Τις πρώτες ηµέρες που µπήκα στο υπουργείο Εξωτερικών και ανέλαβα ακόλουθος στο κτίριο της οδού Βασιλίσσης Σοφίας 5, ένας πρέσβης µού είπε κάτι στο οποίο δεν έδωσα τότε καµία σηµασία. Είκοσι οκτώ χρόνια αργότερα, µε υπηρεσιακό βαθµό που µε έφερε επικεφαλής ελληνικής πρεσβείας στο εξωτερικό, διαπίστωσα ότι ήταν λόγια εµπειρίας και σοφίας εκείνα που άκουσα τότε. «Θα σου τύχει κάποιες φορές να βρεθείς αντιµέτωπος µε γεγονότα και καταστάσεις τις οποίες καµία πανεπιστηµιακή διδασκαλία δεν σου έχει µάθει» µου είπε. Και πρόσθεσε: «Αυτοσχεδίασε δίχως να το δείξεις, µείνε ψύχραιµος και δράσε τάχιστα».

Μια ήσυχη ηµέρα

Ηταν ο τελευταίος χειµώνας της δραχµής και τα τηλεγραφήµατα από την Αθήνα που έρχονταν στην πρεσβεία έδειχναν το άγχος που είχε καταλάβει τις διευθύνσεις του υπουργείου µας για την «έλευση του ευρώ». Θυµάµαι ότι είχα ενηµερώσει την κυβέρνηση στην οποία ήµουν διαπιστευµένος, είχα συζητήσει το θέµα µε δυο-τρεις ευρωπαίους συναδέλφους που οι χώρες τους ήταν ήδη στη «ζώνη του ευρώ» και καθώς η σύζυγός µου βρισκόταν στην Αθήνα και δεν έτρεχε τίποτε στην περιοχή της αρµοδιότητάς µου – υπηρετούσα σε µακρινή ασιατική χώρα – περνούσαµε όλοι στην πρεσβεία αυτό που λένε «χαλαρά».

Πού να φανταστώ τι µας έµελλε να αντιµετωπίσουµε. Μόλις είχα πάρει πρωινό στην πρεσβευτική κατοικία µε έναν γραµµατέα της πρεσβείας, ο οποίος «δεν είχε τίποτε το σπουδαίο να µου αναφέρει», όταν ξαφνικά ακούσαµε φωνές έξω στον δρόµο και βρόντους στη σιδερένια πόρτα του κήπου, στην είσοδο της µικρής µονοκατοικίας. Τρέξαµε στο παράθυρο και, προτού καταλάβω τι συµβαίνει, βλέπω την πόρτα να καταρρέει, τρεις εξαγριωµένους νεαρούς µε ξύλα και σιδερένια κοντάρια στα χέρια τους να φωνάζουν ακατάληπτα σε µένα λόγια και ένα πλήθος να περνά την πόρτα και να τους ακολουθεί. Ολα αυτά µέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και ενώ δεν έχω ακόµη προλάβει να αντιδράσω, ακούω να βροντοχτυπούν την εξώπορτα του κτιρίου µε φωνές και άγριες κραυγές. Την ίδια στιγµή µπαίνει στην τραπεζαρία έντροµη η ντόπια καµαριέρα ξεφωνίζοντας κι εκείνη στη δική της γλώσσα – άγνωστη κι αυτή σε µένα – κι από πίσω της ο σοφέρ της πρεσβείας, ντόπιος κι αυτός. Εντυπωσιακά ατάραχος, µε πληροφορεί ότι είναι Τούρκοι αυτοί που µπήκαν στον κήπο και ότι το αυτοκίνητο της πρεσβείας είναι στο γκαράζ, αλλά όχι ασφαλισµένο.

Απειλές σε ξένη γλώσσα

Από το µυαλό µου περνά η υποψία ότι θα έγινε κάποιο επεισόδιο στο Αιγαίο ή στα σύνορα και… Ο Θεός να βάλει το χέρι Του. Προηγουµένως, όµως, έπρεπε να αντιµετωπίσω αυτούς που βροντοχτυπούσαν την εξώπορτα και φώναζαν εξαγριωµένοι.

Να µη σας κουράζω µε λεπτοµέρειες. Αρκεί να σας πω ότι δεν ήταν Τούρκοι, αλλά Κούρδοι, και ότι δεν έκρυψαν καθόλου τις προθέσεις τους. Να τα κάνουν λίµπα. Διότι η ελληνική κυβέρνηση παρέδωσε στην Τουρκία τον αρχηγό τους, Αµπντουλάχ Οτσαλάν! Ιδέα δεν είχα για αυτό, οι δύο αγγλόφωνες εφηµερίδες δεν έγραφαν τίποτε και στις πρωινές ειδήσεις του ραδιοφώνου δεν υπήρχε τέτοια είδηση. Είχα φέρει στο χολ της εισόδου τέσσερις από τους εισβολείς – οι δύο µόνον ήταν άοπλοι και ο ένας µιλούσε αγγλικά – και προσπαθούσα να σκεφτώ πώς να αντιµετωπίσω την κατάσταση. Σκεφτόµουν ότι «εισβολή» θα είχε γίνει και στην ελληνική πρεσβεία, αλλά αυτό δεν µε ανησυχούσε ιδιαίτερα, επειδή βρισκόταν σε όροφο πολυκατοικίας και η πόρτα της εισόδου της ήταν πολύ ανθεκτική.

