Αφιξη στη Βενετία από το κανάλι της Τζουντέκα. Ξαναβλέπω τα δύο αριστουργήματα του Αντρέα Παλάντιο, τον ναό του Redentore (Λυτρωτή) και την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο ομώνυμο νησάκι απέναντι από την πλατεία του Αγίου Μάρκου, και αναρωτιέμαι αν η αρχιτεκτονική θα μπορέσει να ξαναδώσει τόση αρμονία, αν η Ιστορία μπορεί να είναι και σήμερα σημείο αναφοράς για την αρχιτεκτονική. Δεν το ξέρω ακόμη, αλλά η εφετινή Μπιενάλε θα επιχειρήσει να δώσει απαντήσεις ακριβώς σε αυτό το ερώτημα.
Η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής του 2018 (έως τις 25 Νοεμβρίου) είναι η 16η στη σειρά, ξεκινώντας από τα μέσα του 1970. Ηταν τότε η εποχή των εκθέσεων του Βιτόριο Γκρεγκότι και της εξαιρετικά επιτυχημένης «Παρουσίας του παρελθόντος», της διεθνούς έκθεσης που ο Πάολο Πορτογκέζι διοργάνωσε το 1980 για την αρχιτεκτονική του κυρίαρχου τότε μεταμοντερνισμού. Ηταν η εποχή της γέννησης των μουσείων αρχιτεκτονικής ανά τον κόσμο και των μεγάλων αμφιβολιών και επιφυλάξεων για το κατά πόσο η αρχιτεκτονική ήταν δυνατό να αποτελεί αντικείμενο εκθεσιακής παρουσίασης. Το ενδιαφέρον της Μπιενάλε Βενετίας για την αρχιτεκτονική συνεχίστηκε σχεδόν πειραματικά με τις εκθέσεις που διοργάνωσε ο Αλντο Ρόσι στη δεκαετία του 1980, ενώ για πρώτη φορά η Ελλάδα συμμετείχε στην 5η διεθνή έκθεση του 1991. Η 6η Μπιενάλε πραγματοποιήθηκε το 1996 (όπου η Ελλάδα συμμετείχε με τη μονογραφική έκθεση για τον Κυριάκο Κρόκο), ενώ η Αρχιτεκτονική εντάχθηκε επίσημα ως εκθεσιακός θεσμός στην Μπιενάλε Βενετίας (που περιλαμβάνει τις εικαστικές τέχνες, τη μουσική, το θέατρο, τον χορό και τον κινηματογράφο) μόλις το 1998, με συχνότητα υλοποίησης τα δύο χρόνια.
Τι είναι εφέτος η Μπιενάλε; Ο,τι ήταν πάντα: δύο μεγάλοι εκθεσιακοί χώροι, οι Κήποι και το Αρσενάλε, συμμετοχές στα εθνικά περίπτερα και δύο μεγάλες εκθέσεις διοργανωμένες από τις δύο ιρλανδές επιμελήτριες (Ιβόν Φάρελ και Σέλεϊ Μακ Ναμάρα), πολλές παράλληλες εκδηλώσεις και εκθέσεις στην πόλη, δύο εκπληκτικά βιβλιοπωλεία με την τρέχουσα διεθνή παραγωγή. Μπιενάλε στη Βενετία σημαίνει και πολύ καλή και αποτελεσματική οργάνωση, με τη μεγάλη εμπειρία τόσων εκδηλώσεων στο παρελθόν, χωρίς όμως τη νευρωτική ανελαστικότητα άλλων αντίστοιχων οργανώσεων εντός και εκτός Ευρώπης. Μια σύνθετη και απαιτητική πολιτισμική μηχανή με την παρουσία χιλιάδων δημοσιογράφων, επιμελητών και άλλων ειδικών τις ημέρες πριν από τα εγκαίνια που λειτουργεί χωρίς προβλήματα (συμπεριλαμβανομένης και της πολύ χρήσιμης συνέντευξης Τύπου την παραμονή των εγκαινίων). Μπιενάλε σημαίνει και Πάολο Μπαράτα –πρόεδρός της επί πολλά χρόνια -, στον οποίο ο βενετσιάνικος θεσμός οφείλει εν πολλοίς την ταυτότητα και τη διεθνή εικόνα που έχει σήμερα. Ο επικεφαλής της Μπιενάλε έχει κάθε άλλο παρά διακοσμητικό ρόλο, καθώς προσδιορίζει κάθε φορά κατευθύνσεις, επιλογές και χαρακτηριστικά της κυριότερης έκθεσης αρχιτεκτονικής στον κόσμο. Η Μπιενάλε δεν οφείλει ωστόσο να ανταποκρίνεται μόνο σε πολιτισμικά αιτήματα αλλά να ικανοποιεί και τις ανάγκες του ταμείου, να φροντίζει για την αύξηση του αριθμού των επισκεπτών και γενικότερα της επιτυχίας της έκθεσης με οικονομικά κριτήρια, καθώς δεν πρόκειται για κρατικό φορέα αλλά για ίδρυμα ιδιωτικού δικαίου.
