Είναι λίγο παράξενο αυτό που συμβαίνει με τις έρευνες. Τη μία να σου λένε πως το τάδε προϊόν ωφελεί και μετά από λίγο πως τελικά σε έβλαπτε. Είναι να αναρωτιέσαι καμιά φορά αν πρέπει να πάρεις έστω κάποια από αυτές στα σοβαρά. Από την άλλη όμως δεν μπορείς να τις αγνοήσεις, εφόσον είναι τεκμηριωμένες, αποτελέσματα της συνεχώς εξελισσόμενης γνώσης και αφορούν την υγεία μας. Η νέα έρευνα λοιπόν των αμερικανών παιδιάτρων έρχεται να αναθεωρήσει τα όσα μέχρι τώρα πιστεύαμε, σύμφωνα με τις δικές τους πάλι ανακοινώσεις που έγιναν το 2001, σχετικά με την κατανάλωση φρουτοχυμών στην παιδική ηλικία.

Το πρώτο ανατρεπτικό στοιχείο τους είναι ένα βροντερό «όχι» στην κατανάλωση χυμών πριν από την ηλικία των 12 μηνών. Η μέχρι τώρα οδηγία ήταν απαγορευτική μόνο για τους πρώτους έξι μήνες, όμως τώρα αυτό επεκτείνεται και για τους υπόλοιπους έξι, καθώς οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως ο χυμός μπορεί να αντικαταστήσει μέρος των υγρών που λαμβάνει ένα μωρό, δηλαδή του μητρικού γάλακτος ή ακόμη και της φόρμουλας, που περιλαμβάνει πολύ πιο χρήσιμα συστατικά για την ανάπτυξή του σε αυτή την ηλικία, όπως οι πρωτεΐνες, τα λίπη και το ασβέστιο. Επιπλέον, ο χυμός σε σχέση με ένα ολόκληρο φρούτο υστερεί στα θρεπτικά συστατικά. «Τα φρούτα έχουν περισσότερες φυτικές ίνες και λιγότερη ζάχαρη, η οποία μπορεί να προκαλέσει τερηδόνα» αναφέρει ο δρ. Στίβεν Αμπραμς, ένας από τους επικεφαλής της νέας έρευνας που δημοσιεύτηκε στην online εφημερίδα «Pediatrics». «Θέλουμε τα παιδιά να μάθουν να τρώνε τα φρούτα ολόκληρα. Το να πιστεύουμε πως ένας φρουτοχυμός είναι το ίδιο με ένα ολόκληρο φρούτο, είναι μεγάλο λάθος» συμβουλεύει ο παιδίατρος τους γονείς, τονίζοντας πως θα πρέπει να δίνουν φρουτοχυμούς στα μικρά παιδιά μόνο σε ειδικές περιστάσεις και όχι σε καθημερινή βάση.

Και για να είμαστε πιο ακριβείς σε όσα γράφουμε, σκεφτείτε πως περίπου 100 ml χυμού μήλου δεν περιέχουν καθόλου ίνες, έχουν όμως 60 θερμίδες και 13 γρ. ζάχαρη. Εν αντιθέσει, μισό μήλο περιέχει 1,5 γρ. φυτικές ίνες, 30 θερμίδες και 5,5 γρ. ζάχαρη… και πρέπει να ξέρετε πως οι φυτικές ίνες αυξάνουν το αίσθημα του κορεσμού (εκτός από τα άλλα τους οφέλη).

Με αυτά τα δεδομένα η έρευνα πάει λίγο παραπέρα και πιάνει και τις μεγαλύτερες ηλικίες, συστήνοντας μόνο 100 ml χυμό ημερησίως σε νήπια ηλικίας 1-3 ετών και 170 ml στις ηλικίες 4-6 ετών. Για τα παιδιά και τους εφήβους πάλι, η συνιστώμενη δόση έχει και αυτή μειωθεί και από 340 ml που ήταν πέφτει πλέον στα 220 ml. Θα σκεφτείτε, δικαίως, πόση διαφορά μπορεί να κάνουν λίγα ml και γιατί να είμαστε με το σταγονόμετρο μια ζωή; Θα το θέσουμε διαφορετικά. Καμία έρευνα δεν έχει συνδέσει την παχυσαρκία με τη μετρημένη κατανάλωση φυσικών χυμών. Από την άλλη, αν ο φυσικός, φρεσκοστυμένος χυμός είναι κατώτερος θρεπτικά από ένα φρούτο και περιέχει επιπλέον ζάχαρη, πόση ζάχαρη περιέχουν οι δήθεν φυσικοί χυμοί που πωλούνται έτοιμοι στα σουπερμάρκετ και στους οποίους θα περάσουμε με ευκολία, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, όταν δεν προλαβαίνουμε να στύψουμε φρούτα στο σπίτι; Η απάντηση βρίσκεται στις συσκευασίες. Το ίδιο και η ποσότητα χυμού που περιέχει ένα «αθώο» χαρτοκούτι. Αλήθεια, έχετε αναρωτηθεί γιατί τα παιδιά λατρεύουν αυτούς τους τυποποιημένους «φρέσκους» χυμούς;