Γουρνοχαρά

Παλαιότερα σε πολλά ελληνικά χωριά παραμονές Χριστουγέννων συνήθιζαν «του γουρουνιού τον θάνατο». Και μάλιστα τον αποκαλούσαν «γουρνοχαρά». Επρόκειτο για το εορταστικό σφάξιμο του γουρουνιού σε κάθε σπίτι, από το κρέας του οποίου έφτιαχναν τις προμήθειές τους (λουκάνικα, παστό) για όλον τον χρόνο. Το πρώτο βράδυ μετά τη σφαγή γινόταν το ευχαριστήριο τραπέζι με χοιρινά μεζεδάκια και τραγούδια για όσους βοήθησαν.

Πουτρίδα

Κεφαλλονιά, Χριστούγεννα, χοιρινό. Αν προσθέσεις και τις λέξεις «κάβολε» και «μάπα», ενδέχεται να μπερδέψεις περισσότερο τον αναγνώστη, αλλά θα φτιάξεις ένα παραδοσιακό φαγητό. Χοιρινή σπάλα, κρεμμύδια, καυτερές πιπεριές και κυρίως λάχανο – οι Κεφαλλονίτες το αποκαλούν μάπα – και κουνουπίδι, το λεγόμενο κάβολε στην κεφαλλονίτικη διάλεκτο, και σπανιότερα μπρόκολο. Σοτάρουμε τα κρεμμύδια και το κρέας, προσθέτουμε νερό και τα αφήνουμε να βράσουν μαζί. Στο ίδιο ζουμί βράζουμε το λάχανο, τις πιπεριές και το κουνουπίδι, αφού απομακρύνουμε το κρέας, και μόλις τα φύλλα του πρώτου μαλακώσουν ξαναβάζουμε το κρέας, σαν reunion δηλαδή, ώστε να… γνωριστούν καλύτερα τα υλικά και να δέσουν μαζί.

Πασπαλάς

Παλιός παραδοσιακός τρόπος διατήρησης του χοιρινού και άλλων κρεάτων. Στα Μεσοχώρια της Εύβοιας κόβουν την κοιλιά του χοίρου σε λωρίδες των 10 εκ. και ύστερα σε μικρότερα κομμάτια, τα πασπαλίζουν με χονδρό αλάτι και τα αφήνουν σε μια λεκάνη για 4-5 ημέρες, αναποδογυρίζοντάς τα κάθε τόσο. Στο τέλος ξεπλένουν το κρέας, το βράζουν και το διατηρούν σε δοχεία για να το χρησιμοποιήσουν σε διάφορους μεζέδες, με σκέτο ψωμί, με πατάτες, με αβγά ή και σε ομελέτες.

Στούμπος

Θα πρέπει να πάει κανείς ως την Κύθνο, και μάλιστα με τη μηχανή του χρόνου, για να μάθει τη σημασία του. Παλιά λοιπόν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μούλιαζαν και στούμπιζαν το σιτάρι – σε μια αναλογία 4 φλ. σιτάρι προς 12 φλ. νερό –, το έβραζαν με λίγο αλάτι και το μοίραζαν σε κούπες, προσθέτοντας και μέλι. Κάποιοι μάλιστα το έτρωγαν με τυρί και γάλα.

Αβγοκαλάμαρα

Πιο εύκολα τα φτιάχνεις παρά τα λες, αφού πρόκειται για… δίπλες. Πέντε αβγά και από πέντε κουταλιές λάδι, ζάχαρη, τσικουδιά (έτσι τα φτιάχνουν στην Κρήτη), ένα ποτήρι γάλα, μπέικιν και όσο αλεύρι σηκώσει. Φτιάχνεται μια ζύμη που ανοίγεται σε φύλλο, κόβεται σε λωρίδες και ωραία σχήματα, και στη συνέχεια τηγανίζεται. Μετά βουτιά στο σιρόπι και ένα «ντους» με σουσάμι, κανέλα, τριμμένα καρύδια και ζάχαρη.

Κουραμπιέδες και μελομακάρονα

Αλήθεια, πώς προέκυψαν τα ονόματά τους; Οσον αφορά το όνομα του κουραμπιέ μπορείς να πεις ότι είναι από τα τουρκικά και να ξεμπερδέψεις. Ανιχνεύεις εκεί μέσα την τουρκική λέξη «κουρού», που σημαίνει ξηρός, και τη λέξη «μπιγέ», παραφθορά του μπισκότου, που ήταν στα λατινικά bis-cuit και ταξίδεψε στην Ασία! Αλλά τα μελομακάρονα; Πώς να εξηγήσεις πώς βρέθηκαν τα μακαρόνια να κάνουν βουτιές στο σιρόπι; Υπάρχει μια άποψη που θέλει το δεύτερο συνθετικό να έχει ρίζες στην ελληνική λέξη «μακαρία», που σχετίζεται με το μακάριος, ο ευτυχής δηλαδή αλλά και ο απελθών σε άλλους κόσμους. Ενα ψωμάκι που προσφερόταν σε κηδείες λεγόταν κι αυτό μακαρία. Με τον καιρό είχαμε μια μετάλλαξη σε σιροπιαστό κατασκεύασμα. Οι Μικρασιάτες τα μελομακάρονα τα έλεγαν «φοινίκια», γιατί μοιάζουν με το σχήμα του καρπού του φοίνικα.