Η Μπιενάλε εφέτος ήταν όπως πάντα, κάτι που μαρτυρά και το πλήθος κόσμου, ενός παράλληλου και ενίοτε αυτοαναφορικού κόσμου των αρχιτεκτόνων με τα όνειρα, τις αυταπάτες, τα ιδεώδη, τις ουτοπίες και την οικουμενική φιλοδοξία αλλαγής και δημιουργίας μιας ανθρωπότητας πάντα καλύτερης και διαφορετικής από την τρέχουσα: μιας ιδιότυπης φυλής ουμανιστών με όπλο την αισθητική, την «αρχή της ελπίδας» και μια εναλλακτική ιδέα κοινωνίας που παραμένει η βασική κινητήριος δύναμη, καθώς η αλλαγή αποτελεί στόχο τόσο φιλόδοξο όσο και απραγματοποίητο.
Οι δύο εφετινές επιμελήτριες είναι οι μόνες γυναίκες αρχιτέκτονες μετά την Καζούο Σετζίμα, το 2010, στις οποίες ανατέθηκε η διεύθυνση της Μπιενάλε. Κάθε Μπιενάλε αποτελεί επαγγελία της Αποκάλυψης, και η εφετινή δεν ξεφεύγει από τον κανόνα. Στο δισέλιδο μανιφέστο του «Freespace», οι δύο επιτυχημένες αρχιτεκτόνισσες με έδρα το Δουβλίνο επικαλούνται μια ευρύτερη ουμανιστική διάσταση της αρχιτεκτονικής, δίνοντας έμφαση στον χαρακτήρα «κοινωνικού πυκνωτή» των κοινόχρηστων χώρων καθημερινής διαβίωσης, σε μια νέα ιδέα γενναιοδωρίας του αρχιτεκτονικού χώρου ως χώρου ελευθερίας και ανταλλαγής και στη σημασία της επαναξιολόγησης των δώρων της φύσης όπως το φως, ο ήλιος, ο αέρας αλλά και των ίδιων των υλικών της αρχιτεκτονικής: γιατί η αρχιτεκτονική δεν είναι απλώς μια σύλληψη αλλά φτιάχνεται από υλικά. Οι Φάρελ και Μακ Ναμάρα αναζητούν μια αρχιτεκτονική «ευαίσθητη» και δημοκρατική, ενεργητική και παθητική μαζί, που ικανοποιεί ανάγκες οι οποίες δεν έχουν ακόμη διατυπωθεί, και που θεωρεί πρωταρχικής σημασίας τη διάσωση του ευαίσθητου πλανήτη μέσα από μια εναλλακτική ιδέα ανθρώπινης παρέμβασης. «Κάθε νέα μελέτη είναι η σύλληψη ενός καινούργιου κόσμου για τον χρήστη αυτής της αρχιτεκτονικής» αναφέρουν οι επιμελήτριες, ενώ τελικά ο πελάτης των αρχιτεκτόνων είναι ο ίδιος ο πλανήτης μας.
Η ιδέα του «Freespace» έχει να κάνει ευρύτερα με την ατομική ελευθερία και τον αυτοπροσδιορισμό στην εποχή των κάθε είδους ελέγχων, καθώς και με τη δυνατότητα δημιουργίας χώρων ανταλλαγής στην εποχή των νέων ορίων, συνόρων και περιορισμών. Με πλήθος αναφορών στην Ιστορία της αρχιτεκτονικής, της απώτερης και της πρόσφατης, ως θεμελιώδους παραγωγού της «χορογραφίας της καθημερινής ζωής», καθώς και σε μια νέα αντίληψη ευθύνης και συνειδητοποίησης, οι Φάρελ και Μακ Ναμάρα ολοκληρώνουν το μανιφέστο τους με αναφορά στην ελληνική ρήση που λέει ότι «μια κοινωνία αναπτύσσεται και προοδεύει όταν οι ηλικιωμένοι φυτεύουν δέντρα στη σκιά των οποίων ξέρουν πως δεν θα καθίσουν ποτέ».
