Στη βιβλιοθήκη των γονιών μου υπήρχε, όταν ήμουν μικρός, ένα βιβλίο που με είχε μαγέψει: Είχε στο εξώφυλλο τη ζωγραφιά μιας σχεδίας που πάλευε με τα κύματα. Στο πανί της ήταν αποτυπωμένη μια μάσκα, ένας άνδρας με σκουλαρίκι-χαλκά στη μύτη, από εκείνες που χρησιμοποιούν για τις τελετουργίες τους οι ιθαγενείς στα εξωτικά νησιά. Στο κάτω μέρος έγραφε Θωρ Χέγερνταλ και από κάτω, με ακόμη μεγαλύτερα γράμματα, «Κον-Τίκι». Είχα διαβάσει άπειρες φορές, με αμείωτο ενδιαφέρον, το αυτοβιογραφικό χρονικό του νορβηγού επιστήμονα –το όνομα του οποίου πιο σωστά προφέρεται Χέιερνταλ: του ανθρώπου ο οποίος κατασκεύασε μια σχεδία όπως εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι λαοί (γιατί αυτό ήταν το Κον-Τίκι) και ταξίδεψε μαζί της, το 1947, από το Περού στις Τουαμότου νήσους, διανύοντας απόσταση 8.000 χιλιομέτρων σε 101 ημέρες.
Ηταν συγκινητικό που τόσα χρόνια από τότε που κι εγώ ταξίδευα (με τη φαντασία μου) με τη σχεδία του Χέιερνταλ βρήκα ένα αντίτυπο της ελληνικής έκδοσης στο μουσείο όπου φυλάσσεται το αληθινό Κον-Τίκι, σε μια καταπράσινη γειτονιά του Οσλο. Εκεί, στη χερσόνησο Bygdøy, βρίσκονται συγκεντρωμένα και άλλα πλοία, «θησαυροί» της ναυτικής ιστορίας μιας πόλης μιας χώρας που πάντα κοίταζε προς τη θάλασσα, ενός λαού που δεν φοβήθηκε να κάνει τα πιο επικίνδυνα ταξίδια: Δίπλα στο Μουσείο Κον-Τίκι βρίσκεται το Μουσείο του πλοίου «Fram» (σημαίνει εμπρός), όπου εκτίθεται το ιστορικό σκαρί με το οποίο οι νορβηγοί εξερευνητές Φρίντγιοφ Νάνσεν και Ρόαλντ Αμούνδσεν έκαναν τα ιστορικά ταξίδια τους στον Βόρειο και στον Νότιο Πόλο. Εκεί εκτίθεται και το πλοίο «Gjøa» που επίσης χρησιμοποίησε για τις εξερευνήσεις του ο Αμούνδσεν. Ακόμη πιο πίσω στον χρόνο μάς ταξιδεύει το παρακείμενο Μουσείο Πλοίων των Βίκινγκς, με τα εντυπωσιακά διατηρημένα ξύλινα σκάφη που χρησιμοποιούσαν για τις δικές τους εξερευνήσεις οι μυθικοί Σκανδιναβοί.
Οµως το Οσλο δεν μας επιφυλάσσει μόνο ταξίδια στο ιστορικό παρελθόν του σαν αυτά που μπορείς να κάνεις ανεβαίνοντας στο «Fram» (το εσωτερικό του πλοίου είναι επισκέψιμο) ή κάνοντας ένα πέρασμα από το γειτονικό Νορβηγικό Μουσείο Ιστορίας και Πολιτισμού. Η πρωτεύουσα της Νορβηγίας παραμένει μία από τις πιο μοντέρνες πόλεις της Ευρώπης: Ενα λιμάνι όπου το ντιζάιν και η υψηλή αρχιτεκτονική «ξετυλίγουν» τις άπειρες δυνατότητές τους δημιουργώντας περιβάλλον σύγχρονο, σε ανθρώπινη όμως κλίμακα, σε αντίθεση με άλλες υπερμοντέρνες πόλεις όπου ο όγκος των κτιρίων καταπίνει τα πάντα. Διακριτική κομψότητα και λιτότητα, αυτές είναι οι λέξεις που χαρακτηρίζουν τον αστικό ιστό, από τις πιο παλιές έως τις πιο μοντέρνες γειτονιές του.
Η µικρή αυτή πρωτεύουσα του σχεδόν ενός εκατομμυρίου κατοίκων μπορεί στην αρχή να φανεί κάπως ψυχρή, έως και άχρωμη σε σχέση, π.χ., με τη γειτονική και πιο πληθωρική και εντυπωσιακή, με την πρώτη κιόλας ματιά, Στοκχόλμη. Δεν είναι ούτε ψυχρή ούτε άχρωμη. Είναι τρυφερή και αγαπησιάρικη με έναν δικό της, σχεδόν συνεσταλμένο τρόπο. Αρκετά νέα (σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες), κατασκευασμένη θαρρείς διά της αφαιρέσεως, και όχι όπως συνήθως φτιάχνονται οι πόλεις με την από αιώνων διαρκή προσθήκη-συγκέντρωση διαφορετικών, συχνά ετερόκλητων στοιχείων, προβάλλει ως χαρακτηριστικό δείγμα ενός σύγχρονου αστικού μινιμαλισμού. Η απλότητα εδώ κυριαρχεί, επιβάλλεται χωρίς θόρυβο, με τη δύναμη του πολιτισμού και της ομορφιάς που εμπεριέχει.
