Ο «Αστακός», που διακρίθηκε με το βραβείο της Επιτροπής στο εφετινό Φεστιβάλ των Καννών, είναι σίγουρα μια ταινία που χρειάζεται να ξαναδώ όταν έρθει η ώρα της διανομής της στις αίθουσες. Οχι για να προσπαθήσω να ξεδιαλύνω το μυστήριό της – κάτι τέτοιο είναι μάταιος κόπος σε ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου –, αλλά για να ξαναμπώ λιγάκι στο πνεύμα της, στον μυστηριώδη, ακαθόριστο κόσμο της, όπου μοναχικοί άνθρωποι κλείνονται σε ένα ξενοδοχείο πολυτελείας προκειμένου να ζευγαρώσουν και αν δεν τα καταφέρουν σε 45 ημέρες, θα μεταμορφωθούν σε ζώο της αρεσκείας τους.

Το κομμάτι που συγκράτησα περισσότερο από την ταινία είναι αυτό ακριβώς του ξενοδοχείου, βυθισμένου σε κάποιο καταπράσινο σημείο της καταπράσινης Ιρλανδίας όπου έγιναν τα γυρίσματα. Ο κλειστός δηλαδή χώρος μέσα στον οποίο ο Λάνθιμος (που δεν είναι και ο ορισμός του «ανοιχτού» καλλιτέχνη) μπορεί να δουλέψει άνετα τις ιδιαίτερες ιδέες που σκέφτεται ύστερα από συζητήσεις με τον μόνιμο συνεργάτη του, τον σεναριογράφο Ευθύμη Φιλίππου. Και ακόμη περισσότερο, οι σκηνές στο εστιατόριο του ξενοδοχείου ήταν εκείνες που με συνεπήραν με έναν – ομολογώ – μαγνητικό τρόπο, σαν να με υπνώτιζαν. Είχε ενδιαφέρον να παρακολουθείς τον Κόλιν Φάρελ (με έξτρα κιλά και μούρη που θύμιζε λιγάκι τον Γκράουτσο Μαρξ από τους «Marx Brothers»), τον Τζον Σ. Ράιλι, τον Μπεν Γουίσο, χωρίς απαραιτήτως να τρώνε – πόσω μάλλον αστακό –, να κουβεντιάζουν λέγοντας ασυναρτησίες, να κοιτάζονται επιφυλακτικά μεταξύ τους, ντυμένοι με τα ίδια κοστούμια και βυθισμένοι σε έναν πορτοκαλί φωτισμό που τόνιζε ακόμη περισσότερο την αίσθηση του ακαθόριστου, του θολού, του μυστήριου και ασφαλώς του «πειραγμένου».

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 21 Ιουνίου 2015.