογκάζ να ζεσταίνει γάλα σε ένα κατσαρολάκι, να ρίχνει λίγες νιφάδες βρόμης, ζάχαρη και κανέλα, να ανακατώνει και αυτό ήταν!

Οπως όμως θα διαπίστωνα την επομένη, εδώ τα πράγματα γίνονταν κάπως διαφορετικά: αν το οικογενειακό μας πόριτζ το έφτιαχναν με γάλα, η σπεσιαλιτέ της ξενοδόχας ήταν παρασκευασμένη με νερό. Το γάλα το είχαν από δίπλα, χώρια, σε μια κανάτα, και πρόσθετες όσο ήθελες, αν ήθελες. Εβαζες λοιπόν στο μπολάκι σου τον καυτό χυλό, συμπλήρωνες γάλα και έπειτα πέρναγες από έναν μίνι μπουφέ με μπινελίκια για να δώσεις επιπλέον γεύση και χρώμα: αποξηραμένα αλλά και φρέσκα (ψιλοκομμένα) φρούτα (μπανάνα, ανανάς, μούρα, μήλο, αχλάδι), σταφίδες, μέλι, maple syrup, νιφάδες σοκολάτας μπίτερ ή γάλακτος, κανέλα, καστανή ζάχαρη, ζάχαρη άχνη, τριμμένο μπισκότο, αμύγδαλα, καρύδια, φουντούκια, κάσιους. Κοντολογίς, αυτό το ταπεινό… τίποτα μπορούσες να το μετατρέψεις σε υπερπαραγωγή. Οπως και κάναμε.

Εκτός λοιπόν από τους μαγευτικούς βράχους του Μόχερ (το άγριο τοπίο στο σημείο όπου η Ιρλανδία συναντάει τον Ατλαντικό Ωκεανό), την εντυπωσιακή Τζάιαντς Κόζγουεϊ με τις 40.000 βασαλτικές κολόνες, τις λίμνες-καθρέφτες στα νερά των οποίων αποτυπώνονται οι μοβ πλαγιές των καλυμμένων από ρείκια βουνών και τα μελαγχολικά, τυλιγμένα στην αχλύ τοπία… Εκτός από όλες αυτές τις εντυπωσιακές εικόνες, από το ταξίδι στην Ιρλανδία κρατώ και μια ξεχωριστή γεύση. Μια γεύση που έχει μέσα και μια εσάνς ανάμνησης από τα παιδικάτα μου στην κουζίνα της γιαγιάς και του παππού: κρατώ τη ζεστή, φιλόξενη, γλυκύτατη μυρωδιά του πασπαλισμένου με κανέλα πόριτζ. Θα το φτιάχνω κι εφέτος τον χειμώνα. Και επειδή η κανέλα δεν θα μου είναι αρκετή, θα προσθέτω και μέλι από την Τήνο!

Πώς να φτιάξετε το πόριτζ

Για κάθε μερίδα βάζουμε 50 γρ. νιφάδες βρόμης, 1 πρέζα αλάτι και 1 μεγάλη κούπα νερό ή γάλα (κατά τη γνώμη μου με το γάλα γίνεται πιο νόστιμο) σε ένα κατσαρολάκι. Σιγοβράζουμε ανακατεύοντας συνέχεια γιατί το μείγμα που προκύπτει κολλάει εύκολα. Οταν οι νιφάδες απορροφήσουν όλο το υγρό και προκύψει μια αρκετά πηχτή κρέμα, αποσύρουμε από τη φωτιά και προσθέτουμε ό,τι θέλουμε: (επιπλέον) γάλα, ζάχαρη, μέλι, maple syrup, ξηρούς καρπούς, φρούτα, κανέλα, σοκολάτα, λίγη σκόνη κακάο… Καλημέρα!

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014.