Hταν στα χρόνια του Ψυχρού Πολέµου, όταν η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να ανοίξει προξενείο σε µία από τις πιο οπισθοδροµικές χώρες της Βορειοανατολικής Ασίας – ας µην πούµε ονόµατα, αν και, όπως µαθαίνω, έχουν γίνει τεράστια βήµατα προόδου, σε όλα τα επίπεδα, από τότε. Και δεν θα είχα καµιά αντίρρηση για το νέο προξενείο µας, αν δεν έπεφτε σε µένα το λαχείο να το ανοίξω. Δεν έµαθα ποτέ πώς και γιατί εγώ.

Δεν είναι εύκολη δουλειά να ανοίξεις προξενείο και είναι ακόµη πιο δύσκολη όταν αυτό πρέπει να γίνει σε µια χώρα όπου δεν έχεις πρεσβεία και όπου η τοπική γραφειοκρατία καµιά φορά ψάχνει σε εγκυκλοπαίδεια για να πληροφορηθεί ποια είναι αυτή η Ελλάδα. Εκανα προεργασία επί µία εβδοµάδα. Διάβασα κείµενα – δεν υπήρχαν και πολλά –, συνάντησα ξένους διπλωµάτες που είχαν κάποια ιδέα και πήρα την αποστολή… παλικαρίσια. Μου έδωσε το υπουργείο κάποια χρήµατα και ήµουν έτοιµος να ξεκινήσω όταν, ευτυχώς, εντελώς τυχαία, συνάντησα έναν γνωστό µου έλληνα επιχειρηµατία που έφερνε ξυλεία από τη χώρα στην οποία κατευθυνόµουν. Είχε την εµπειρία. Τον ρώτησα, λοιπόν, τι έχει ιδιαίτερη αξία εκεί. Η απάντησή του κυριολεκτικά µε έσωσε και, ως αποτέλεσµα, προσέδωσε µεγάλο κύρος στην Ελλάδα. «Φρούτα και φρέσκα λαχανικά, ακόµη και µαϊντανός!».

Λάχανα ο θησαυρός!

Η αεροπορική εταιρεία µε την οποία ταξίδεψα, µέσω Ζυρίχης, είχε πρόβληµα όταν είδε µαζί µε τις δύο «διπλωµατικές» βαλίτσες µου και τρία τελάρα: Το ένα µε κατακόκκινες ντοµάτες, το δεύτερο µε λεµόνια και σέλινο και το τρίτο µε µαρούλια, ραπανάκια, άνηθο και άλλα σαλατικά. Ολα καλά αµπαλαρισµένα και µε ένα «fragile» (εύθραυστον) στο περιτύλιγµα.

Δεν ξέρω αν στον τόπο του προορισµού µου θα είχα την εξυπηρέτηση που απόλαυσα αν, αντί για µαρούλια, είχα µαζί µου δολάρια και χρυσές λίρες. Οταν ο υπάλληλος της εθιµοτυπίας µε υποδέχτηκε στο αεροδρόµιο και είδε τα τρία τελάρα, έκανε σαν να έβλεπε το χρηµατοκιβώτιο της American Bank. Αγνωστο πώς, το µεγάλο νέο έγινε γνωστό όχι µόνο στο υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του, αλλά και στην κυβέρνηση και στον πρόεδρο της Δηµοκρατίας. Αποτέλεσµα; Σε 48 ώρες θα έδινα τα χαρτιά µου στον υπουργό, τη στιγµή που ο ιταλός πρεσβευτής παρουσίασε τα έγγραφά του πέντε εβδοµάδες µετά την άφιξή του.

