Σταφυλίνακας

Αρχίζουμε ζόρικα, κυρίως για όσους δεν είναι από την Κρήτη. Ο σταφυλίνακας είναι ένα άγριο καρότο με λευκή ρίζα, πολύ αρωματικό, του οποίου τόσο η ρίζα όσο και οι βλαστοί τρώγονται, αρκεί βέβαια να τα βρείτε. Είναι ένας από τους προγόνους του γνωστού μας, συχνά άοσμου στις μέρες μας, καρότου.

Λαγουδοπαξίµαδο

Επειδή τα περίεργα ονόματα αρέσουν στους συλλέκτες λέξεων, δίνουμε άλλο ένα, ακόμη πιο περίπλοκο: το λαγουδοπαξίμαδο. Είναι και αυτό χόρτο, κυρίως της Ανατολικής Κρήτης, της οικογένειας των Χειλανθών, μοιάζει με τον κισσό, με έρποντες βλαστούς. Στην Κρήτη, όσοι το ξέρουν το χρησιμοποιούν συχνά αντί για μαϊντανό. Τα δύο αυτά χόρτα ανήκουν στην κατηγορία των «γιαχνερών», όπως τα λένε στην Κρήτη. Δηλαδή, στα φαγητά κατσαρόλας. Μετά το σοτάρισμα του κρεμμυδιού, βάζουν στη χύτρα πατάτες, ντομάτες και διάφορα χόρτα, με τελευταία τα πιο ευαίσθητα, και προκύπτει ένα αρωματικό φαγητό.

Πλακόπιτα

Κατ’ αρχάς, δεν είναι πίτα. Είναι ψωμί, γνωστό εδώ και αιώνες. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους ψηνόταν σε θερμασμένες πλάκες ή ρηχά ταψιά και επειδή ήταν λεπτό γινόταν γρήγορα, χωρίς να απαιτεί πολύ υψηλή θερμοκρασία. Την ίδια περίοδο είχαν και τις κεραμόπιτες, ψημένες σε κεραμίδια, και όταν έφθασαν στο σημείο να ψήνουν κατευθείαν μέσα στις στάχτες δημιουργήθηκε ο «σταχτοκυλισμένος» άρτος ή σταχτοκουλούρα.

Φασόλια λασπιώτικα

Δεν πρόκειται για μια αποτυχημένη συνταγή. Είναι φασόλια δυσεύρετα στις μεγάλες πόλεις και προέρχονται από ένα χωριό της Ευρυτανίας, τον Αγιο Νικόλαο, που απέχει 2 χιλιόμετρα από το Καρπενήσι και παλαιότερα λεγόταν Λάσπη.

Κοτόπουλο στην τσερέπα

Σε μια κατσαρόλα ρίχνουμε το κρεμμύδι χονδροκομμένο, το σκόρδο και τις πιπεριές, ψιλοκομμένες. Τα αφήνουμε να ροδίσουν και τα σβήνουμε με λίγο κρασί. Προσθέτουμε τις ντομάτες, ξεφλουδισμένες και ψιλοκομμένες, μαϊντανό και δυόσμο, αλάτι και πιπέρι. Σιγοβράζουμε για να δέσει η σάλτσα μερικά λεπτά και σβήνουμε ρίχνοντας κόκκινο κρασί. Ψήνουμε στον φούρνο κοτόπουλο επάνω σε πατάτες περιχυμένο με τη σάλτσα. Οσο για την τσερέπα; Θα τη βρείτε μόνο στα παλιά νοικοκυριά. Ηταν ένα παλιό σκεύος από πυρόχωμα που άντεχε στις υψηλές θερμοκρασίες του φούρνου.

Πράμνειος οίνος

Κρασί από την Ικαρία, πολύ δυνατό. Από αρχαιοτάτων χρόνων ευδοκιμούσε στα αμπέλια της περιοχής κάποιος μύκητας που είχε την ικανότητα ακόμη και σε πολύ υψηλούς αλκοολικούς βαθμούς να επιζεί και να φέρνει σε πέρας τη ζύμωση. Ετσι, ο Πράμνειος οίνος απέκτησε μεγάλη φήμη. Οσο για την ονομασία του, άλλοι πιστεύουν ότι οφείλεται στο «πραΰνω το μένος» και άλλοι στο ικαριώτικο Πράμνειον όρος όπου ευδοκιμούν αμπελώνες. Ενας οίνος «ούτε γλυκύς ούτε παχύς, αλλ’ αυστηρός», όπως τον αναφέρει ο Αθήναιος.