Στην Ινδία δεν έχω πάει ακόμη. Το ταξίδι αυτό παραμένει όνειρο που διαρκώς αναβάλλεται. Τη μία επειδή βγαίνει αρκετά ακριβό (είμαι μεγάλος για να κοιμηθώ σε hostel, δεν είμαι διατεθειμένος να ταξιδέψω με τα λεωφορεία και τα τρένα τους, ούτε να φάω σε αμφιβόλου καθαριότητας ταβερνεία), την άλλη επειδή με τρομάζουν οι αποστάσεις και οι αεροπορικές συνδέσεις (τα εναέρια ταξίδια σε χώρες που δεν μου εμπνέουν ασφάλεια δεν είναι το καλύτερό μου), και επιλέγω άλλους προορισμούς, αφήνοντας το Δελχί και τη Βομβάη για αργότερα. Η αλήθεια πάντως είναι πως, ακόμη και αν δεν έχω βρεθεί (ακόμη) στις όχθες του ιερού Γάγγη, ήρθε κατά κάποιον τρόπο εκείνος σε εμένα. Με τη μορφή μιας γυναίκας που ο μπαμπάς της την έλεγε χαϊδευτικά «ποταμάκι», επειδή «κυλούσε», έτρεχε, διαρκώς έφευγε μακριά του.

Το «ποταμάκι» το γνώρισα σε ένα ταξίδι στο Ισραήλ πριν από πολλά χρόνια. Το πραγματικό της όνομα ήταν Σόνια, το επίθετο πια δεν το θυμάμαι. Από το Δελχί καταγόταν, ήταν μια νόστιμη και καλοαναθρεμμένη Ινδή, από πλούσια οικογένεια, με σπουδές στο εξωτερικό, όπου ζούσε μόνιμα. Εδρα της το Λονδίνο, αλλά συχνά ταξίδευε σε όλο τον κόσμο, ως «ποταμάκι» που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Η Σόνια είναι ο άνθρωπος ο οποίος σε μια εποχή που έβλεπα την Ινδία με τρόμο, ως μια κόλαση επί Γης, με έκανε να τη δω με άλλο μάτι: ως μια πατρίδα γεμάτη αντιθέσεις, από τις οποίες, όπως της άρεσε να λέει, «προκύπτει η μεγαλύτερη ομορφιά». Την είχαν «στριμώξει» τότε τα άλλα μέλη της (δημοσιογραφικής) παρέας, συνάδελφοι από άλλες χώρες, λέγοντάς της ότι δεν μπορείς να μιλάς για ομορφιά όταν γύρω σου υπάρχει τόση πείνα, τόση δυστυχία. Εκείνη προσπαθούσε να μας εξηγήσει κάνοντας λόγο για διαφορετική κοσμοθεωρία, για τον ξεχωριστό τρόπο των Ινδών να βλέπουν τη ζωή και τον θάνατο, την ευτυχία και τη δυστυχία. Δεν καταλάβαινα. Τώρα, έπειτα από πολλά ταξίδια (και στην Ασία), μπορώ να καταλάβω, έχω όμως χάσει την επαφή μαζί της ώστε να συζητήσουμε. Και τη μορφή της αμυδρά τη θυμάμαι.