Δασκαλεµένος από τον έλληνα επιχειρηµατία, παρουσιάστηκα στο υπουργείο έχοντας µαζί έναν υπάλληλο του ξενοδοχείου που κουβαλούσε τρεις-τέσσερις σακούλες µε τα λαχανικά και τις ντοµάτες. Στην είσοδο του υπουργείου, ενός ογκώδους, επιβλητικού κτιρίου, µε περίµεναν δύο υπάλληλοι. Νοµίζω πως το βλέµµα τους, από τη φύση του ψυχρό και µάλλον βλοσυρό, άλλαξε µόλις είδαν τις σακούλες. Εδωσα τη µία λέγοντας, στα αγγλικά, και κάνοντας νόηµα – καλού-κακού – ότι προορίζεται και για τους δύο και το ίδιο έκανα όταν συνάντησα τον επιβλητικό προσωπάρχη. Κατά τη διάρκεια της συζήτησής µας, που κράτησε περίπου 20 λεπτά και αφορούσε τα πρακτικά ζητήµατα του προξενείου, µπήκαν στο γραφείο τρία ή τέσσερα πρόσωπα που µε χαιρέτησαν διά χειραψίας, µου έκαναν κάποιες ερωτήσεις σε στοιχειώδη αγγλικά και έφυγαν. Δεν είχα παραισθήσεις, αλλά ήµουν βέβαιος ότι ενδιαφέρθηκαν µάλλον για τις κόκκινες ντοµάτες και τα λεµόνια, παρά για µένα ή την Ελλάδα και το προξενείο της. Στον έναν, που µου συστήθηκε ως αρµόδιος για τις µετακινήσεις µου (αυτοκίνητο, βενζίνη, οδηγός) και από τον οποίο πραγµατικά εξαρτιόµουν, έδωσα τη σακούλα µε τις ντοµάτες και τα λεµόνια. Παραβλέποντας καλούς τρόπους και πρωτόκολλα, έβγαλε ένα λεµόνι, το µύρισε, το κοίταξε, το ξαναµύρισε και το έβαλε πίσω στη σακούλα µε προσοχή, λες και ήταν διαµαντόπετρα. Αργότερα, έµαθα ότι τα λεµόνια ήταν τόσο σπάνια, που, όταν εµφανίζονταν στην αγορά, στοίχιζαν σχεδόν µισό µεροκάµατο. Ετσι, λοιπόν, ο ξενοδόχος στον οποίο έδωσα δύο ντοµάτες και ένα µαρούλι είχε πάντοτε γνήσιο «γαλλικό καφέ» για µένα, την ώρα που οι άλλοι έπιναν ρεβιθοκαφέ.

Εισιτήριο για δύο γεύµατα

Η συνάντηση µε τον προσωπάρχη έληξε µε µια έκπληξη. Μου ανακοίνωσε ότι είχα τρεις προσκλήσεις, µία του υπουργού Εξωτερικών, µία από τον δήµαρχο-κυβερνήτη της πολιτείας και µία από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης «σε χρέη πρωθυπουργού» – τον τελευταίο δεν τον είδα ποτέ.

Το γεύµα µε τον υπουργό είχε ενδιαφέρον όχι για όσα ήρθαν στο τραπέζι, ούτε επειδή κράτησε σχεδόν τέσσερις ώρες. Νωρίτερα, ο προσωπάρχης µε πληροφόρησε ότι θα έπρεπε να ρίξω στους ώµους µου ένα πολύχρωµο σάλι, φοδραρισµένο µε το χνουδωτό δέρµα λευκής αρκούδας, καθ’ ότι «ο υπουργός θα προσέλθει µε επίσηµη στολή». Το ίδιο και οι άλλοι καλεσµένοι του. Το ξενοδοχείο, προφανώς ειδοποιηµένο, µου προµήθευσε το απαιτούµενο – είχε και χάντρες στα δύο άκρα του – και ένιωσα τους ώµους και τη ράχη µου να καίνε όταν το έριξα πάνω µου. Οσο για τον υπουργό, φορούσε ένα µεταξωτό πορτοκαλί καφτάνι µε µια γούνα χωρίς µανίκια, ως τη µέση του. Εννοείται ότι, µαζί µε τη χειραψία, προσέφερα µε κάθε σοβαρότητα µια µεγάλη πλαστική σακούλα, «τα δώρα της πατρίδας µου, της Ελλάδας». Εδειξε ότι τα περίµενε.

