Την πρώτη επαφή μου με το Κάιρο θα τη χαρακτήριζα τραυματική. Επειδή το αεροπλάνο προσγειώθηκε την ώρα που εξέπνεε μια αμμοθύελλα, ικανή ακόμη και στα τελειώματά της να μας ταρακουνήσει – ελαφρώς κατά την ατρόμητη παρέα μου, αλύπητα θα έλεγα εγώ, που δεν τα πηγαίνω καλά με τις πτήσεις. Αφού συνήλθα από το σοκ της καθόδου στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου, πέρασα στο σοκ της γνωριμίας με μια πόλη απερίγραπτης ακαταστασίας και βρωμιάς. Με την άμμο της ερήμου να ίπταται στην ατμόσφαιρα και να κρύβει τον ήλιο, με τους σωρούς των απορριμμάτων στοιβαγμένους μπροστά στα σπίτια, με τις ταράτσες και τα μπαλκόνια να μοιάζουν με σκουπιδότοπους και με τον ταξιτζή που μας πήγαινε προς το ξενοδοχείο να ακούει στη διαπασών αμανέδες και να καπνίζει φυσώντας όλο τον καπνό στα μούτρα μας, η κακή εντύπωση έγινε ακόμη χειρότερη.

Η απελπισία μου κορυφώθηκε στο δωμάτιο του τετράστερου ξενοδοχείου μας με θέα τον Νείλο, όπου, όταν τράβηξα το κάλυμμα του κρεβατιού για να ξαπλώσω, είδα ότι το καθαρό – υποτίθεται – σεντόνι ήταν γεμάτο τρίχες. Ως άνθρωπος που αγαπά τα ταξίδια και ταξιδεύει όσο περισσότερο μπορεί, είμαι πάντα προετοιμασμένος για κακουχίες και απρόοπτα. Εκείνο όμως το πρώτο δίωρο στις όχθες του Νείλου αισθάνθηκα ότι με ξεπερνούσε. «Θέλω να επιστρέψω στην Αθήνα, τώρα!» σκεφτόμουν ενώ περίμενα την καθαρίστρια να μου αλλάξει σεντόνια και παρακολουθούσα από το παράθυρό μου τα φώτα στις όχθες του ποταμού να ανάβουν. Η νύχτα έκανε ακόμη πιο καταθλιπτική αυτή την γκρίζα (όπως μου είχε φανεί) πόλη.

Ευτυχώς δεν επέστρεψα. Γιατί το πρωί της επομένης, που ένα αεράκι είχε στείλει την άμμο πίσω στη Σαχάρα και είχε καθαρίσει τον ουρανό, που το πλατύ ποτάμι έμοιαζε με ποίημα έτσι όπως κυλούσε έξω από το ξενοδοχείο και που ο ευγενέστατος κύριος στη ρεσεψιόν μού ζήτησε συγγνώμη για την κατάσταση στην οποία βρήκα το δωμάτιό μου και μου είπε «νγκαλημέρα παρακάλω!» στα ελληνικά, όλα άρχισαν να αλλάζουν.

Οχι ότι η βρωμιά στους δρόμους έγινε λιγότερη. Ούτε ότι τα κορναρίσματα και οι καβγάδες ανάμεσα στους οδηγούς (τους χειρότερους, νομίζω, που έχω δει στη ζωή μου) σταμάτησαν. Αλλά ξαφνικά, μέσα από την αναρχία και την ασχήμια αναδύθηκε κάτι σαν ομορφιά! Κάτω από τη σκόνη ξεπρόβαλε μια πόλη επιβλητική, που παρά την παρακμή της είχε διασώσει ψηφίδες του λαμπρού παρελθόντος της: στις εισόδους των πολυτελών (κάποτε) πολυκατοικιών της, σε κάτι μικρά στενά που σε περνούσαν θαρρείς σε άλλη εποχή, στις προθήκες των (μοναδικών!) μουσείων της, στα πολύβοα παζάρια, στα ενδότερα των μαγαζιών όπου έβρισκες εμπορεύματα (ρούχα, παπούτσια, αξεσουάρ…) ξεχασμένα από το ’50 και το ’60. Το Κάιρο που τόσο αντιπάθησα στην αρχή, μέσα σε δύο ημέρες το είχα συμπαθήσει τόσο ώστε τρία χρόνια μετά να επιστρέψω για να το γνωρίσω καλύτερα. Ωστε να σχεδιάζω και τρίτη επίσκεψη, στο άμεσο ελπίζω μέλλον, όταν η πολιτικοκοινωνική κατάσταση θα έχει ηρεμήσει.

Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο να εξηγήσω τη γοητεία του σε όποιον δεν το έχει επισκεφθεί: πώς να τον πείσω να κάνει μια βόλτα στις παρακμιακές νεκροπόλεις (με τη βοήθεια ντόπιου ξεναγού απαραιτήτως), εκεί όπου μέσα στους τάφους έχουν στεγάσει τα νοικοκυριά τους φτωχές οικογένειες; Πώς να τον πείσω να τολμήσει την είσοδο στις κλειστοφοβικές πυραμίδες αφού προηγουμένως θα έχει ψηθεί στον αμείλικτο ήλιο της ερήμου; Πώς, ακόμη, να του προτείνω να δοκιμάσει φαλάφελ (από τα νοστιμότερα που έχω φάει) στα φαγάδικα που ανακάλυψα, όταν υπάρχει πάντα ο φόβος δηλητηρίασης; Αν και, επειδή ο έρωτας περνάει από το στομάχι, αν ξεκινήσω την επιχείρηση «γοητεία» από το τραπέζι, ένα καθαρό και περιποιημένο τραπέζι από εκείνα που βρίσκεις στα πολύ καλά εστιατόρια της πόλης μπορεί να με βοηθήσει. Τρώγοντας τις σπεσιαλιτέ της Αιγύπτου θα σας έρθει πιθανώς η όρεξη να τη γνωρίσετε από κοντά, ξεκινώντας από την πρωτεύουσά της, την τόσο γοητευτική ακόμη και μέσα από τις δραματικές αντιθέσεις της. Στρώνω τραπέζι, λοιπόν, με φαλάφελ και χούμους, με αραβικό πιλάφι με φιδέ, με μαριναρισμένο (σε γιαούρτι) κοτόπουλο, με ταμπουλέ, κουσάρι με μαύρες φακές και ρύζι, μολοχία (μια πολύ ιδιαίτερη σούπα), ταχινοσαλάτα, σανμπουσάκ (κρεατοπιτάκια με αρνίσιο κιμά)… Και για φινάλε μπασμπούσα, το αιγυπτιακό σάμαλι, ελαφρύ (που λέει ο λόγος) και μυρωδάτο. Ακόμη να χορτάσετε; Ακόμη να ερωτευθείτε το Κάιρο; Ισως αν δοκιμάζατε και μια μυρωδάτη, σπιτική μπαμπαγκανούς; Και έπειτα πάμε μια βόλτα με φελούκα στον Νείλο. Το καπέλο για τον ήλιο, απαραίτητο!

Σας έχω και τη συνταγή

Μπαμπαγκανούς – ανατολίτικη μελιτζανοσαλάτα

ΥΛΙΚΑ (για 6 άτομα)

3 μελιτζάνες φλάσκες
3 κ.σ. ταχίνι
3 σκελίδες σκόρδο, λιωμένες
χυμό από ½ λεμόνι
1 κ.γ. κύμινο
1 κ.σ. μαϊντανό, ψιλοκομμένο
1 κ.γ. σουμάκ (μπαχαρικό που προέρχεται από ένα είδος αγριοκέρασου και έχει ελαφρώς λεμονάτη γεύση), προαιρετικά
4 κ.σ. έ.π. ελαιόλαδο
αλάτι, πιπέρι

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Ψήνουµε (σχεδόν καψαλίζουµε) τις µελιτζάνες στα κάρβουνα, ή στην εστία της κουζίνας (αφού έχουµε απλώσει από κάτω 2-3 φύλλα αλουµινόχαρτο), ή στο γκριλ.

Τις ξεφλουδίζουμε προτού κρυώσουν τελείως (πού και πού αφήνουμε ελάχιστο καμένο φλούδι για να δώσει καπνιστή γεύση) και τις περνάμε αμέσως από το μπλέντερ προσθέτοντας όλα τα υλικά εκτός από τον μαϊντανό, το σουμάκ και το ελαιόλαδο. Οταν το μείγμα αποκτήσει αλοιφώδη υφή, προσθέτουμε το ελαιόλαδο.

Δοκιμάζουμε και διορθώνουμε τη γεύση – πιθανώς να θέλουμε περισσότερο αλάτι, πιπέρι, κύμινο, ταχίνι ή χυμό λεμονιού. Πασπαλίζουμε με τον μαϊντανό και με το σουμάκ (προαιρετικά) και συνοδεύουμε με αραβικές πιτούλες ελαφρώς ζεσταμένες.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015.