Εκείνο που θυμάμαι καλά είναι ότι η Σόνια κατάφερε κάτι που κανένας δικός μου δεν είχε καταφέρει: μου έμαθε να τρώω φακές. Μαγειρεμένες, βέβαια, με τον ινδικό τρόπο. Γιατί ο ελληνικός τότε δεν μου άρεσε. Ούτε τώρα μου πολυαρέσει αυτή η αραιή σούπα με τα επιπλέοντα κρεμμύδια και τα καρότα. Στην ινδική εκδοχή η σούπα είναι πηχτή σαν κρέμα, το κρεμμύδι δεν φαίνεται, και το καρότο, κομμένο σε μικρά κυβάκια, είναι κι αυτό (σχεδόν) εξαφανισμένο. Επίσης, στην ελληνική εκδοχή η φακή έχει έντονη… γεύση φακής, ενώ στην ινδική το όσπριο «τυλίγεται» στα μπαχαρικά και αποκτά άλλη ένταση (όπως λένε και οι γευσιγνώστες), αρώματα εξωτισμού που πολύ με συγκινούν. Τέλος, η νταλ, δηλαδή η φακή α λα ινδικά, δεν έχει ξίδι, σε αντίθεση με την ελληνική, στην οποία το συνηθίζουν, ενίοτε υπερβάλλοντας. Το ξίδι δεν το αγαπώ. Αγάπησα όμως την νταλ. Την οποία μας έφτιαξε ένα βράδυ η Σόνια, στο σπίτι όπου τη φιλοξενούσαν, και μας κάλεσε να την απολαύσουμε με τον τρόπο που την έτρωγαν στο σπίτι της: μπόλικο ρύζι μπασμάτι στο πιάτο, λευκό, ολόλευκο και αχνιστό, και από πάνω οι εξίσου αχνιστές φακές, μπόλικες, κρεμώδεις, μυρωδάτες. Ανακατεύεις και απολαμβάνεις. Στο τέλος καθαρίζεις το πιάτο με garlic naan, το ινδικό ψωμί-πίτα που συνοδεύει τα πάντα. Ετσι σβήνεις και το κάψιμο από τα μπαχαρικά. Από δίπλα το λάσι, το δροσιστικό ποτό με γιαούρτι που βοηθάει στη χώνεψη.
Είχα γράψει τη συνταγή της Σόνιας σε ένα μπλοκάκι. Το ξαναβρήκα τις προάλλες, σε μια εκκαθάριση, και ξεφυλλίζοντάς το ξαναθυμήθηκα τις λεπτομερείς οδηγίες που μου είχε δώσει η παλιά φίλη. Τις ακολούθησα κατά γράμμα, και μια Κυριακή το σπίτι μύρισε Ινδία. Εβαλα στο YouTube μουσικοχορευτικά νούμερα του Μπόλιγουντ, κάλεσα δυο φίλους… Η ντισκομπάλα από το ταβάνι έλειπε για να γίνουμε ινδικό μιούζικαλ. Ηταν υπέροχα! (Ναι, αυτή τη φορά λέω να βάλω Δελχί, Τζαϊπούρ και Βαρανάσι στο πρόγραμμα. Ηρθε η ώρα τους!).

Σας έχω και τη συνταγή

3 κ.σ. έ.π. ελαιόλαδο

150 γρ. κόκκινες φακές (αλλά και οποιοδήποτε άλλο είδος)

1 κρεμμύδι, ψιλοκομμένο

2 σκελίδες σκόρδο, ψιλοκομμένες

1 μικρό καρότο, σε κυβάκια

1 μικρή πατάτα, σε κυβάκια

½ κ.γ. κύμινο, σε σκόνη

½ κ.γ. κουρκουμά

½ κ.γ. κόλιαντρο, σε σκόνη

½ κ.γ. πάπρικα καυτερή ή γλυκιά

1 ντομάτα, τριμμένη

100 ml γάλα καρύδας

ελάχιστη ζάχαρη

φρέσκο κόλιαντρο ή μαϊντανό, ψιλοκομμένο

αλάτι, πιπέρι

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Σοτάρουμε στο λάδι τη φακή μαζί με το κρεμμύδι, το σκόρδο, το καρότο, την πατάτα και τα μπαχαρικά. Προσθέτουμε την ντομάτα, τη ζάχαρη και λίγο ζεστό νερό και βράζουμε. Οποτε χρειάζεται προσθέτουμε επιπλέον ζεστό νερό ώσπου να προκύψει ένας πηχτός χυλός.

Οταν είναι έτοιμος, ρίχνουμε το γάλα καρύδας και βράζουμε για 10 λεπτά ακόμη.

Πασπαλίζουμε με φρέσκο κόλιαντρο ή μαϊντανό και σερβίρουμε. Αν θέλουμε να κάνουμε το πιάτο πιο ελαφρύ, παραλείπουμε το σοτάρισμα και προσθέτουμε το λάδι αφού ολοκληρωθεί ο βρασμός.

Συνοδεύουμε με ρύζι, κατά προτίμηση μπασμάτι.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014.