Ηταν ο πόλεμος των χαρακωμάτων, η πρώτη μεγάλη διεθνής σύρραξη του 20ού αιώνα που θα έδειχνε τον δρόμο για αυτές που θα ακολουθούσαν. Εφέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από το τέλος του, αλλά η φρίκη του εξακολουθεί να σοκάρει και ας μην είναι χαραγμένη στο συλλογικό ασυνείδητο όπως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι θηριωδίες των Ναζί. «Παιδιά, ποιοι είχαν πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο;» ρωτούσε αφελώς η Ρέιτσελ στα «Φιλαράκια», για να εισπράξει τα αμήχανα βλέμματα των υπολοίπων της παρέας και πιθανότατα και πολλών τηλεθεατών. Μια βόλτα στην Tate Britain του Λονδίνου ίσως ενεργοποιούσε την περιέργεια όσων δεν γνωρίζουν τα πώς και τα γιατί του Μεγάλου Πολέμου μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ και της Τριπλής Συμμαχίας την περίοδο 1914-1918, ο οποίος άλλαξε άρδην τα σύνορα της Ευρώπης. Η επετειακού χαρακτήρα έκθεση «Συνέπειες: Η τέχνη στη σκιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου» παρουσιάζει την απόκριση καλλιτεχνών της εποχής, από τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, σε μια φρίκη που ήταν πολύ κοντά τους για να την αγνοήσουν.
Εκθεση για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως για τον απόηχό του δεν νοείται χωρίς έργα του Τζορτζ Γκρος (1893-1959) ή του Οτο Ντιξ (1891-1969), των δύο Γερμανών που εστίασαν την προσοχή τους στη χλεύη που δέχονταν οι ανάπηροι πολέμου σε μια ολόκληρη χώρα και σε μια πόλη, το Βερολίνο, που δεν ήθελε να γνωρίζει τι είχε συμβεί σε εκείνα τα λασπωμένα χαρακώματα. Ή δίχως δείγματα δουλειάς της επίσης Γερμανίδας Χάνα Χεχ (1889-1978), η οποία ακριβώς όπως και ο Κουρτ Σβίτερς (1887-1948) δημιούργησε με όχημα το dada και τα κολάζ της «καινούργιες εικόνες χρησιμοποιώντας τα κομμάτια ενός θρυμματισμένου πολιτισμού». Εν προκειμένω τις διεφθαρμένες ελίτ που είχαν υποστηρίξει τον πόλεμο αλλά μετά την έλευσή του προέτασσαν τον πασιφισμό τους.
Βέβαια, η έκθεση ανατρέχει και σε έργα καλλιτεχνών που αποτύπωσαν το κλίμα αισιοδοξίας μετά το τέλος του Πολέμου. Οπως στο τζαζ Παρίσι του Φερνάν Λεζέ (1881-1955) ή στην εμβληματική «Μητρόπολη» (1923) του Πολ Σιτροέν (1896-1983), ένα φωτομοντάζ με εικόνες από το Βερολίνο, μια μεγαλούπολη έτοιμη να ζήσει την ελευθερία και την άνθηση των τεχνών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Ωστόσο τα έργα που προκαλούν τελικά ανατριχίλα είναι εκείνων των καλλιτεχνών που ένιωσαν την ανάσα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πολύ κοντά στο πρόσωπό τους. Οπως ο γερμανός γλύπτης Βίλχελμ Λέμπρουκ (1881-1919), ο οποίος είχε υπηρετήσει ως τραυματιοφορέας σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο στο Βερολίνο στη διάρκεια των μαχών. Ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τη φρίκη που γνώρισε βιώνοντας τις τραγικές ιστορίες των στρατιωτών, γεγονός που τον οδήγησε στη βαριά κατάθλιψη και τελικά στην αυτοκτονία. Στο μεταξύ είχε προλάβει να δημιουργήσει τον «Πεσμένο άνθρωπο» (1915-16), ένα μνημειώδες γλυπτό για ένα πολεμικό κοιμητήριο στη γενέτειρά του, το Ντούισμπουργκ. Ο Τύπος της εποχής τον είχε διασύρει για το συγκλονιστικό ακόμα και σήμερα έργο του, έναν γυμνό άνδρα πεσμένο στα γόνατα, τσακισμένο και ανήμπορο να σηκώσει το κεφάλι και να αντικρίσει τον κόσμο.