Ο δήµαρχος-κυβερνήτης έκανε επίδειξη τοπικών φαγητών. Πρέπει να παρήλασαν 12 πιάτα µπροστά από τους 24 συνδαιτυµόνες. Ολοι άντρες, όλοι µε µαύρο κοστούµι, λευκό πουκάµισο και µονόχρωµη γραβάτα. Αρχίσαµε µε ένα αρµυρόπικρο γιαουρτόγαλα το οποίο συνοδευόταν από κάποια παραλλαγή βότκας, την οποία έπρεπε να κατεβάσεις µόλις κατάπινες το γάλα. Ακολούθησαν καπνιστά ψάρια λίµνης πασπαλισµένα µε τριµµένο καρύδι. Ηρθε κατόπιν η σειρά για µια τοπική παραλλαγή του ατζέµ πιλάφ (ρύζι να πλέει σε ζεµατιστό βουβαλίσιο βούτυρο και κοµµάτια τσιγαρισµένου κοτόπουλου) που συνοδευόταν από κονιάκ Αρµενίας και ένα µπολ µε καθαρισµένα φρέσκα ρόδια. Εγινε µια διακοπή 15 λεπτών για να βγουν να καπνίσουν µερικοί και όταν ξαναγύρισαν, τα γκαρσόνια µάς έφεραν µαύρο χαβιάρι επάνω σε φρυγανιές και ένα ποτηράκι βότκα. Με τρόπο τα γκαρσόνια έφεραν στο τραπέζι καµιά δεκαριά µπουκαλάκια παγωµένη βότκα. Αδειασαν γρήγορα. Σε µένα δεν έφεραν – κάτι ήξεραν. Στα κρεατικά που ακολούθησαν είχαµε δύο επιλογές. Σουβλάκι – τουλάχιστον µισό µέτρο – µε κρέας διαφόρων ζώων ή «λαιµό µπεµπέ βούβαλου» στον φούρνο, περιχυµένο µε ζουµί άγριων µανιταριών εποχής, συνοδεία κρασιού από βατόµουρα. Συνεχίσαµε µε πίτες διαφόρων ειδών – πουλερικά, κρέατα, πολτοποιηµένο καπνιστό ψάρι. Πουθενά λαχανικό, φυσικά. Το γεύµα τελείωσε ύστερα από πέντε ώρες µε ζυµαρικά, φούρνου και τηγανητά, όλα περιχυµένα µε σιρόπια διαφόρων γεύσεων. Με κάποιο πρόσχηµα απέφυγα τα περισσότερα, αλλά αυτό δεν φάνηκε να ενόχλησε κανέναν. Το εισιτήριό µου, δηλαδή το περιεχόµενο των τελάρων µου, έγινε αντικείµενο συζήτησης και η Ελλάδα εισέπραξε συγχαρητήρια που «σκέφτηκε να στείλει κάτι που ιδιαίτερα εκτιµάται» στην πατρίδα του κυβερνήτη.

Τα χρυσά βατόµουρα

Είχα και έναν πιο υλιστικό µπουναµά. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο µου, βρήκα τέσσερα µπουκάλια τοπικού λικέρ βατόµουρο. Μου κράτησαν σχεδόν δύο χρόνια, όσο δηλαδή έµεινα εκεί. Από ευρωπαίους συναδέλφους πληροφορήθηκα ότι δεν συνηθίζονταν τέτοιες γαλαντοµίες και ότι, σε κάθε περίπτωση, εκείνα τα λικέρ ήταν το πιο πολύτιµο προϊόν της χώρας τους. Σήµερα, είναι το αέριο και το πετρέλαιο.