Hµουν τυχερός στη Νέα Υόρκη. Μόλις είχα µετατεθεί από µια ασιατική χώρα δίχως το παραµικρό ενδιαφέρον για την Ελλάδα – αλλά και για άλλες ευρωπαϊκές χώρες – και έπεσα στον «οµφαλό της Γης», το Μανχάταν. Βρήκα διαµέρισµα µάλλον εύκολα και µαζί µε αυτό µια ευχάριστη έκπληξη. Βλέπετε, δεν είναι εύκολο να βρεις σπίτι στη Νέα Υόρκη. Οχι επειδή δεν υπάρχουν διαθέσιµα, ούτε επειδή το ενοίκιο είναι υπερβολικό. Απλώς, ο ιδιοκτήτης, συνήθως κάποια τράπεζα ή µεγάλη εταιρεία, αρνείται να νοικιάσει σε διπλωµάτη, επειδή αυτός χαίρει ασυλίας και µπορεί να του προκαλέσει κάποια ζηµιά ή να του «σκάσει» κάποια ενοίκια…

Οι απέναντι

Η ευχάριστη έκπληξη, όµως, που είχα ήταν άλλη. Στον ίδιο όροφο της πολυκατοικίας και ακριβώς απέναντι από την είσοδο του διαµερίσµατός µου βρισκόταν το διαµέρισµα µιας εκ των µεγάλων οικογενειών της Αµερικής. Από τη µία η περιέργεια (των Αµερικανών), από την άλλη η διπλωµατική ιδιότητα «του απέναντι», καθώς και δύο συναντήσεις στο ασανσέρ µε µια ηλικιωµένη κυρία – αργότερα έµαθα ότι ήταν η (πάµπλουτη) µητέρα του απέναντι – ήταν αρκετά για να αποκτήσουµε κάποια οικειότητα. Οικειότητα που κατέληξε στο να µε καλέσουν στο εορταστικό δείπνο της Ηµέρας των Ευχαριστιών.

Και σαν να µην έφτανε αυτό, µου έδωσαν και την περιζήτητη πρόσκληση για το Βικτωριανό Δείπνο που οργανώνει κάθε τρία χρόνια η Public Library, η Λαϊκή Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης. Οπως αποδείχτηκε, η ηλικιωµένη κυρία ήταν µόνιµο µέλος της οργανωτικής επιτροπής και µία εκ των ελεγκτριών των εισφορών και των δωρεών που γίνονταν µε την αγορά του εισιτηρίου – από 150 δολάρια και άνω (σηµερινά, τουλάχιστον 450 δολάρια).

Στις σηµειώσεις που έχω κρατήσει, στις οποίες γράφω όλα αυτά, έχω δύο γραµµές τραβηγµένες κάτω από τη φράση: «Είπαν 41.300 και περιµένουν από τσεκ χιλιάδες άλλα δολάρια». Από εισφορές της στιγµής και από υποσχέσεις αυτά.

Σαν ταινία εποχής

Πρέπει να ήµασταν 400 άτοµα. Οσοι είχαν πληρώσει κάθησαν στη µεγάλη αίθουσα, σε τραπέζια των οκτώ. Εγώ, όπως και οι άλλοι µε προσκλήσεις – όχι παραπάνω από 40 –, καθήσαµε σε διπλανή αίθουσα, χωρίς αυτό να σηµαίνει διαφορετικό φαγητό, διαφορετική περιποίηση είτε «τείχος» ανάµεσα σε εκείνους που είχαν πληρώσει για την παρουσία τους και σε µας τους «τζαµπατζήδες». (Μη νοµίσετε πως ήµασταν τίποτε τυχαίοι. Από δεξιά µου είχα µια κυρία από κάποια οικογένεια τραπεζικών και από αριστερά µια Ιταλίδα από έναν µεγάλο αθλητικό όµιλο η οποία είχε έρθει ειδικά για το Victorian Dinner από την Καλιφόρνια.)