Στέκομαι στην επικλινή οροφή της εντυπωσιακής και πολυβραβευμένης Οπερας του Οσλο που μοιάζει να αναδύεται μέσα στη θάλασσα όπως η κορυφή ενός παγόβουνου. Δεξιά μου η νέα περιοχή με τα γραφεία και τα υπερσύγχρονα κτίρια, αριστερά ο περίπατος με τα εστιατόρια, τα διαμερίσματα με την άπλετη θέα στη θάλασσα και τη μικρή παραλία και τους μόλους όπου οι τολμηροί (γιατί το νερό είναι αφόρητα κρύο) κάνουν το μπάνιο τους. Μπροστά μου –λοξώς μπροστά μου –εκτείνεται το εμπορικό κέντρο. Ξεκινώ από το παραθαλάσσιο μέτωπο. Περνώ από το άγαλμα της κορυφαίας νορβηγίδας λυρικής τραγουδίστριας, της Κίρστεν Φλάγκσταντ (1895-1962) που έχει τοποθετηθεί μπροστά στην Οπερα, και κάνω μία πρώτη στάση στο Φρούριο Ακερσους, ιστορικό σύμβολο της πόλης που χτίστηκε περί το 1299. Κατευθύνομαι προς το Δημαρχείο, τον χώρο όπου γίνεται κάθε χρόνο η απονομή του Νομπέλ Ειρήνης. Στο εσωτερικό κυριαρχούν οι γιγάντιες τοιχογραφίες με θέματα από την καθημερινή ζωή και από την ιστορία της Νορβηγίας. Περπατώντας πάντα δίπλα στη θάλασσα και περνώντας από τον σταθμό των φέρι που σε πάνε στη χερσόνησο Bygdøy (με τα πολλά μουσεία) καταλήγω στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Astrup Fearnley», έργο του Ρέντσο Πιάνο. Δεν είμαι σίγουρος πως μου αρέσει. Μου αρέσει όμως η σύγχρονη γειτονιά που το φιλοξενεί, η Tjuvholmen.
Διασχίζω λοιπόν την Tjuvholmen, με τα κανάλια, τις γέφυρες και τα προνομιακά-πανάκριβα διαμερίσματα (πολύ θα ήθελα ένα) και πηγαίνω προς το Μουσείο Ιψεν, δηλαδή στο διαμέρισμα όπου έζησε ο Ερρίκος Ιψεν τα 11 τελευταία χρόνια της ζωής του. Βρίσκεται απέναντι ακριβώς από τους βασιλικούς κήπους και το παλάτι. Ακολουθώ τη μικρή ξενάγηση στα δωμάτια –όλα είναι όπως ο κύριος και η κυρία Ιψεν τα άφησαν. Η ξεναγός μάς δείχνει το πιάνο τους και μας αποκαλύπτει πως κανένας από την οικογένεια δεν ήξερε να παίζει, το είχαν αγοράσει όμως για λόγους κοινωνικού γοήτρου, για φιγούρα. Μας λέει πολλά ανέκδοτα για τον κορυφαίο συγγραφέα της Νορβηγίας, αποκαλύπτοντας μια ανθρώπινη (με πολλά χαριτωμένα ελαττώματα) πλευρά του που δεν γνώριζα. Πόσο ουσιαστικό και ωραίο να αγαπάς, να εκτιμάς και να τιμάς, χωρίς να εξιδανικεύεις!
Συνεχίζω τη βόλτα µου για να κάνω άλλη μία στάση στο παλάτι και στους κήπους του. Κατευθύνομαι προς το Εθνικό Θέατρο, στην είσοδο του οποίου με υποδέχεται πάλι ο Ιψεν, δηλαδή το ωραιότατο άγαλμα του Ιψεν που έχει τοποθετηθεί εκεί. Απέναντι, το Theatercaféen όπου ο συγγραφέας απολάμβανε κάθε μέρα το καφεδάκι του. Πολύ κοντά η Εθνική Πινακοθήκη διαθέτει (αυτή και το Munchmuseet που βρίσκεται κοντά στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και στον Βοτανικό Κήπο του Πανεπιστημίου του Οσλο) τη μεγαλύτερη συλλογή έργων του Εντβαρτ Μουνκ, ανάμεσά τους και μία από τις εκδοχές της περίφημης «Κραυγής». Ετοιμάζεται όμως και νέο Μουσείο Μουνκ: είναι έργο του Ισπανού Χουάν Χερέρος, χτίζεται 200 μέτρα από την Οπερα, στο υπερσύγχρονο παραθαλάσσιο μέτωπο της πόλης, και θα εγκαινιαστεί το 2020. Θα ήθελα να επιστρέψω για να το επισκεφθώ.
Στο μεταξύ, περπατώ στο εμπορικό κέντρο. Πολλά (ακριβά) μαγαζιά, ο Καθεδρικός Ναός, η πολυσύχναστη Bogstadveien (ξεκινάει πίσω από το παλάτι), ωραία εστιατόρια, μπαρ και μουσικές σκηνές (διάσημη, εξάλλου, η νορβηγική Black Metal…). Απολαμβάνω τους ήρεμους, καθόλου αγχωτικούς ρυθμούς μιας πόλης γεμάτης ζωή. Οχι μεγάλης, αλλά πιο εκτεταμένης από όσο φανταζόμουν. Το κυριότερο, παντού όμορφης. Το Οσλο είναι άλλη μία πρωτεύουσα του Βορρά από εκείνες (όπως η Κοπεγχάγη και η Στοκχόλμη) που σε καλούν να τις ζήσεις. Που σέβονται τους κατοίκους τους, αλλά και που τους επιβάλλουν (με τις άψογα οργανωμένες δομές τους και το περιποιημένο περιβάλλον τους) τον σεβασμό.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Ιουνίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