Αν οι τρεις τελευταίες Μπιενάλε, του Κούλχας, του Αραβένα και των αντιστάρ Φάρελ/Μακ Ναμάρα, δείχνουν περισσότερο να εκφράζουν μια νέα ενότητα σκέψης και προσέγγισης, υπεύθυνος γι’ αυτό είναι ο πρόεδρος Μπαράτα. Με έμφαση στις «πολιτικές» συνδηλώσεις και στην ανάγκη η αρχιτεκτονική να εκφράζει ανάγκες και επιθυμίες της κοινωνίας των πολιτών, η Μπιενάλε Βενετίας έχει εδώ και καιρό εγκαταλείψει την ιδέα μιας επιδεικτικής πρακτικής ως ευφάνταστο και πυροτεχνικό γεγονός των μάγων του σχεδιασμού, μιας πρακτικής που ξεκίνησε στα χρόνια της ανέμελης ευημερίας με τον Φούκσας το 2000 και της αισιόδοξης αναφοράς του στα 60s, για να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια με Μπιενάλε όπως εκείνη του 2004 (Κερτ Φόστερ), του Ααρον Μπέτσκι το 2008 ή της Σετζίμα το 2010. Ο εορτασμός του 1968 στην Μπιενάλε Βενετίας του 2018 δεν είναι θριαμβευτικός αλλά στοχαστικός, ένα είδος «εσωτερικού μονολόγου» που, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης περιβαλλοντικής και οικολογικής ευαισθητοποίησης, ανακαλύπτει μεταξύ άλλων ότι η πρόοδος και η εξέλιξη της τεχνολογίας δεν συμβαδίζουν πάντοτε με την ποιότητα της αρχιτεκτονικής.
Η εφετινή Μπιενάλε δεν είναι λοιπόν μια Μπιενάλε για τον σύγχρονο σχεδιασμό ή ίσως όχι μόνο γι’ αυτόν. Είναι μια πολλαπλότητα σύγχρονων τρόπων να σκεπτόμαστε την αρχιτεκτονική: επανάχρηση, ανακατασκευή, προσαρμοστικότητα, περιβάλλον, οικολογία, έννοια του τόπου, έννοια της μνήμης. Είναι η Μπιενάλε μιας κοινότητας αρχιτεκτόνων, όχι μεμονωμένων αρχιστάρ, μιας κοινότητας που συστάθηκε από τις επιμελήτριες και κατά παράδοξο τρόπο ακολουθεί πιστά τις εντολές του θέματος, κάτι που μάλλον σπάνια συμβαίνει σε αυτή την έκθεση. Τις υποδείξεις του Freespace ακολουθούν και τα εθνικά περίπτερα, επιδεικνύοντας μια νέα κατανόηση των προβλημάτων, των απειλών αλλά και των προκλήσεων της αρχιτεκτονικής που έχουν πια διεθνή χαρακτήρα. Η Μπιενάλε αυτή έχει μάλλον έναν αντιμητροπολιτικό προσανατολισμό, με πολλές συμμετοχές να επενδύουν στις αξίες του δημώδους περιβάλλοντος, τη στιγμή που ο κατ’ εξοχήν αρχιστάρ Ρεμ Κούλχας με το σλόγκαν τελευταίας εσοδείας του δηλώνει πως σημασία πλέον έχει η «οικοδόμηση μιας μελλοντικής υπαίθρου» («Building a future countryside»).
