Μου αρέσουν τα μέρη που περπατιούνται. Δεν εννοώ που περπατιούνται εύκολα επειδή δεν έχουν μεγάλες υψομετρικές διαφορές, όπως η Κοπεγχάγη, επειδή έχουν μεγάλο δίκτυο πεζοδρόμων και είναι «μαζεμένα», όπως η Βιέννη, ή επειδή έχουν μικρό ιστορικό κέντρο και άνετες λεωφόρους με μεγάλα πεζοδρόμια, όπως η Βαρσοβία. Εννοώ τα μέρη που ακόμη κι αν είναι χτισμένα ανάμεσα σε λόφους, όπως η (πολύ κουραστική) Κωνσταντινούπολη, ή ακόμη κι αν είναι αχανή, όπως η (πολύ υγρή) Μπανγκόκ, έχουν πράγματα να σου αποκαλύψουν αν φορέσεις τα πιο άνετα παπούτσια σου και χαθείς στους δρόμους τους. Θεωρώ πως μόνο περπατώντας γνωρίζεις πραγματικά μια πόλη, οπότε ταξιδεύω με φίλους που δεν φοβούνται να κάνουν και 20 και 30 χιλιόμετρα την ημέρα, και που τους ενδιαφέρει να δουν γειτονιές που σε άλλους μπορεί να μη λένε τίποτα. Γι’ αυτό το Ντουμπάι δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα. Επειδή μου έλεγαν πως δεν περπατιέται.
Οταν τελικά βρέθηκα εκεί (η περιέργεια υπερίσχυσε των αναστολών), επιχείρησα να το περπατήσω. Οπότε, μπορώ κι εγώ σήμερα να σας διαβεβαιώσω: Το Ντουμπάι δεν περπατιέται. Ανήκει στην «αντιπαθητική» για τα δικά μου γούστα κατηγορία των πόλεων που είναι χτισμένες τις τελευταίες δεκαετίες για να μετακινείσαι σε αυτές μόνο με αυτοκίνητο (κατά προτίμηση ακριβό). Αν επιμείνεις να πας κάπου πεζός, μάλλον θα την πατήσεις. Θα βρεθείς σε έναν δρόμο δίχως πεζοδρόμια, δίχως φανάρια ή δίχως διαβάσεις και δεν θα ξέρεις τι να κάνεις, θα αναγκαστείς να κάνεις τεράστιες παρακάμψεις, θα χαθείς, για να βρεθείς τελικά σε αδιέξοδο. Και θα σκάσεις από τη ζέστη.
Επειδή όµως ένα ταξίδι δεν το κάνουμε μόνο για να δούμε αυτά που μας αρέσουν αλλά κυρίως για να γνωρίσουμε τον κόσμο, από αυτό που βρήκα περιοριστικό και αντιπαθητικό στην αρχή κρατώ τα στοιχεία στα οποία εντόπισα ενδιαφέρον: Το μέγεθος και τη γυαλάδα των ουρανοξυστών οι οποίοι μοιάζουν σαν πανάκριβα δώρα που μόλις έχουν βγει από το κουτί τους. Τη σουρεαλιστική συνάντηση του Ισλάμ της κελεμπίας και της μαντίλας (βαθιά συντηρητική η τοπική κοινωνία) με τη Chanel και τη Victoria’s Secret (εκεί είδα τα πιο μεγάλα καταστήματά της). Τη συμβίωση της απόλυτης φτώχειας (χιλιάδες οι εργάτες που δουλεύουν υπό σκληρές συνθήκες στα υπό ανέγερση κτίρια για την επέκταση της πόλης) με τον πιο κραυγαλέο πλούτο. Κρατώ κυρίως την αίσθηση του θαύματος. Δεν είναι θαύμα η ζωή μέσα σε ένα περιβάλλον ξηρό, άνυδρο, αφιλόξενο, που στην πραγματικότητα σκοτώνει κάθε τι ζωντανό;
