Οκτώ το πρωί φτάσαµε στο ζαχαροπλαστείο. Δεν θυµάµαι σε ποιο, εξάλλου τότε, 20 και βάλε χρόνια πίσω, η Θεσσαλονίκη ήταν τόπος άγνωστος σε µένα. «Εδώ είµαστε! Τα καλύτερα τρίγωνα ever» µε διαβεβαίωσε ο φίλος µου, Θεσσαλονικιός από εκείνους που… «ξεπέσαµε στην Αθήνα, άτιµη κοινωνία, που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους ρίχνεις στα ξένα χέρια».

Ο οποίος φίλος, όταν έµαθε ότι τα µοναδικά τρίγωνα που γνώριζα ήταν τα «τρίγωνα κάλαντα», πήρε την κατάσταση (και το τιµόνι) στα χέρια του. Ολα είχαν ξεκινήσει επτά ώρες πριν, στην Αθήνα, στο ταβερνάκι όπου «πίναµε και καπνίζαµε και την αγάπη βρίζαµε». «Να είχαµε τώρα µερικά τρίγωνα για φινάλε» είπε ο κοιλιόδουλος Θεσσαλονικιός. Τι τρίγωνα; «Πανοράµατος». Τρώγονται; «Μέχρι κορεσµού». Πώς είναι; «Απέξω φύλλο, ελαφρώς σιροπιασµένο, µέσα κρέµα, θάνατος! Σοβαρά δεν τα ξέρεις;». Σοβαρότατα. «Τότε πάµε». Πού; «Για τρίγωνα».

Αυτό που σήµερα ακούγεται ως αποστολή στο φεγγάρι, τότε ήταν άλλη µία υπόθεση… ρουτίνας για την αεικίνητη παρέα µας – η οποία δυστυχώς, στα χρόνια που ακολούθησαν, διαλύθηκε. Για τους τέσσερις φίλους οι οποίοι ανταµώναµε για να ξεπερνάµε ενίοτε τα όρια που έβαζε η συµβατική καθηµερινότητα σπίτι – γραφείο, γραφείο – σπίτι.

Ετσι, λίγο αργότερα, στη 1.00 το βράδυ, Σάββατο προς Κυριακή, καθόµουν στη θέση του συνοδηγού, µε τον Θεσσαλονικιό να οδηγεί και άλλους δύο στο πίσω κάθισµα. Στο ραδιόφωνο, Μαντόνα. Σύµφωνα µε τους υπολογισµούς τους, θα φτάναµε στον προορισµό µας, µε µία-δύο στάσεις, την ώρα που το ζαχαροπλαστείο ανοίγει: «Θα πιούµε καφεδάκι – καλύτερο από της Αθήνας – θα αγοράσουµε τα γλυκά µας και επιστρέφουµε. Χαλαρά!».

Ηταν πράγµατι µια επιστροφή… χαλαρότατη, λόγω της νύστας που είχε αρχίσει να µας καταβάλει, αλλά και βουτηγµένη στα σιρόπια και στις κρέµες. Θα πρέπει να έφαγα περισσότερα από έξι µεγάλου µεγέθους τρίγωνα από τα Τέµπη ως τη στιγµή που µε άφησαν στην πόρτα του σπιτιού µου, αγκαλιά µε ακόµη ένα πακέτο – πειστήριο της βραδινής περιπέτειάς µου για τους φίλους της Αθήνας. Το έβαλα στο ψυγείο και άνοιξα το θερµοσίφωνο για να κάνω ντους προτού καταρρεύσω. Και ενώ περίµενα να ζεσταθεί το νερό, έπαθα πάλι… υπογλυκαιµικό σοκ. Εβγαλα το πακέτο των φίλων από το ψυγείο, το έβαλα µπροστά µου και συνέχισα το θεραπευτικό ταξίδι στον Παράδεισο, ακούγοντας τη φωνή του ζαχαροπλάστη να µου λέει: «Τα τρίγωνα τρώγονται φρέσκα»! Πρέπει να πήρα τουλάχιστον δύο κιλά µέσα σε ένα 24ωρο.

Εκτοτε έχω δοκιµάσει τρίγωνα από όλα τα καλά ζαχαροπλαστεία της Θεσσαλονίκης, τα βρίσκω πλέον και στην Αθήνα. Οµως εκείνα, τα τρίγωνα του ολονύκτιου ταξιδιού µας, παραµένουν από τα πιο νόστιµα. Παρ’ ότι φέρνουν ενίοτε στο στόµα µου την πίκρα µιας φιλίας που χάθηκε.

Σας έχω και τη συνταγή, αν και προτείνω να τα αγοράσετε – ακούγονται εύκολα στην παρασκευή τους, αλλά δεν είναι.

Υλικά

½ κιλό φύλλο κρούστας και αρκετό βούτυρο γάλακτος

Για την κρέµα

  • 700 γρ. φρέσκο γάλα
  • 300 γρ. κρέµα γάλακτος
  • 80 γρ.κορν φλάουρ
  • 300 γρ. ζάχαρη
  • 2 αβγά + 6 κρόκοι
  • άρωµα βανίλιας
  • 2 κ.σ. βούτυρο

Για το σιρόπι

  • ½ κιλό ζάχαρη
  • 1/4λίτρου νερό
  • 1 κ.σ. χυµός λεµονιού

Εκτέλεση

Παίρνουµε τα φύλλα ένα ένα, τα βουτυρώνουµε και τα διπλώνουµε σαν τρίγωνο – όπως στα τυροπιτάκια. Τα ψήνουµε, αρχικά σε δυνατό φούρνο, µέχρι να φουσκώσουν, και στη συνεχεία σε µέτριο, ώσπου να πάρουν σκούρο χρυσαφί χρώµα. Αφήνουµε να κρυώσουν και τα κόβουµε σε µία γωνία, ώστε να δηµιουργήσουµε χώρο για την κρέµα.

Βράζουµε τα υλικά για το σιρόπι. Μόλις δέσει ελαφρώς, ρίχνουµε µέσα τα τρίγωνα και τα αφήνουµε για λίγο.

Σε ένα µπολ ανακατεύουµε τη ζάχαρη µε το κορν φλάουρ. Ρίχνουµε τα αβγά και τους κρόκους. Χτυπάµε καλά. Ζεσταίνουµε το (αρωµατισµένο µε βανίλια) γάλα και την κρέµα γάλακτος και ρίχνουµε το 1/3 του µείγµατος στο µείγµα των αβγών. Ανακατεύουµε γρήγορα. Επαναφέρουµε το µείγµα στην κατσαρόλα µε το υπόλοιπο γάλα και ανακατεύουµε σιγοβράζοντας, ώσπου να σφίξει η κρέµα. Αποσύρουµε και ενσωµατώνουµε το βούτυρο. Σκεπάζουµε µε µεµβράνη και αφήνουµε να κρυώσει εντελώς. Χτυπάµε την κρέµα στο µίξερ ώσπου να αφρατέψει και γεµίζουµε τα σιροπιασµένα τρίγωνα.