Πρωινό δεν έτρωγα. Δεν το είχα μάθει. Σκέτος γαλλικός καφές και έξω από την πόρτα. Αντε και κανένα κομμάτι κέικ, αν βρισκόταν. Αυτό άλλαξε όταν κάτι προβλήματα στο στομάχι μου με οδήγησαν στον γιατρό. Ο οποίος, ανάμεσα σε γαστροσκοπήσεις και πολύχρωμα χαπάκια που ποτέ δεν με έπεισαν για την αποτελεσματικότητά τους, έδωσε έμφαση στο θέμα της διατροφής: κυρίως σε ένα ισορροπημένο πρωινό, που θα μου χάριζε ενέργεια και θα βοηθούσε το στομάχι μου να αρχίσει πάλι να λειτουργεί σωστά. Ηταν δύσκολο να το συνηθίσω, όμως, ως άνθρωπος με πείσμα, κατάφερα τελικά να το εντάξω στην καθημερινότητά μου. Ωσπου μου έγινε απαραίτητο. Γι’ αυτό στα ταξίδια μου πάντα επιλέγω ξενοδοχεία που προσφέρουν πρωινό, θεωρώντας έναν πλούσιο μπουφέ με αλλαντικά, ομελέτες, σαλάτες, κέικ, μάφιν, φρεσκοψημένα ψωμάκια, μαρμελάδες, φρουτοσαλάτες κ.λπ., παράγοντα απαραίτητο για να ξεκινήσω τις καθημερινές περιηγήσεις μου με κέφι.

Αυτή την όχι πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα μου είχε στερήσει πριν από μερικά χρόνια ένα φρικαλέο ξενοδοχείο στην Τζορτζτάουν της Ουάσιγκτον, από τα χειρότερα που έχω μείνει στη ζωή μου: το δωμάτιο πληκτικό, ακριβώς έξω από το παράθυρο ένας θορυβώδης, υπερυψωμένος αυτοκινητόδρομος, το προσωπικό από αδιάφορο ως εξαιρετικά αγενές. Ατυχής επιλογή. Αποφασίσαμε, όμως, να μην αφήσουμε αυτή τη μικρή γκαντεμιά να καταστρέψει το ταξίδι μας. Εξάλλου, η Τζορτζτάουν με τα ξύλινα σπίτια και τους καταπράσινους δρόμους της ήταν πανέμορφη, η Ουάσιγκτον ήταν μια πόλη που χαιρόσουν να την περπατάς, τα μουσεία της είχαν αρκετό ενδιαφέρον. Πρωινό, λοιπόν, και στον δρόμο! Δηλαδή αβγό μελάτο στα μικροκύματα (ναι, στα μικροκύματα!), μπαγιάτικο ψωμί για τοστ, «πλαστική» μαρμελάδα και καφές που έμοιαζε με μπουγαδόνερο από βαριά, σκονισμένα υφάσματα. Δεδομένου ότι κάναμε διακοπές και όχι καταναγκαστικά έργα, αποφασίσαμε πως, ακόμη και αν το είχαμε προπληρώσει (συμπεριλαμβανόταν στην ακριβή τιμή του άθλιου δωματίου), δεν υπήρχε περίπτωση να το υποστούμε δεύτερη φορά. Και βρήκαμε καταφύγιο σε ένα θαυμάσιο καφέ, κοντά στο ξενοδοχείο της απελπισίας, με ολόφρεσκα cupcakes, με καφέ μυρωδάτο, με φρέσκο χυμό πορτοκαλιού και, κυρίως, με απίθανα «low-fat pancakes» στα οποία εθίστηκα.

Αφράτα, ελαφρώς γλυκά, αρωματικά, με γεύση μπανάνας κάτω από το maple syrup (σιρόπι σφενδάμνου) με το οποίο τα περιχύναμε, μετέτρεψαν το πρωινό μας σε γαστριμαργικό πάρτι. Σε γιορτή που επεκτάθηκε και στην υπόλοιπη ημέρα, καθώς αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε το μαγαζί και τα απογεύματα, για άλλες δύο μερίδες pancakes. Επειδή, ως γνωστόν, το φαγητό μάς φέρνει πιο κοντά, λίγο προτού φύγουμε από το Αμέρικα ήρθαμε πιο κοντά και με την ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, η οποία, συγκινημένη από τη θρησκευτική προσήλωση με την οποία τιμούσαμε το πρωινό της μας έβαλε να ορκιστούμε πως σε περίπτωση που ανοίξουμε κι εμείς μαγαζί με pancakes στο μακρινό Γκρις θα του δώσουμε το όνομά της. Για πρωινά γεμάτα απόλαυση. Ακόμη μεγαλύτερη απόλαυση από εκείνη που δοκιμάσαμε στην Ουάσιγκτον, καθώς στην ελληνική εκδοχή το καναδέζικο maple syrup το αντικαθιστούμε με το πολύ νοστιμότερο θυμαρίσιο μέλι Τήνου. Και στην κορφή κανέλα!

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET το Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015.