Tο καλοκαίρι του 1974 υπηρετούσα σε πρωτεύουσα κράτους του τότε Ανατολικού Συνασπισµού και καθώς ο πρέσβης είχε πάρει άδεια, ήµουν βαθµολογικά ο προϊστάµενος. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τι έπεσε στο κεφάλι µου όταν έγινε το πραξικόπηµα στην Κύπρο και ακολούθησε η τουρκική εισβολή. Η κυβέρνηση στην οποία ήµασταν διαπιστευµένοι ήταν από τις λιγότερο ψυχρές προς τη χούντα και το σοκ που δέχτηκε την έκανε να µην ξέρει πώς να φερθεί.

Παρ’ ολίγον πρέσβης

Ο ασφαλίτης που µας είχαν στείλει από την Αθήνα ήταν περίπτωση. Με διαταγή από την Αθήνα, τον διαπιστεύσαµε «οικονοµικό σύµβουλο», και ας µην είχε ιδέα από οικονοµικά. Αυτός, λοιπόν, ο Ανταµ Σµιθ-µαϊµού, που πίστευε στην «επανάσταση», µας έφερε την είδηση: «Θα καλέσουν τον κύριο πρέσβη µας στο υπουργείο τους». Ηδη είχα δεχτεί µια πρόσκληση να συναντήσω έναν «ειδικό προεδρικό σύµβουλο» στο γραφείο του υπουργού Εξωτερικών. Φυσικά, πήγα.

Τον συνάντησα στο γραφείο του διευθυντή του υπουργείου, µε έβαλε να καθήσω στον δερµάτινο καναπέ κάτω από τη φωτογραφία του αρχηγού του κράτους και χωρίς περιστροφές µού είπε ότι ούτε το πραξικόπηµα εναντίον του Μακαρίου περίµεναν ούτε µπορούσαν να φανταστούν ότι θα εισέβαλλαν οι Τούρκοι στην Κύπρο. Και τώρα τι γίνεται; Εσείς τι εξελίξεις προβλέπετε; µου λέει. Μου ήρθε να γελάσω. Τι µπορούσα να του απαντήσω; Περιορίστηκα σε γενικότητες και του έδωσα να καταλάβει ότι και εµείς στην πρεσβεία ήµασταν πελαγωµένοι. Δεν τον ικανοποίησα. Επέστρεψα στο γραφείο µου έτοιµος να επικοινωνήσω µε το υπουργείο στην Αθήνα – αισιοδοξούσα ότι, παρά το χάος, κάποιον θα εύρισκα να τον ενηµερώσω για τη συνάντηση – όταν εισέβαλε στο γραφείο ένας συνάδελφος και µου είπε: «Είναι στο τηλέφωνο ο υπουργός και θέλει να σου µιλήσει».

Πρόσκληση σε δείπνο

Με την επιβλητική φωνή του µε πληροφόρησε σε καλούτσικα γαλλικά ότι τον είχε ενηµερώσει ο συνοµιλητής µου και µε κάλεσε σε dinner το ίδιο βράδυ στο σπίτι του. Πώς να του πεις ότι δεν µπορείς να αποµακρυνθείς από το πόστο σου λόγωτης κατάστασης, πώς να αρνηθείς όταν σου λένε «θα στείλω το αυτοκίνητό µου να σε πάρει»;Ούτε το µενού είχε κανένα ενδιαφέρον, ούτε οι πέντε διπλωµάτες και υπηρεσιακοί που κάθησαν µαζί µας είπαν τίποτε σηµαντικό, ούτε τους διαφώτισα µε τις απαντήσεις µου. Αν τα γράφω όλα αυτά, είναι γιατί και η συνοµιλία µε τον προεδρικό σύµβουλο και το βραδινό γεύµα στο σπίτι του υπουργού ήτανµια γκάφα πρώτου µεγέθους του υπουργού και του γραφείου του. Ο άνθρωπος νόµιζε πως ήµουνο πρεσβευτής της Ελλάδας, όχι ο Χ σύµβουλος που τον αντικαθιστούσε. Γι’ αυτό, µε τίµησαν µε το υπουργικό γεύµα, πράγµα σπάνιο για το πρωτόκολλό τους, και µου ζητούσαν προβλέψεις και εκτιµήσεις.

Μαγειρεύοντας πληροφορίες

Δεν γνωρίζω πότε έµαθαν την πραγµατικότητα. Εµείς το µάθαµελίγες ηµέρες αργότερα από τον «οικονοµολόγο» µας. Του το εµπιστεύτηκε, µας είπε, κάποιος από τους δικούς τους µε τον οποίο έκανε παρέα. Ξέραµε ότι ο ασφαλίτης από την Αθήνα είχε πάρε-δώσε µε τους ντόπιους συναδέλφους του. Από αυτούς µας έφερνε «σπουδαία νέα», ήδη γνωστά σε εµάς. Και είµαι βέβαιος ότι τους έδινε ως αντάλλαγµα κάποιες πληροφορίες που για πλάκα τον αφήναµε να µας αποσπάσει.