Σε ένα όμορφο ελληνικό νησί, σε ένα πέτρινο σπίτι με μια υπέροχη λιθόστρωτη αυλή, μια γυναίκα και ένας άνδρας ζουν με τα δυο σκυλιά τους, καλλιεργώντας το μποστάνι τους, φτιάχνοντας με τα χέρια τους το καθημερινό τους φαγητό, δοκιμάζοντας νέες γεύσεις, μελετώντας και γράφοντας. Το σκηνικό φαντάζει ιδανικό, αλλά δεν σας είπαμε το καλύτερο. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν καταφέρει από τη μικρή γωνιά της Ελλάδας όπου μένουν, την Κέα (ή Τζια), να μοιράζονται τη ζωή τους με ανθρώπους από όλον τον κόσμο και επιπλέον να κάνουν γνωστό τον τόπο τους στην άλλη άκρη του πλανήτη. Διόλου μικρή υπόθεση, αν σκεφτεί κανείς πως κανένας κρατικός φορέας δεν μπόρεσε να προσελκύσει τόσους τουρίστες σε ένα τόσο μικρό κομμάτι γης με το δόλωμα του γαστρονομικού τουρισμού. Ισως επειδή το αντιμετώπισε ως δόλωμα. Ενώ η Αγλαΐα Κρεμέζη και ο Κώστας Μωραΐτης αγαπούν αυτό που κάνουν, το πιστεύουν και το καλλιεργούν συστηματικά, όπως τα φρέσκα ζαρζαβατικά στο περιβόλι τους.

Γαστρονομικές διακοπές

Η ιδέα για το πρόγραμμα των cooking vacations, των εκδρομών που διοργανώνουν μόνοι τους στην Τζια και περιλαμβάνουν μαθήματα μαγειρικής, γευσιγνωσία, ξενάγηση στα αξιοθέατα, πεζοπορία στα μονοπάτια και δείπνα σε επιλεγμένα εστιατόρια, προέκυψε πριν από επτά χρόνια και πήρε σάρκα και οστά σιγά σιγά, σε μια εποχή που δύσκολα τολμά κανείς τέτοιου είδους ανοίγματα. «Η επιτυχία μας οφείλεται στη σκληρή δουλειά και στο ότι όλοι, τόσο οι καλεσμένοι μας όσο και εμείς, περνάμε καλά. Μαγειρεύουμε με υλικά από το μποστάνι μας, προμηθευόμαστε τυριά και κρασί από επιλεγμένα καταστήματα και μικρούς παραγωγούς από όλη την Ελλάδα που έχουμε γνωρίσει προσωπικά έναν έναν και όλοι μαζί τα γευόμαστε. Δεν είμαι σεφ και αυτό που προσφέρω στον κόσμο δεν είναι οι ξεχωριστές συνταγές μου. Μαγειρεύω με βάση τη μεσογειακή κουζίνα, με ελάχιστο κρέας και αγνά υλικά. Με τους καλεσμένους μας γινόμαστε φίλοι τελικά. Είναι παρέα και για εμάς, αφού όλον τον χειμώνα δεν βλέπουμε άνθρωπο. Οταν πηγαίνω στην Αμερική με καλούν κι εκείνοι για να μου ανταποδώσουν τη φιλοξενία, ενώ στην πραγματικότητα εγώ δεν τους έχω φιλοξενήσει» μας λέει η κυρία Κρεμέζη.

Παρόμοια προγράμματα πραγματοποιούνται και στη Γαλλία και στην Ιταλία, από αυτά εμπνεύστηκαν κι εκείνοι τα δικά τους, αλλά στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Για να περιηγηθεί ένα γκρουπ των 5-12 ατόμων στον μεσογειακό γαστρονομικό πλούτο και στην Τζια μέσα σε έξι μέρες, η προεργασία είναι μεγάλη και η Αγλαΐα Κρεμέζη σηκώνεται από τις 6 το πρωί για να φροντίσει τα πάντα. «Ερχεται συχνά κόσμος και με ρωτάει πώς το κάνουμε. Τους απαντώ ότι χρειάζονται τουλάχιστον τρία άτομα αφοσιωμένα – για εμάς δουλεύει μονίμως μία γυναίκα, ενώ τη θερινή περίοδο συνεργαζόμαστε με ακόμη μία – και τους λέω να έχουν υπ’ όψιν ότι πλούσιοι δεν θα γίνουν από αυτό. Θέλει πολλή δουλειά, ακόμη και τους μήνες που δεν έχουμε γκρουπ. Ολον τον χειμώνα φτιάχνουμε το μποστάνι, αναζητάμε παραγωγούς, εστιάτορες, μέρη και ερχόμαστε σε επαφή με τους κατάλληλους ανθρώπους. Παράλληλα, γράφω σε έντυπα και ασχολούμαι με τα social media – φανταστείτε ότι μόνο από το Facebook ήρθαν φέτος τρεις άνθρωποι! – και αναζητάμε συνεχώς καινούργιες ιδέες» συνεχίζει.

