Οπως και οι φίλοι, οι πόλεις αλλάζουν με τα χρόνια, μετασχηματιζόμενες στη ροή του χρόνου και στα γυρίσματα της τοπικής τους ιστορίας. Οι αλλαγές αυτές, αργές και σταδιακές, δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές από τους ίδιους τους κατοίκους τους, ούτε και από εκείνους που τις επισκέπτονται συχνά. Τα πράγματα είναι διαφορετικά για τους επισκέπτες που επιστρέφουν έπειτα από πολύ καιρό. Πηγαίνω πολύ συχνά στη Νέα Υόρκη και οι αλλαγές της σχεδόν δεν μου κάνουν πια εντύπωση. Περίμενα, όμως, να ακούσω τις εντυπώσεις του άντρα μου, ο οποίος είχε να τη δει από τη δεκαετία του 1990.

Δείπνο για λίγους

Αυτό που περισσότερο εντυπωσίασε τον Κώστα ήταν το πόσο το φαγητό, το απλό, καλό φαγητό, είναι μαζί με τα νοίκια, το πιο ακριβό στοιχείο της ζωής στη μεγαλούπολη, αλλά και γενικότερα στις ΗΠΑ. Ενα από τα πρώτα γεύματα στην πόλη ήταν στο πολυσυζητημένο εστιατόριο Via Carota στο Γουέστ Βίλατζ. Και εδώ, όπως και στα περισσότερα ενδιαφέροντα μέρη όπου φάγαμε, ήταν προφανής η τάση για πιάτα απλά, με καλά, εποχικά και ντόπια υλικά. Οι δύο καθιερωμένες σεφ, Τζόντι Ουίλιαμς και Ρίτα Σόντι, έχουν αντίστοιχα η καθεμιά το δικό τους πετυχημένο μαγαζί – το Buvette και το I Sodi –, και αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους σε τούτη τη «γαστρο-οινοθήκη» όπως αποκαλούν το Via Carota. Oπως λένε, το εστιατόριο προσπαθεί να μεταφέρει την ατμόσφαιρα των ιταλικών αγροτόσπιτων του 17ου αιώνα που βρίσκονται στους λόφους γύρω από τη Φλωρεντία. Οι καρέκλες, τα ντουλάπια και τα πιάτα είναι από τα παλιατζίδικα, και τα τραπέζια είναι μεγάλα, προκαλώντας τους θαμώνες να τα μοιραστούν ακόμα και αν δεν γνωρίζονται, μια και το μαγαζί δεν δέχεται κρατήσεις.

Ραντίτσιο απλά σοταρισμένο με ελαιόλαδο και πασπαλισμένο με κρεμώδες τυρί στρατσίνο, αγκινάρες με λαδολέμονο και βουτυράτα νιόκι με κολοκύθα είναι τα φαγητά που θυμάμαι. Αν και δεν είναι από τα ακριβά εστιατόρια της πόλης, προσφέρει πιάτα σε μέγεθος μεζέ με 8-20 δολάρια το καθένα και οι πελάτες ενθαρρύνονται να παραγγείλουν τουλάχιστον δύο-τρία έκαστος. Ετσι, ο λογαριασμός ξεπερνάει γρήγορα τα 30 δολάρια το άτομο, χωρίς κρασί. Αν προσθέσεις και το κρασί – το φθηνότερο, επιεικώς απαράδεκτο λευκό κόστιζε κάπου 50 δολάρια –, ο λογαριασμός φτάνει στα 65 δολάρια το άτομο!

Ανεβασμένο Μπρούκλιν

Ενα από τα μέρη της Νέας Υόρκης που επισκεφτήκαμε επίσης ήταν το Μπρούκλιν. Και εκεί, το καφενείο/καφεκοπτείο Toby’s. Οι θαμώνες ήταν νεότατοι, διόλου φτωχοί, και πολύ τρέντι, οι περισσότεροι με τα λάπτοπ τους ανοιχτά. Ο καφές ήταν πραγματικά υπέροχος. Παραγγείλαμε από ένα cortado – εσπρέσο με πολύ λίγο γάλα, αντίστοιχο του ιταλικού macchiato – και πήραμε μια σακούλα μαζί μας. Πληρώσαμε 16 δολάρια για μισό κιλό κόκκους, όσο δηλαδή κόστιζε και το αντίστοιχο πακέτο των Starbucks, που όμως φτιάχνει ανούσιο μαυροζούμι.
Λίγο πιο κάτω, σταθήκαμε στην πολυσυζητημένη σοκολατοποιία των αδελφών Μαστ (Mast), έναν λιτό χώρο όπου κυριαρχούσε το άρωμα της σοκολάτας. Μου υπέδειξαν ότι δεν έπρεπε να τραβάω φωτογραφίες και βγήκαμε για να δούμε ένα άλλο ορόσημο της περιοχής, το γκουρμέ μπακάλικο Depanneur, προτού καταλήξουμε για βραδινό στο Reynard, το μπιστρό του μοδάτου ξενοδοχείου Wythe Hotel, που στεγάζεται σε ανακαινισμένο βιομηχανικό κτίριο. Περιττό να πω πως τίποτε δεν ήταν φθηνό.

