Ηταν η εποχή – η δεκαετία του ‘50 – που οι σχέσεις µας µε την Τουρκία στολίζονταν, τουλάχιστον στην Αθήνα, µε εύσηµα και κοσµητικούς χαρακτηρισµούς (οµαλές, παραγωγικές, φιλικές, συµµαχικές κτλ.). Στην πραγµατικότητα, ήταν απλώς συµβατικές. Στην Αγκυρα, οι τούρκοι κυβερνητικοί και πολιτικοί τηρούσαν απλώς τα εθιµοτυπικά. Στην Κωνσταντινούπολη, ήταν ακόµη πιο τυπικοί, ιδιαίτερα οι άνθρωποι του Δηµαρχείου. Αν εκ παραδροµής – διότι εµείς οι Ελληνες τηρούσαµε πάντοτε τις διεθνείς ορολογίες – έλεγες στον τούρκο κυβερνητικό συνοµιλητή σου «Κωνσταντινούπολη» αντί «Ιστανµπούλ», πρώτον, αποχωρούσε µε κάποιο πρόσχηµα από τη συζήτηση και, δεύτερον, την εποµένη κάποιος αξιωµατούχος τηλεφωνούσε στον έλληνα γενικό πρόξενο, είτε στην πρεσβεία µας στην Αγκυρα, για να του «υπενθυµίσει» ότι το όνοµα της Πόλης είχε αλλάξει. Διαµαρτυρίες εκφράζονταν και όταν έλεγες «Πατριαρχείο». Επρεπε να πεις «Φανάρι», δηλαδή τη συνοικία όπου ήταν και παραµένει το Οικουµενικό Πατριαρχείο.

Την άνοιξη του 1954, λίγο µετά το Πάσχα, µε τις δύο χώρες νεόκοπους συµµάχους του ΝΑΤΟ, πραγµατοποιήθηκε µια συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών στην Αγκυρα. Ο ηµέτερος Στέφανος Στεφανόπουλος θα είχε δυο συναντήσεις µε τον τούρκο οµόλογό του Μεχµέτ Φεΐτ Κιοπρουλού. Τον έλληνα υπουργό συνόδευαν καµιά δεκαριά διπλωµατικοί και «πολιτικοί σύµβουλοι», ο τούρκος υπουργός είχε µόνο δύο πρόσωπα δίπλα του και έναν αξιωµατικό, ο οποίος δήλωνε σε κάθε έλληνα της αντιπροσωπείας ότι ο παππούς του ήταν Κρητικός και ότι ήθελε να δει την Κρήτη προτού πεθάνει. Οι συναντήσεις «πήγαν καλά», όµως εκείνο που έµεινε στη µνήµη όσων συνταξίδεψαν µε τον Στεφανόπουλο ήταν τα γεύµατα.

Οµιλείτε τουρκικά;

Ο Κιοπρουλού παρέθεσε το πρώτο, στην αίθουσα δεξιώσεων της Εθνοσυνέλευσης. Θα πρέπει να είχαν έρθει τουλάχιστον 40 Τούρκοι! Η ελληνική παρουσία περιοριζόταν σε έξι, στους οποίους περιλαµβάνονταν και ο πρέσβης µας στην Τουρκία! Για τόσους µόνο είχε στείλει προσκλήσεις ο τούρκος υπουργός. Το «γεγονός», όµως, ήταν άλλο: το µενού ήταν γραµµένο στα τουρκικά, τα φαγητά άγνωστα για το ελληνικό στοµάχι και µάλιστα έπλεαν σε σάλτσες, βούτυρο και µπαχαρικά. Με αποτέλεσµα δύο Ελληνες να έχουν το απόγευµα προβλήµατα. Πρόσωπα που γνώριζαν πράγµατα και καταστάσεις βεβαίωναν ότι «οι Τούρκοι το έκαναν σκόπιµα». Ηταν «αδιανόητο» το µενού να είναι γραµµένο µόνο στα τουρκικά.