Την άποψη αυτή (πέρα από εθνικές συμμετοχές όπως της Ιαπωνίας ή της Κίνας) υιοθετεί επίσης και μια άλλη συμμετοχή, η πολύ ενδιαφέρουσα και καλοσχεδιασμένη ιταλική, που επιχειρεί ένα ταξίδι αυτογνωσίας και ανάδειξης των μικρών οικισμών της οροσειράς των Απεννίνων, των «μικρών πατρίδων» της ιταλικής υπαίθρου οι οποίες κινδυνεύουν με εγκατάλειψη, παρά την εξαιρετική ποιότητα διαβίωσης που προσφέρουν ως ιδανικοί χώροι τοπικών κοινοτήτων. Μια σειρά από αξιοσημείωτες περιβαλλοντικές παρεμβάσεις (67 συνολικά), όπως η αποκατάσταση αποξηραμένων τεχνητών λιμνών, η εμφύτευση νέων λειτουργιών σε εγκαταλελειμμένους βιομηχανικούς οικισμούς ή οι σχεδιαστικές επεμβάσεις μιας «ευγενούς» και ήπιας δημόσιας και ιδιωτικής αρχιτεκτονικής που συνομιλεί με τον τόπο και την Ιστορία, αναδεικνύουν τη συμφιλίωση της ιταλικής αρχιτεκτονικής με τη νέα ουμανιστική αποστολή της. Σκέφτομαι πόσο ενδιαφέρουσα αλλά και τολμηρή θα ήταν αντίστοιχα μια ελληνική συμμετοχή, που με ελευθερία πνεύματος θα επιχειρούσε να αναδείξει τις ποιότητες και τις προοπτικές της ανώνυμης αρχιτεκτονικής των παραδοσιακών οικισμών και την ιδέα του «Freespace» στον ελληνικό χώρο.
Η έκθεση των Φάρελ και Μακ Ναμάρα διακρίνεται κατά συνέπεια από χαρακτηριστική λιτότητα ως προς την παρουσίαση: όλοι ακολουθούν το θέμα εγκαταλείποντας το θέαμα. Στο Αρσενάλε οι παρεμβάσεις των αρχιτεκτόνων υιοθετούν ήπιους τόνους για να αφήσουν την ισχυρότατη και μεγαλοπρεπή ιστορική αρχιτεκτονική να αποκαλυφθεί: κάτι εξαιρετικά ευχάριστο σε σχέση με ένα παρελθόν εκρηκτικών εκθεσιακών παρεμβάσεων στον χώρο.
Υπάρχουν πολλοί χώροι στάσης, δηλαδή χώροι όπου μπορεί κανείς να καθίσει και να αναστοχαστεί τις αρχιτεκτονικές προτάσεις που τον περιβάλλουν, ενώ στο άλλο μεγάλο περίπτερο της διεθνούς έκθεσης στους Κήπους, στο Ιταλικό Περίπτερο, οι δύο επιμελήτριες της 16ης Μπιενάλε επιχειρούν για πρώτη φορά να «απελευθερώσουν» το εκθεσιακό κέλυφος και να του δώσουν ανάσες, ανοίγοντάς το στον εξωτερικό χώρο και αποκαλύπτοντας στοιχεία όπως για παράδειγμα το περίφημο παράθυρο του Κάρλο Σκάρπα στο κανάλι, ένα νέο φετίχ για τους εραστές του μεγάλου αυτού ιταλού αρχιτέκτονα.
Στον ίδιο χώρο η έκθεση κορυφώνεται με τη συμμετοχή του άλλου δασκάλου της εποχής μας, του Πέτερ Τσούμτορ, που παρουσιάζει μαγικές μακέτες των έργων του στην πατρίδα του την Ελβετία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η ψηφιακή κουλτούρα έχει εξαφανιστεί: όλα είναι χειροποίητα στην έκθεση των Φάρελ και Μακ Ναμάρα, ενώ το αρχιτεκτονικό σχέδιο με το χέρι αρχίζει να κερδίζει έδαφος.
Αν είναι αλήθεια, όπως υποστηρίζουν οι επιμελήτριες, ότι «η Ιστορία και η σύγχρονη συνθήκη μπορούν να βρουν κοινό τόπο συνεύρεσης», ο τόπος αυτός είναι αναπάντεχα η εφετινή Μπιενάλε. Πολλές συμμετοχές, από εκείνες των προσκεκλημένων αρχιτεκτόνων έως τις παρουσιάσεις στα εθνικά περίπτερα, επενδύουν σε αυτή την ιδέα (Τσίνο Ζούκι, Ντέβιντ Τσίπερφιλντ, Ελίζαμπεθ Χατς, Βαλέριο Ολιάτι, Ρόμπερτ Μακ Κάρτερ, Ελίζαμπεθ & Μάρτιν Μπες, Λονγκ/Ορν/Τέιλορ-Φόστερ κ.ά.). Οι αναφορές στην Ιστορία, την απώτερη και ιδιαίτερα εκείνη του 20ού αιώνα, χαρακτηρίζονται όχι μόνο από την αποκάλυψη εγγενών ποιοτήτων στο σχέδιο του παρελθόντος, αλλά και από την ανάγκη κατανόησης των ιδιοτήτων του ιστορικού σχεδίου και του ιστορικού χώρου έτσι ώστε η συνομιλία με τη σύγχρονη παρέμβαση να είναι αρμονική και ουσιαστική. Πρόκειται για μια στροφή του διεθνούς προβληματισμού, που ανάμεσα στη νέα ολιστική αντίληψη του σχεδιασμού και στο αίτημα διαλόγου με το παρελθόν, μπορεί να βρει έναν καινούργιο δρόμο σχεδιαστικής πρακτικής, μετά τον ανεξέλεγκτο φορμαλιστικό εκλεκτικισμό που έχει χαρακτηρίσει τη διεθνή αρχιτεκτονική τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Το μέλλον της αρχιτεκτονικής δεν θα είναι ένα νέο στυλ αλλά μια νέα ολιστική φιλοσοφία προσέγγισης του χώρου.