Επιστρέφοντας με το μετρό στο Μανχάταν, ο Κώστας μού έλεγε ότι δεν υπήρχε τη δεκαετία του 1990 κάτι αντίστοιχο με το Ουιλιαμσπούργκ (τη γειτονιά του Μπρούκλιν που επισκεφτήκαμε), όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά κυρίως όσον αφορά τον τρόπο ζωής. Μια από τις κυριότερες διαφορές εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι στοιβάζονται με αφοσίωση πίσω από τις επιταγές των διάφορων συρμών και κυρίως των διατροφικών. Ολοι οι νέοι αναζητούν τον καλύτερο καφέ, την καλύτερη σοκολάτα ή την πιο υπέροχη μπίρα, και όχι μόνον είναι διατεθειμένοι, αλλά έχουν και την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν αδρά για να τα γευτούν. Υπολογίσαμε ότι το καθένα από τα πλακίδια με πλευρά ενός εκατοστού, από τη σοκολάτα Mast που τρώγαμε, κόστιζε 1 ολόκληρο δολάριο! Το επόμενο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς όλοι αυτοί οι νέοι (ακούσαμε μερικούς να μιλάνε και ελληνικά), ηλικίας 25-35 ετών, μπορούν να ξοδεύουν τόσα χρήματα όχι μόνο για το φαγητό αλλά και για το ενοίκιο, το οποίο κινείται σε αστρονομικά ύψη στην περιοχή.

Βόλτα στη μακρινή Δύση

Η μεγαλύτερη αλλαγή στο Μανχάταν, με επιπτώσεις βαθύτερες για την καθημερινότητα της πόλης, είναι η ανάπτυξη της Δυτικής Πλευράς, από την πρώην Meatpacking District (πέριξ της Οδού 14) μέχρι και το Chelsea (Οδός 35). Το τελευταίο που ο Κώστας είχε προλάβει ήταν η Chelsea Market, αγορά εκλεκτών τροφίμων, μόλις στο πρωταρχικό της στάδιο. Βρίσκεται εσωτερικά στο ισόγειο κτιρίου που αρχίζει από την 9η Λεωφόρο και καταλήγει στη 10η. Η Chelsea Market έδωσε το έναυσμα για την πλήρη μεταμόρφωση της περιοχής. Εδώ γύρω υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα εστιατόρια, μεταξύ των οποίων η αγαπημένη μου γαστροπάμπ Spotted Pig, της βρετανίδας σεφ Εϊπριλ Μπλούμφιλντ. Εχοντας μάθει από το πάθημα της Via Carota, παραγγείλαμε ντόπια μπίρα, που ταίριαζε υπέροχα με το μπέργκερ και το σάντουιτς κουμπάνο (κουβανέζικο) που φάγαμε. Και τα δύο ήταν εξαιρετικά και φθηνά, αν και το Spotted Pig θεωρείται ακριβό μαγαζί.

Στην περιοχή μεταφέρθηκε το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Whitney – γύρω του έχουν μετακομίσει πλέον όλες οι γκαλερί – και έχουν ανοίξει πολλά ακριβά καταστήματα, κυρίως ένδυσης. Λίγο πιο πέρα απλώνεται το τελευταίο σημαντικό απόκτημα της πόλης, το περίφημο High Line. Οπως υποδηλώνει και το όνομά του (Ψηλή Γραμμή), το High Line ήταν κάποτε υπερυψωμένη γραμμή εμπορικού τρένου, που τώρα έχει μετατραπεί σε πεζόδρομο, στο ξεκίνημα του οποίου δεσπόζει το νέο ξενοδοχείο The Standard. Από το μπαρ του στον τελευταίο όροφο, η θέα στην πόλη και στο Νιου Τζέρσι, πέρα από το ποτάμι, είναι εντυπωσιακή. Το High Line φτάνει μέχρι την 34η Οδό, διανύοντας μια απόσταση περίπου δυόμισι χιλιομέτρων. Τους μήνες της καλοκαιρίας θυμίζει τα μεσογειακά μεϊντάνια και τις περαντζάδες.

Μικρές ανακαλύψεις

Επιστρέφοντας στην περιοχή όπου μέναμε, το Γουέστ Βίλατζ, ξεχωρίζουν μερικά από τα γνωστότερα γκουρμέ μαγαζιά της πόλης: το Amy’s Bread είναι παλιοκαιρίσιο αρτοποιείο που φτιάχνει εξαιρετικά ψωμιά με προζύμι και «διδάσκει» την τέχνη του γαλλικού αληθινού ψωμιού, που κοντεύει να εκλείψει στην Ευρώπη. Το ανακαινισμένο Murray’s Cheese διαθέτει τυριά από όλον τον κόσμο, αλλά και χειροποίητα γιαούρτια, που πωλούνται προς 6 δολάρια το βαζάκι. Στο Gourmet Garage αγοράσαμε φρούτα, γιαούρτι και τυριά, σε καλύτερες τιμές από ό,τι στο Murray’s, όμως και εδώ, όπως και στο Whole Foods, τα πορτοκάλια κοστίζουν1 δολάριο το ένα, και κάπου τόσο έχουν και τα καλά μήλα και αχλάδια. Το γεγονός αυτό εξηγεί, εν μέρει, την επίμονη κυριαρχία του junk food, αφού οι βιομηχανοποιημένες σκουπιδοτροφές είναι πολύ φθηνότερες, άρα πιο προσιτές στα χαμηλότερα εισοδήματα. Από την άλλη, ανακαλύψαμε ένα απλό και πολύ καλό κινέζικο εστιατόριο, το Grand Sichuan, που αναφέρεται και στους οδηγούς Michelin. Εκεί φάγαμε καταπληκτικά και υγιεινότατα έναντι 27 δολαρίων και οι δύο!

Ιδιαίτερα νεανικά και φρέσκα είναι πολλά πράγματα σε τούτη την αναγεννημένη πόλη που μεταφέρει στους επισκέπτες της μια ξεκάθαρη ζωντάνια. Η Νέα Υόρκη μοιάζει εν τέλει με τον παλιό, καλό φίλο: παλιώνει μεν, αλλά αλλάζει διαρκώς, παραμένοντας πάντα κατά βάθος ίδια.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016.