Ο άνθρωπος πίσω από το έργο

Το κόστος των εκδρομών δεν είναι χαμηλό (1.500 ευρώ), όμως κάθε χρόνο μερικές δεκάδες τουρίστες ξεκινάνε (κυρίως) από τις μακρινές ΗΠΑ για να φτάσουν στο μέχρι πρότινος άγνωστο ελληνικό νησί. Γιατί το κάνουν αυτό και πώς η Αγλαΐα Κρεμέζη έβαλε την Τζια στον χάρτη των προορισμών τους; «Ερχονται επειδή μου έχουν εμπιστοσύνη, επειδή οι συνταγές μου είναι προσεγμένες και πετυχαίνουν πάντα. Ερχονται επίσης με έναν συγκεκριμένο σκοπό, όχι σαν απλοί τουρίστες. Φυσικά, αν δεν διάβαζαν τα άρθρα μου, δεν θα έρχονταν ποτέ». Βλέπετε, η Αγλαΐα Κρεμέζη δεν είναι μόνο μια φωτογράφος και δημοσιογράφος με ειδίκευση και πείρα στη γαστρονομία που έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με πολλά ελληνικά έντυπα – εμείς στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη θα τη θυμόμαστε πάντα για τη στήλη της «Μέσα κι έξω από το σπίτι» στα «Νέα», το 1982-83, την πρώτη γαστρονομική στήλη σε εφημερίδα, την οποία έφτιαχνε κατόπιν συνεννοήσεως με τον εμπνευστή της, τον ίδιο τον Χρήστο Λαμπράκη. Είναι και ένας άνθρωπος που έχει περάσει άπειρες ώρες μελετώντας τις ρίζες, την ιστορία, τις συγγένειες και τις αλληλεπιδράσεις των φαγητών που μαγειρεύουν οι διάφορες εθνότητες στα παράλια της Μεσογείου και έχει φροντίσει να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις της στο εξωτερικό. Αρθρα της έχουν δημοσιευτεί στους «Los Angeles Times», στα περιοδικά «Gourmet», «Bonne Appetit», «Food Arts», στο «BBC Good Food Magazine», στο «Food and Travel» και αλλού. Αυτή την περίοδο γράφει συστηματικά στο «Food» του «Atlantic Monthly», συνεργάζεται με το αμερικανικό «Saveur», ενώ βιβλία της σχετικά με την κουλτούρα και την ιστορία της μεσογειακής διατροφής κυκλοφορούν τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά, μια δουλειά που όχι μόνο την έχει κάνει γνωστή και της έχει χαρίσει διακρίσεις, αλλά κυρίως έχει προωθήσει τη χώρα μας στο εξωτερικό.

Το ελληνικό δαιμόνιο

Καθώς, λοιπόν, ετοιμάζεται να δει το νέο βιβλίο της – «άλλον έναν τρόπο προώθησης της Ελλάδας» όπως μας είπε – στα ράφια των αμερικανικών βιβλιοπωλείων τον Οκτώβριο και παράλληλα διεξάγει την έρευνά της για τη Βαρβάκειο στο πλαίσιο της ομιλίας της στο Oxford Symposium on Food and Cookery αυτό το καλοκαίρι, παίρνει μια ανάσα για να μας μιλήσει για τους Ελληνες και τον τόπο της που τόσο αγαπά: «Οταν πρωτοήρθαμε στην Τζια, το είχα δει και λίγο πατριωτικά. Ηθελα να προσελκύσω και ντόπιους να μείνουν στο νησί, όμως οι Ελληνες δεν είναι έτσι. Μόνο μία Αθηναία έχει έρθει σε αυτά τα γκρουπ. Και αν με ρωτήσετε ποιο είναι το πρόβλημα με τους Ελληνες γενικά και δεν μπορούν να προκόψουν σε αυτόν τον υπέροχο τόπο, θα σας πω ότι δεν στρώνονται να δουλέψουν. Θέλουν να κάνουν αρπαχτές και όσο πιο φτηνά γίνεται τη δουλειά τους. Για να προσφέρεις σωστές υπηρεσίες, όμως, πρέπει οι άνθρωποι που δουλεύουν για σένα να είναι ευχαριστημένοι και γελαστοί, πόσω μάλλον στον τουρισμό. Το μεράκι λείπει από την Ελλάδα. Να καθήσει κάποιος να φτιάξει ένα μικρό ξενοδοχείο με κήπο, με μποστάνι, που θα έχει λίγα δωμάτια, αλλά θα προσφέρει σπιτικό πρωινό και φαγητό (όπως τα chambres d’hôtes στη Γαλλία). Χρειάζεται δουλειά και μεράκι για να προσελκύσεις κόσμο. Ετσι έρχεται η ανάπτυξη». Αν εκείνη θα ερχόταν πίσω στην Αθήνα; «Για κανέναν λόγο. Δεν μπορώ να περιορίζομαι. Eχω μάθει να βγαίνω κάθε πρωί βόλτα με τα σκυλιά μου στον καθαρό αέρα. Την Αθήνα μού αρέσει να την επισκέπτομαι».

Πληροφορίες στο www.keartisanal.com και στο www.aglaiakremezi.com