Το έργο του επίσης Γερμανού Ερνστ Μπάρλαχ (1870-1938), «Αυτός που αιωρείται» (1927), το μπρούντζινο γλυπτό ενός αγγέλου που ίπταται με τα μάτια κλειστά σε μια έκφραση ήρεμης απόγνωσης, δεν γνώρισε μόνο τον διασυρμό αλλά καταστράφηκε κιόλας από τους Ναζί στο πλαίσιο της απεμπόλησης της «Εκφυλισμένης τέχνης». Ποτέ δεν είδαν άλλωστε με καλό μάτι τα αντιπολεμικά γλυπτά του όπως το Μνημείο για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο της πόλης του Μαγδεμβούργου στο οποίο αντί να αναδείξει τον ηρωισμό των συμπατριωτών του εκείνος έφτιαξε ένα έργο με στρατιώτες αλλά και πολίτες συγκλονισμένους και σημαδεμένους για πάντα από τα δεινά του πολέμου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα παστέλ πορτρέτα του Βρετανού Χένρι Τονκς (1862-1937), ενός χειρουργού που έγινε ζωγράφος και καρικατουρίστας και αποτύπωσε τα παραμορφωμένα πρόσωπα στρατιωτών από θραύσματα οβίδας ή από χημικά. Ο Τονκς είχε θητεύσει ως γιατρός σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου στο Ντόρτσεστερ της Αγγλίας και μετέπειτα ως εθελοντής του Βρετανικού Ερυθρού Σταυρού κοντά στον Μάρνη της Γαλλίας το 1915. Συνέδραμε τελικά το έργο του γιατρού που θεωρείται ο πατέρας της αισθητικής χειρουργικής, Χάρολντ Ζιλς (1882-1960), ο οποίος έκανε την πρώτη επέμβαση του είδους σε τραυματία της μεγαλύτερης ναυμαχίας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Γιουτλάνδη της Δανίας.
Και αν τα πρωτόγονα μέσα του πολέμου όπως παρουσιάζονται στα έργα δημιουργούν την αίσθηση ότι τελικά όλα όσα συνέβησαν πριν από 100 χρόνια μπορεί να είναι έργα και ημέρες μιας παλιάς εποχής, έρχεται το «Τρυπάνι» (1913-14) του Τζέικομπ Επστάιν (1880-1959) να θυμίσει ότι το παρελθόν έδειχνε πάντα τον δρόμο για το μέλλον. Γιατί ο Αμερικανός που πολιτογραφήθηκε Βρετανός στις αρχές του αιώνα έκανε τον «εξολοθρευτή» δεκαετίες προτού τον οραματιστεί ο Τζέιμς Κάμερον. Μια φουτουριστική φιγούρα τοποθετημένη στην εποχή της σε ένα κομπρεσέρ ανθρακωρύχου, έτσι ώστε να μοιάζει μισή μηχανή, μισή, εν δυνάμει, άνθρωπος. Οπως έγραφε ο Επστάιν στην αυτοβιογραφία του: «Αυτή είναι η οπλισμένη, απειλητική φιγούρα τού σήμερα και τού αύριο. Δεν υπάρχει καμία ανθρωπιά, μόνο το φοβερό τέρας του Φρανσκενστάιν στο οποίο έχουμε μεταμορφωθεί». l
«Aftermath: Art in the Wake of World War One»: Tate Britain, Λονδίνο, έως τις 23 Σεπτεμβρίου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Ιουλίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