Θα αναρωτιέστε ίσως τι δουλειά έχει σε ένα περιοδικό γεύσης μια καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μάλιστα μια θεολόγος. Η Ιωάννα Κομνηνού κάθεται σήμερα στο «τραπέζι» του ΒΗΜΑGOURMET επειδή μια μέρα είπε στους μαθητές της: «Πάμε να δούμε τι μαγειρεύουν οι άνθρωποι στις κουζίνες τους;». Η θεολόγος του 1ου Πρότυπου Πειραματικού Λυκείου Αθηνών, του Γεννάδειου, όμως δεν έμεινε μόνο στα λόγια αλλά έκανε όλα όσα έπρεπε για να υλοποιήσει αυτή την προτροπή της. Χωρίς καμία κρατική ή ευρωπαϊκή επιδότηση, χωρίς να χάσει ούτε λεπτό από τις ώρες της διδασκαλίας. Με μοναδικά εφόδια την όρεξη για τη δουλειά της – ή μάλλον την όρεξη να πάει λίγο παραπέρα τη δουλειά της – και το φωτεινό μυαλό της. Χαρακτηριστικά απαραίτητα στον εκπαιδευτικό που θέλει να λειτουργεί σαν πρότυπο για τους μαθητές του.

Μαγειρεύοντας με την καθηγήτρια

«Πάντα πίστευα ότι η κουζίνα δεν είναι μόνο η κουζίνα» μου λέει, όταν τη συναντάω. «Είναι ο χώρος στον οποίο μπορείς να δεις τόσο πολλά πράγματα που δύσκολα θα έβλεπες με τη μελέτη ενός μόνο γνωστικού αντικειμένου». Εχοντας η ίδια ερεθίσματα από διάφορα γνωστικά πεδία – είναι κάτοχος τριών πτυχίων, το ένα στη Διαιτολογία και στη Διατροφή από τη Χαροκόπειο Σχολή, δύο μεταπτυχιακών και ενός διδακτορικού – στη διάρκεια των 24 χρόνων που εργάζεται ως καθηγήτρια, αναζητεί πάντα κάτι επιπλέον για να προσφέρει στους μαθητές της. Αυτή τη φορά το βρήκε στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού προγράμματος συνεργασίας με σχολεία άλλων χωρών και ο δρόμος την έβγαλε στο Μποβαλίνο, ένα χωριό της Κάτω Ιταλίας. Επτά ημέρες για να γνωρίσουν 100 μαθητές τη λαϊκή κουλτούρα ενός τόπου μπορεί τελικά να προσφέρουν περισσότερα από ό,τι αρκετές εβδομάδες διδασκαλίας στους τέσσερις τοίχους ενός σχολείου.

Πίσω από την κουζίνα

Αλλά ας δούμε πώς δουλεύει το πρόγραμμα προτού φτάσει να ολοκληρωθεί με το ταξίδι. Οι μαθητές μαζεύονται μετά το σχόλασμα και παρουσιάζουν τις παραδοσιακές συνταγές ενός τόπου. «Ξεκινάμε κατ’ αρχάς να διαπιστώσουμε αν πράγματι η κάθε συνταγή είναι παραδοσιακή. Για παράδειγμα, αν δούμε μπέικον στα υλικά ενός ελληνικού πιάτου, εξηγούμε στα παιδιά γιατί αυτή η συνταγή δεν είναι παραδοσιακή. Ετσι, σιγά σιγά μαθαίνουμε τι παράγει ο κάθε τόπος από τα υλικά που χρησιμοποιούνται στην κουζίνα του. Πράγμα που μας οδηγεί στην οικονομία του. Πέρυσι, για παράδειγμα, που είχαμε ασχοληθεί με τη Μάνη, είδαμε ότι είναι μια φτωχή περιοχή, αφού τα βασικά υλικά της κουζίνας της είναι λίγα: λάδι και μέλι. Από την κουζίνα επίσης βλέπουμε αν μια περιοχή έχει εμπορικές σχέσεις εφόσον χρησιμοποιεί κάποιο υλικό που δεν παράγει, ποια είναι η ιστορία της και αν η γυναίκα εργάζεται. Π.χ. η πολύπλοκη κουζίνα της Κωνσταντινούπολης, την οποία επισκεφτήκαμε πέρυσι, δεν συμβαδίζει με απαιτητική γυναικεία εργασία. Ερευνώντας την αστική αθηναϊκή κουζίνα, μια άλλη φορά, διαπιστώσαμε τις τεράστιες αλλαγές που επέφεραν οι μικρασιάτες πρόσφυγες» μου εξηγεί σαν σωστή δασκάλα και κάπως έτσι διακρίνω τα πολλά επίπεδα της γνώσης που κρύβονται πίσω από ένα τσουκάλι με αχνιστό φαγητό.