Στο ελληνικό περίπτερο, η «Σχολή των Αθηνών» αποτελεί ένα θέμα εξαιρετικού ενδιαφέροντος με ευρηματικό τίτλο για διεθνή προβολή. Και εδώ σε διάλογο με την Ιστορία, η Χριστίνα Αργυρού και ο Ράιαν Ναϊχάιζερ παρουσιάζουν 56 διεθνή παραδείγματα σε μακέτες ενός ιδιαίτερου χώρου γνώσης, του ενδιάμεσου κοινόχρηστου χώρου ενός εκπαιδευτικού/πανεπιστημιακού οργανισμού. Στόχος φαίνεται να είναι η χωρική αποκωδικοποίηση αυτού του περιβάλλοντος, η ανάδειξη της σημασίας του και η βελτίωση της δομής του. Το κατά τα άλλα καλοσχεδιασμένο περίπτερο έχει ωστόσο πρόβλημα επικοινωνίας, παραμένοντας «σιωπηλό» και αποδεικνύοντας ουσιαστικά την ακαδημαϊκή προέλευση του περιεχομένου του ως θέματος σχεδιαστικού σεμιναρίου με ενδιαφέρουσες θεωρητικές προϋποθέσεις, το οποίο δεν μετατρέπεται όμως σε «έκθεση» (χαρακτηριστικά αντίθετο παράδειγμα είναι το περίπτερο της Ρωσίας, όπου μέσω της επιλογής ενός άλλου τυπολογικού θέματος, του σιδηροδρομικού σταθμού, ο επιμελητής Σεμιόν Μιχαϊλόφσκι διαμορφώνει ένα εκθεσιακό περιβάλλον συναρπαστικό).
Αν οι επιμελητές είχαν στη διάθεσή τους περισσότερους πόρους αλλά κυρίως περισσότερο χρόνο από αυτόν που διατέθηκε, είναι μάλλον βέβαιο πως θα είχαν επιχειρήσει μια πιο αποτελεσματική μετατροπή του θέματος σε εκθεσιακό αφήγημα. Ενός θέματος που αποτελεί μάλιστα «εθνική συμμετοχή», κάτι που δεν δικαιολογήθηκε ούτε από το απαραίτητο, όπως φάνηκε, επεξηγηματικό «συμπόσιο» που ακολούθησε, στο οποίο δεν περιλαμβανόταν ούτε ένα ελληνικό όνομα ομιλητή. Ανάμεσα πάντως στις τελευταίες ελληνικές συμμετοχές στη Βενετία, συμμετοχές όπως φαίνεται των άκρων, η εφετινή ήταν σίγουρα μια παρουσία με δυνατότητες. Αυτή μπορεί να είναι η αρχή για μια νέα, ώριμη αντιμετώπιση της εθνικής εκπροσώπησης στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, κατ’ αρχήν από τους δημόσιους φορείς που τη διαχειρίζονται (το λέμε κάθε φορά, αλλά δεν συμβαίνει ποτέ).