Ο αιφνιδιασµός λειτουργεί

Ξαφνικά, είχα µια ιδέα – το γράφω τώρα και βλέπω πόσο παράλογη ήταν, αλλά λειτούργησε. Σε µια στιγµή που εκείνος που µιλούσε αγγλικά σταµάτησε τις βρισιές και τις απειλές για την Ελλάδα και την κυβέρνηση, τον ρώτησα αν είχε πάρει µπρέκφαστ. Πολύ ψυχρά, σαν να µη συνέβαινε τίποτε. Εµεινε κόκαλο! Κάτι συζήτησε µε τους άλλους τρεις και, πολύ σεµνά, πολύ ήπια, ένας άλλος άνθρωπος µού απάντησε πως όχι, κανένας δεν είχε πάρει πρωινό, γιατί έκαναν ολονυκτία υπέρ της σωτηρίας του αρχηγού τους (φαντάζοµαι και καταστρώνοντας σχέδια για την άλωση του ελληνικού φρουρίου). Με ύφος λόρδου εικοστής γενιάς που δεν δεχόταν αντίρρηση, τους λέω ότι είναι απαράβατο ελληνικό έθιµο να προσφέρουµε πρωινό στους πρωινούς επισκέπτες και µε την ανάλογη χειρονοµία τούς καλώ να µε ακολουθήσουν στην τραπεζαρία. Απίστευτο. Χωρίς καµιά αντίρρηση, ήσυχα και ήρεµα, και οι τέσσερις πέρασαν στην τραπεζαρία.

Τσάι και συµπάθεια

Τι τους προσφέρεις τώρα; Τσάι, βέβαια, αλλά θα αρκούσε αυτό µόνο για να τους κατευνάσει ώστε να αποφύγω το λιντσάρισµα; Δήλωσα, µε ύφος πάντοτε, ότι θα πάω να επιβλέψω το µπρέκφαστ. Τους παρέδωσα στον γραµµατέα µου και πήγα στο γραφείο µου για να ενηµερώσω την Αθήνα και να επικοινωνήσω µε το αρµόδιο γραφείο ασφαλείας του τοπικού υπουργείου. Περνώντας από την κουζίνα είπα στην καµαριέρα, που εκτελούσε και χρέη µαγείρισσας, να ετοιµάσει «πρωινό για βασιλιά».

Μην περιµένετε ότι είχα σηµειώσει το… µενού εκστρατείας που «ο πρεσβευτής της Ελλάδας προσέφερε στους πρωινούς κούρδους επισκέπτες του» – όπως παρουσίασε ο γραµµατέας µου τα πιάτα που έφερνε από την κουζίνα ο σοφέρ, σε ρόλο µετρ και σερβιτόρου. Είχαν έρθει στην τραπεζαρία και οι άλλοι που είχαν µείνει απέξω – καµιά δεκαριά. Από δύο και τρία ποτήρια τσάι ο καθένας τους, σάντουιτς µε ψητό σολοµό και βραστές γαρίδες – ευτυχώς το ψυγείο διέθετε άφθονα ψαρικά – french toasts (ψηµένες φέτες ψωµί βουτηγµένες σε γάλα και χτυπητό αβγό), χυµούς και µια τάρτα µε φρούτα, ένα γλύκισµα που πάντοτε υπήρχε στο σπίτι για έκτακτες ανάγκες.

Η ευγένεια υποχρεώνει

Οταν µισή ώρα αργότερα ξαναµπήκα στην τραπεζαρία, είχαν τελειώσει οι περισσότεροι. Ηταν φανερό ότι δεν ένιωθαν άνετα. Δυο-τρεις απάντησαν «Yes» και άλλοι κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους, όταν ρώτησα – µε ύφος πάντοτε – αν ήταν καλό το µπρέκφαστ. Και σαν να µη συνέβαινε τίποτε, ένας ένας χαιρέτησε τον σοφέρ-σερβιτόρο και εµένα µε σκύψιµο του κεφαλιού και αποχώρησαν. Μόνο εκείνος που µιλούσε αγγλικά µε ρώτησε αν οι Τούρκοι θα εκτελούσαν τον Οτσαλάν. Απάντησα «όχι», αλλά µε τέτοιο ύφος, µε τόση βεβαιότητα, που άνοιξα την καρδιά του εισβολέα µας. Στο υπουργείο στην Αθήνα, όταν τους τηλεφώνησα τα καθέκαστα, δεν πίστευαν ότι έληξαν όλα τόσο οµαλά.