Πώς θα απαντούσαµε στην πρόκληση; Το ελληνικό ανταποδοτικό γεύµα δόθηκε στο µοναδικό τότε αξιόλογο ξενοδοχείο της Αγκυρας, το Sheraton. Προς στιγµήν, έπεσε η ιδέα να κάνουµε το ίδιο µενού στα ελληνικά και… φασολάδα. Οχι, εκδικηθήκαµε διαφορετικά: καλέσαµε ακόµη και τον διοικητή της Τροχαίας στην Αγκυρα, όχι λιγότερους από 30. Χρειάστηκε να γίνουν τέσσερα τραπέζια και να ανοίξει και δεύτερη αίθουσα του ξενοδοχείου. Οσο για τα φαγητά – το µενού, στα γαλλικά, την κατ’ εξοχήν διπλωµατική γλώσσα της εποχής – ήταν για… λιτοδίαιτους. Γαρίδες λαδολέµονο, µοσχαράκι µε πατάτες και παγωτό. Στα κρασιά ήµασταν απλοχέρηδες. Santa Helena, Ροµπόλα (special) και το κόκκινο τουρκικό Kavaklidere.

Η διαφορά δεν πέρασε απαρατήρητη, τουλάχιστον στην Τουρκία. Λίγες ηµέρες µετά την επιστροφή από την Αγκυρα στο υπουργείο Εξωτερικών, στην Αθήνα, έφθασαν δυο αποκόµµατα τουρκικών εφηµερίδων που σχολίαζαν πολύ καυστικά τον «επαρχιωτισµό» και την «απρέπεια» των δικών τους που επέτρεψαν στους «Ρωµιούς» να τους βάλουν τα γυαλιά. Υπήρξε, όµως, και συνέχεια. Σε άλλη ατµόσφαιρα.

Συµβολική απάντηση

Στα µέσα της δεκαετίας του ‘70 υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας ήταν ο Ιχσαν Σαµπρί Τσαγλαγιαγκίλ, ο επονοµαζόµενος και «πασάς». Χαρισµατική φυσιογνωµία, πάµπλουτος, είχε υιοθετήσει καµιά εικοσαριά ορφανά και, αν εξαιρέσεις την αρνητική στάση του απέναντι στον Μακάριο, ήταν ο πολιτικός και ο άνθρωπος που εκτιµούσε και ήθελε τις «πραγµατικά φιλικές σχέσεις» µε τους Ελληνες. Παρενθετικά σηµειώνω ότι ήταν το πρόσωπο στο οποίο κατέφυγε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όταν διέφυγε επί χούντας στην Τουρκία. Ο Τσαγλαγιαγκίλ είχε αναπτύξει και µια χηµεία µε τον τότε έλληνα οµόλογό του, τον Δηµήτρη Μπίτσιο. Ετσι, όταν βρέθηκαν και οι δύο σε µια Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, αφού συζήτησαν για το Κυπριακό, το Αιγαίο κ.ά., είχαν και ένα γεύµα εργασίας κάποιο µεσηµέρι, στο κτίριο της τουρκικής αντιπροσωπείας, στο Μανχάταν.

Το µενού; Δεν ήταν γραµµένο πουθενά, είχε όµως συµβολισµό και νόηµα: Κολοκυθάκια παπουτσάκια, λαχανοντολµάδες και χαλβάς σιµιγδαλένιος. O τούρκος υπουργός πληροφόρησε τον Μπίτσιο ότι εκείνος έκανε την επιλογή και σε καµιά περίπτωση δεν ήθελε να φανεί εθνικιστής. Τα παπουτσάκια, του είπε, είναι ελληνικό φαγητό, οι λαχανοντολµάδες σπεσιαλιτέ της τουρκικής κουζίνας και ο σιµιγδαλένιος χαλβάς είναι εξίσου τουρκικό όσο και ελληνικό γλυκό. Στη συζήτηση που ακολούθησε, ο Μπίτσιος, αποφεύγοντας αιχµές και υπονοούµενα, ανάφερε το «περιστατικό» του γεύµατος Κιοπρούλου – Στεφανόπουλου. Εσκασαν στα γέλια και οι δύο.

Για όσους ενδιαφέρονται να µάθουν τι κρασί ήπιαν, θυµίζω ότι οι µουσουλµάνοι δεν πίνουν οινοπνευµατώδη. Στο τραπέζι υπήρχαν (αµερικανικοί) χυµοί φρούτων. Πράγµα που σηµείωσε ο Τσαγλαγιαγκίλ, λέγοντας «µη πουν οι Αµερικανοί ότι τους ξεχάσαµε», καθώς ξεπροβόδιζε τον «καρντάς Ντιµίτρι» στην έξοδο.