Η Μπιενάλε ήταν όπως πάντα, αλλά και όχι ακριβώς: μια πραγματική έκπληξη περίμενε αυτή τη φορά τους επισκέπτες στο νησάκι του Αγίου Γεωργίου, στον δημόσιο αλλά καλά κρυμμένο κήπο, ανεπηρέαστο από την οχλοβοή της Βενετίας. Ο κήπος φιλοξενεί την πρώτη συμμετοχή του Βατικανού στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής, σε ιδανικό διάλογο με τον κοντινό ναό του Αγίου Γεωργίου του Παλάντιο. Με διοργάνωση του ιστορικού Φραντσέσκο Νταλ Κο, η Αγία Εδρα συμμετέχει με τις υλοποιημένες προτάσεις μικρού κτιρίου εκκλησίας από 10 διεθνείς αρχιτέκτονες που επιλέχθηκαν από τον επιμελητή. Ξεκινώντας πάλι από την Ιστορία, από το Παρεκκλήσι στο Δάσος του μεγάλου σουηδού αρχιτέκτονα Γκούναρ Ασπλουντ στο Κοιμητήριο τη Στοκχόλμης (1920) ο Νταλ Κο είχε την εξαιρετική ιδέα, που έγινε αποδεκτή από την ηγεσία της Αγίας Εδρας, να προτείνει μέσω του σύγχρονου σχεδίου 10 παρεκκλήσια τα οποία εντάσσονται υπέροχα στο φυσικό περιβάλλον.
Χώροι πίστης, χώροι συγκίνησης στον κήπο του Αγίου Γεωργίου, μια εναλλακτική αντι-Μπιενάλε που διατυπώνει μια ιδέα λατρευτικού κελύφους-τόπου προσευχής με τα εργαλεία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Η δυτική ναοδομία αποτέλεσε ανέκαθεν παράδειγμα συμπόρευσης με τις πιο προωθημένες αρχιτεκτονικές τάσεις, από τον ύστερο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση έως το Μπαρόκ και τον Νεοκλασικισμό, μέχρι τις μέρες μας. Οταν μιλούμε για τη μεγάλη αρχιτεκτονική αυτών των εποχών, αναφερόμαστε ακριβώς στα παραδείγματα «σύγχρονων» εκκλησιών. Δεν μπορεί όμως κανείς να ισχυριστεί το ίδιο για τις εκκλησίες της εποχής μας στην Ελλάδα, δηλαδή για τη «νεότερη ναοδομία» στον ελληνικό χώρο, που μάλλον αποτελεί λεκτική αντίφαση.
Τα έχουμε ζήσει –σχεδόν –όλα στην Μπιενάλε, αλλά η καθολική συγκίνηση για τη βράβευση του Κένεθ Φράμπτον ήταν πραγματικά πρωτοφανής. Με το κοινό να χειροκροτεί όρθιο τον μεγάλο άγγλο ιστορικό στην επίσημη αίθουσα τελετών της Μπιενάλε και με τον ίδιο φανερά συγκινημένο, το πρωί των εγκαινίων στις 26 Μαΐου τιμήθηκε η ουσία και η αλήθεια, μια σπουδαία μορφή της ιστοριογραφίας και της κριτικής της αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα (ο Χρυσός Λέοντας για τον καλύτερο συμμετέχοντα στην Μπιενάλε δόθηκε στον φημισμένο πορτογάλο αρχιτέκτονα Εντουάρντο Σούτο ντε Μούρα).
Από την άλλη, η Μπιενάλε επιβεβαίωσε για μία ακόμα φορά πως υπάρχει και ένα διαφορετικό είδος «πολιτικής», εκείνης των βραβείων: ειδικός έπαινος δόθηκε στην εθνική συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας που ερμήνευσε κυριολεκτικά τον όρο «Freespace» παρουσιάζοντας ένα κενό περίπτερο (λόγω Brexit;). Την ίδια περιπαικτική διάθεση επέδειξε και το περίπτερο της Ελβετίας, το οποίο απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα της καλύτερης εθνικής συμμετοχής, επιχειρώντας τη χωρική διάρρηξη και «απελευθέρωση» του πλέον τυποποιημένου αρχιτεκτονικού χώρου, εκείνου της ιδιωτικής κατοικίας, με εκτός κλίμακας σχεδιαστική διαχείριση των επιμέρους στοιχείων της. Είναι μήπως σύμπτωση που οι επιμελήτριες της Μπιενάλε είναι Ιρλανδές και διδάσκουν στην αρχιτεκτονική σχολή του Μεντρίζιο της ιταλόφωνης Ελβετίας; Αν για κάτι δεν είναι φημισμένη η Μπιενάλε είναι διαχρονικά η αξιοπιστία –και η σημασία –των εθνικών βραβείων της. l
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Ιουνίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