Το ντεκόρ, τα γκαρσόνια, τα πρόσωπα επί της υποδοχής, οι ταµίες κτλ. ήταν, όπως καταλαβαίνετε… βικτωριανής εποχής. Λευκές περούκες, φαρδοµάνικα και ρόµπες κεντητές σε µπροκάρ, µεταξωτά γοβάκια σε διάφορα χρώµατα, καντηλέρια µε γλόµπους σε σχήµα κεριού, τραπεζοµάντιλα σε χρώµα χρυσό, κεντηµένα µε αργυροκλωστή, και µαχαιροπίρουνα εποχής, αλλά όχι ασηµένια. Μόνο τα πιάτα και τα ποτήρια ήταν σχετικώς σύγχρονα. Μια ορχήστρα ντυµένη σε βικτωριανό στυλ έπαιζε βικτωριανές νοσταλγίες, κάποιες κοπέλες καρφίτσωναν στο πέτο του σµόκιν σου µια (πλαστική) τουλίπα, το αγαπηµένο λουλούδι της Βικτωρίας. Στις σκάλες, προτού µπει κανείς στο κτίριο, ουσάροι µε τροµπέτες και κόρνα σηµατοδοτούσαν την άφιξη κάποιου επωνύµου – έγινε ζήτηµα γιατί δεν αναγνώρισαν τον δήµαρχο και δεν σάλπισαν χαιρετιστήριο – ενώ στο εσωτερικό σε υποδεχόταν ένα ζεύγος. Εκείνος φορούσε µια κλασική σκωτσέζικη στολή και το λοφίο του καπέλου του έφερε µια αµερικανική σηµαία. Εκείνη ήταν ντυµένη µε ένα κατάλευκο καφτάνι επάνω στο οποίο ήταν γραµµένοι αριθµοί. Αργότερα έµαθα ότι επρόκειτο για τα στοιχεία λειτουργίας της Βιβλιοθήκης, πόσοι την επισκέφθηκαν, τι έσοδα και έξοδα είχε κτλ.

Μενού και φαντασία

Τα ονόµατα των προσκεκληµένων ήταν γραµµένα επάνω σε πορσελάνινες υποδοχές µε ζωγραφισµένα ροµαντικά τοπία. Δεν έχω κρατήσει το µενού, στις σηµειώσεις µου, όµως, διαβάζω: «Πολύ πικάντικη η σούπα µε σπαράγγια, µαζί µε πιάτο χορτοσαλάτα και καπνιστό ψάρι. Αρνί φούρνου πασπαλισµένο µε ξύσµα πορτοκαλιού και δίπλα του ρώγες σταφυλιού, µικρή µελιτζάνα φούρνου, λίγο πράσο βρασµένο και καρυδόψυχα, µικρά κοµµάτια αχλαδιού καραµελέ. Ηρθε και πιάτο µε τυριά». Αυτό το τελευταίο το σηµειώνω ιδιαίτερα γιατί δεν συνηθιζόταν. Από ποτά δεν υπήρχε τίποτε το εντυπωσιακό, η σαµπάνια ήταν γαλλική – κάποιος στη µεγάλη αίθουσα ρώτησε µήπως είναι βικτωριανή εγγλέζικη και ακολούθησε βαρύ γέλιο – και τα κρασιά ήταν µάλλον Καλιφόρνιας. Δεν ξέρω γιατί δεν σηµείωσα κάτι για παγωτό, καφέ κτλ., που αποτελούν απαραίτητη κατακλείδα σε ένα επίσηµο αµερικανικό γεύµα και ασφαλώς θα υπήρχαν.

Φυσικά, ακολούθησε χορός. Ηρθε µια άλλη ορχήστρα, εξαφανίστηκαν µέσα σε λίγα λεπτά καρέκλες και τραπέζια, τα γκαρσόνια κυκλοφορούσαν ανάµεσά µας µε ποτήρια κονιάκ, σαµπάνιας, malt ουίσκι και µόνο κατά τις 2.30 µετά τα µεσάνυχτα αρχίσαµε να φεύγουµε.