Ταξίδι στην Κάτω Ιταλία

Επειδή όμως η γνώση για να κατακτηθεί θέλει εμπειρία, μια αυτοψία στον τόπο ολοκληρώνει το ταξίδι της μάθησης. Τα παιδιά επισκέπτονται εστιατόρια, εργαστήρια παραγωγής προϊόντων, μιλάνε με επαγγελματίες, γεύονται τα φαγητά του τόπου και φέρνουν από την Αθήνα τις δικές τους γεύσεις για να τις ανταλλάξουν με τους ντόπιους μαθητές. Μέχρι στιγμής έχουν ταξιδέψει στη Μάνη, στον Βόλο, στην Κωνσταντινούπολη και στην Κάτω Ιταλία. Από αυτό το τελευταίο τους ταξίδι οι μαθητές έμαθαν πως «είμαστε δύο γειτονικοί λαοί με παρόμοια παραγωγή, που όμως δεν την αξιοποιούμε με τον ίδιο τρόπο. Συγκεκριμένα, και οι δύο κουζίνες βασίζονται στο λάδι. Το αμύγδαλο, η ντομάτα, το σκόρδο, το τυρί και τα αλλαντικά εμφανίζονται και στις δύο κουζίνες, αλλά με άλλον τρόπο. Εκείνοι επιπλέον αξιοποιούν πολύ το λεμόνι, φτιάχνοντας λικέρ και γλυκά, καθώς και το περγαμόντο. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό. Μπορεί να είναι τυχαίο, μπορεί να οφείλεται στο ότι εμείς επηρεαστήκαμε περισσότερο από την Ανατολή παρά από τη Δύση…».

Χορτασμένοι και κερδισμένοι

Πέρα όμως από τη γνώση, τι άλλο έχουν κερδίσει οι μαθητές, μπαίνοντας στις ξένες κουζίνες; «Πρώτον, έχουν μάθει να εμβαθύνουν και να αντιλαμβάνονται τις πολλές πλευρές του πολιτισμού. Δεύτερον, ανακαλύπτουν ότι εφόσον οι πολιτισμοί μπορούν να συνυπάρξουν στην κουζίνα, μπορούμε να συνυπάρξουμε και εμείς, και αυτό είναι ένα μήνυμα. Τρίτον, έρχονται σε επαφή με υγιεινά πρότυπα διατροφής, και αυτό είναι πολύ σημαντικό σε μια εποχή που το fast food είναι η παγκοσμιοποιημένη αντίληψη της διατροφής και η παιδική παχυσαρκία έχει εκτιναχθεί στα ύψη». Και η ίδια τι έχει κερδίσει; «Εχω διευρύνει τους πολιτισμικούς μου ορίζοντες, ξεφεύγοντας από την καθημερινότητα και από τα τετριμμένα, και έχω καταφέρει να γεύομαι τον πολιτισμό. Με άλλα λόγια ζω πλουσιότερα. Δεν λένε ότι αν καθήσεις με κάποιον σε ένα τραπέζι, η σχέση σας αποκτά άλλη διάσταση; Ε, εγώ έχω πλέον ουσιαστική σχέση με τους μαθητές μου και με ανθρώπους από διάφορους τόπους». Υπάρχει άραγε κάτι πιο όμορφο από αυτό;

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 21 Iουνίου 2015.