Mαραθουνίτες

Προκύπτουν από τον γάμο του μάραθου και της τηγανίτας. Φτιάχνονται κυρίως στη Σέριφο με μπόλικο μάραθο, που είναι άφθονος αυτόν τον καιρό παντού, φρέσκο ή ξερό κρεμμύδι – επίσης σε γενναίες ποσότητες – και χυλό. Στο ζεσταμένο λάδι του τηγανιού ρίχνουμε τον μάραθο και το κρεμμύδι και όταν μαραθούν λίγο προσθέτουμε το μείγμα στον χυλό. Ανακατεύουμε και από εκεί παίρνουμε κουταλιές που τις ρίχνουμε στο καυτό λάδι. Αυτές οι τηγανίτες είναι οι μαραθουνίτες.

Τσαλαφούτι

Πρέπει να είναι από τις πιο απλές τροφές, που εμφανίζεται όμως πιο πολύ έξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, με συνταγή προέλευσης την ορεινή Αργιθέα. Πρόβειο ή κατσικίσιο γάλα αλατισμένο βράζεται και στη συνέχεια διατηρείται σε δροσερό μέρος για μία εβδομάδα. Θέλει καθημερινό ανακάτεμα ενώ αυτό ξινίζει και πήζει καθώς περνούν οι ημέρες. Τελικά αποκτά μια όψη κρέμας που τρώγεται με το κουτάλι ή αλείφεται στο ψωμί. Κάτι ενδιαφέρον από το παρελθόν: όταν δεν υπήρχαν ψυγεία στα χωριά, την καρδάρα με το τσαλαφούτι την άφηναν σε δροσερές πλαγιές καλυμμένη και με φύλλα.

Σούμα

Λέγεται και ροδίτικη ρακή, αν και τη φτιάχνουν και σε άλλα νησιά όπως είναι η Χίος. Με τη σουμάδα δεν έχει καμία σχέση. Η σουμάδα γίνεται με βάση τα αμύγδαλα, ενώ η σούμα φτιάχνεται κυρίως από σύκα. Τα σύκα μαζεύονται στο τέλος του Αυγούστου, αφήνονται στον ήλιο 20-25 ημέρες για να ξεραθούν και προς τον Οκτώβριο πλέον τα πηγαίνουν στα αποστακτήρια. Επειδή χρειάζεται να προηγηθεί ζύμωση, τα βάζουν σε βαρέλια με νερό και λίγη μαγιά. Τα αφήνουν εκεί για ακόμη δύο εβδομάδες και μετά μπαίνουν στο καζάνι της απόσταξης, τον άμβυκα, μαζί με άλλα φρούτα εποχής, όπως μήλα, πορτοκάλια, μανταρίνια και κυδώνια, που θα χαρίσουν το δικό τους άρωμα. Στη Χίο προσθέτουν και λίγη μαστίχα. Το προϊόν της απόσταξης όλων αυτών είναι η σούμα. Από 130 κιλά φρούτα προκύπτουν περίπου 20 λίτρα αλκοολούχου αποστάγματος.

Πόσσιας

Πρόκειται για ένα κρασοτύρι που συντηρείται και ωριμάζει μέσα σε οινολάσπη. Παράγεται σε πολλά ελληνικά νησιά και κυρίως στα Δωδεκάνησα αλλά στην Κω ονομάζεται πόσσιας ή πόσσας. Φτιάχνεται από αιγοπρόβειο γάλα που ζεσταίνεται στους 34 βαθμούς. Αφού τελειώσει η αρχική διαδικασία, στερεοποιηθεί και ωριμάσει για 20-30 ημέρες, το τοποθετούν σε δοχεία μαζί με την οινολάσπη που αποτελείται από ένα μείγμα πόσσιας (ή τρυγιά ή ίζημα) και κόκκινου κρασιού.

Γάρος

Είναι η αρχαία ονομασία αυτού που θα ονομάζαμε σήμερα ψαρόσαλτσα. Προέκυψε από την αγάπη των προγόνων για τα ψάρια και την προσπάθεια να μην πετούν τίποτα, ούτε καν τα εντόσθιά τους. Εντόσθια ψαριών, λοιπόν, ολόκληρες αθερίνες, ίσως σαφρίδια και σκουμπριά έμπαιναν σε διάλυμα αλατιού μαζί με λίγη ρίγανη και έκαναν για δύο ή τρεις μήνες ηλιοθεραπεία! Μετά το μείγμα περνούσε από σήτα και ο πολτός που προέκυπτε ανακατευόταν με λάδι, κρασί, ξίδι ή και νερό. Ετσι έφτιαχναν το λεγόμενο περίχυμα που τώρα στα νεοελληνικά το λέμε «σος».