Δεν ξέρω πού περιπλανιέται ο νους σας όταν εσείς μαγειρεύετε, αλλά ξέρω – ή μάλλον ανακάλυψα πρόσφατα – τις νοητικές διαδρομές της Μελίσσας Στοΐλη. Ταξίδια στο παρελθόν, ταξίδια σε τόπους μακρινούς, ταξίδια πάνω από αχνιστές μαρμίτες ανακτόρων και αγροτόσπιτων κάνει η αρχισυντάκτρια του περιοδικού μας κάθε φορά που μαγειρεύει. Βεβαίως, οι τακτικοί αναγνώστες μας θα το έχετε ήδη μυριστεί αυτό, από τα γραφόμενά της. Για τη Μελίσσα, μια συνταγή δεν ολοκληρώνεται μόνο με την παράθεση των υλικών και την περιγραφή της εκτέλεσής της, όσο λεπτομερής κι αν είναι αυτή. Θέλει να μάθει και την ιστορία της: ποιος ήταν αυτός που την πρωτομαγείρεψε; Ποια ήταν ακριβώς τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν; Πότε άρχισε να διαδίδεται ευρέως και πότε μπήκαν τα υλικά που δεν εμφανίζονται στην αρχική μορφή της; Και ακόμη, μήπως σχετίζεται με μια παρόμοια γειτονικής χώρας ή γεωγραφικής περιοχής; Και η ετυμολογία του ονόματός της; Μήπως πρέπει να εμβαθύνουμε λιγάκι και σε αυτήν; Μήπως αυτή μάς αποκαλύψει και άλλα κρυμμένα μυστικά της συνταγής που δεν τα φανταζόμαστε;

Η επί σειρά ετών αναζήτηση της Μελίσσας στην ιστοριογεωγραφία του φαγητού, σε συνδυασμό με το έμφυτο ταλέντο της στην αφήγηση, αποτέλεσαν τα βασικά «υλικά» για ένα νέο «πιάτο», δημιουργημένο από την ίδια. Μην προσπαθήσετε να το επαναλάβετε, μπορείτε μόνο να το απολαύσετε. Πρόκειται για το βιβλίο της με τίτλο «Και διηγώντας τα να τρως», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη.

Δεν αποτελεί βεβαίως έκπληξη το γεγονός ότι δεν είναι ένα ακόμη βιβλίο μαγειρικής. Γραμμένο σε πολυτονικό και με γραμματοσειρά και ποιότητα χαρτιού που παραπέμπουν σε άλλες εποχές, το μεγαλύτερο σε έκταση πρώτο μέρος του βιβλίου αφορά τις ιστορίες αγαπημένων εδεσμάτων, αλμυρών και γλυκών, και το δεύτερο περιέχει τις κλασικές συνταγές τους. Με αφορμή τον τραχανά και το παστίτσιο, τη φασολάδα και τη ρεβιθάδα, τον τηγανητό μπακαλιάρο και την καρμπονάρα, το ιμάμ μπαϊλντί και τα γεμιστά, τον σιμιγδαλένιο χαλβά και τα μελομακάρονα, και άλλα κλασικά και αγαπημένα της ελληνικής οικογένειας, η Μελίσσα μάς παρασύρει στα νόστιμα και νοσταλγικά ταξίδια της. Και αν βεβαίως μας ανοίξει την όρεξη αυτή η περιπλάνηση, δεν έχουμε παρά να ακολουθήσουμε τις οδηγίες που υπάρχουν. Οσο για το αποτέλεσμα των κόπων μας, αυτό θα έχει τη μορφή που θα του δώσουμε εμείς. Σκόπιμα το βιβλίο δεν περιέχει φωτογραφίες φαγητών. Γιατί στόχος του δεν είναι να οδηγήσει τον αναγνώστη-μάγειρα σε ένα πολύ συγκεκριμένο αισθητικό αποτέλεσμα. Στόχος του είναι να καρυκεύσει τα φαγητά της καθημερινότητάς μας με τις ιστορίες τους που, όπως σημειώνει η συγγραφέας στο εισαγωγικό σημείωμά της, με έναν παράδοξο τρόπο αφηγούνται τη δική μας ζωή.