Να λοιπόν που τα πετροδόλαρα κάνουν ακόμη και την έρημο να ανθήσει. Μετατρέπουν τη θάλασσα (με διαρκείς επιχωματώσεις) σε πολυσύχναστη γειτονιά. Υψώνουν, εκεί που κάποτε βρισκόταν ένα ψαροχώρι (οι κάτοικοι ασχολούνταν με την αλιεία και με τη συλλογή μαργαριταριών), τους πιο εντυπωσιακούς ουρανοξύστες. Ανάμεσά τους o Burj Khalifa είναι ο υψηλότερος διεθνώς, καθώς φτάνει τα 828 μέτρα. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το εξωτερικό παρατηρητήριο στον 124ο όροφό του για να απολαύσουμε τη θέα. Να δούμε την έρημο να συναντά τη θάλασσα και, εκεί που σκάνε τα κύματα του Περσικού Κόλπου, την ανθρώπινη ματαιοδοξία να αποθεώνεται μέσα από τη δημιουργία μιας πόλης διαστημικής αισθητικής. Στους «πρόποδες» του ουρανοξύστη, αυτού του κατασκευασμένου από γυαλί και ατσάλι «βουνού», το «χορογραφημένο» Dubai Fountain είναι ένα από τα πιο διάσημα σιντριβάνια του κόσμου. Το βράδυ εκτοξεύει το νερό του σε ύψος 150 μέτρων, ακολουθώντας τον ρυθμό της μουσικής που ακούγεται από τα μεγάφωνα, ενώ τα 6.000 (και βάλε) φώτα και οι δεκάδες προβολείς απογειώνουν το σόου. Δεν είναι τόσο κιτς όσο ακούγεται.
Στο παρακείµενο Dubai Mall θα βρείτε, μεταξύ άλλων, ένα εντυπωσιακό πάρκο αναψυχής και θα επισκεφθείτε ένα φαντασμαγορικό ενυδρείο. Το Burj Al Arab, σήμα κατατεθέν της πόλης, είναι ένα από τα πιο φωτογραφημένα ξενοδοχεία διεθνώς κυρίως λόγω του σχήματός του. Μοιάζει με τεράστιο κατάρτι πλοίου. Για να μπείτε θα πρέπει ή να κλείσετε δωμάτιο (οι τιμές αυτή την περίοδο ξεκινούν από 1.270 ευρώ το δίκλινο για ένα βράδυ) ή να κάνετε κράτηση σε κάποιο από τα εστιατόρια ή τα μπαρ του. Αλλιώς, θα σας επιτραπεί να φτάσετε μόνο έως το σημείο όπου οι τουρίστες μπορούν να φωτογραφίζονται, με το κτίριο να δεσπόζει πίσω τους. Το Mall of the Emirates περιλαμβάνει χιονοδρομικό κέντρο εσωτερικού χώρου –με πίστες, με τελεφερίκ που σε ανεβάζει στην κορυφή και με χιόνι! Η «χερσόνησος» Palm Jumeirah, φτιαγμένη σε σχήμα φοίνικα (πολύ εντυπωσιακή όταν τη δεις από το αεροπλάνο) διαθέτει μεταξύ άλλων πολυτελείς κατοικίες, παραλία και υδάτινο πάρκο.
Το Madinat Jumeirah Resort είναι μια (αρκετά ψεύτικη) «αραβική πόλη» μέσα σε μια όαση πρασίνου, με ξενοδοχεία, εστιατόρια και μαγαζιά. Διαθέτει γόνδολες με τις οποίες μπορείτε να περιηγηθείτε στα κανάλια του. Και, ναι, αυτό (σε αντίθεση με το Dubai Fountain) είναι τόσο κιτς όσο ακούγεται. Αντιθέτως, η Dubai Marina εντυπωσιάζει με τους υπερμοντέρνους, ντιζαϊνάτους ουρανοξύστες της. Περπατάς (πρόκειται για μία από τις ελάχιστες σύγχρονες γειτονιές της πόλης όπου μπορείς να περπατήσεις λίγο) και νομίζεις ότι συμμετέχεις σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, ειδικά το βράδυ που ανάβουν όλα τα φώτα. Το Dubai Museum στεγάζεται σε ένα φρούριο του 1799 (Al Fahidi Fort), το οποίο βρίσκεται στην Μπαστακίγια, μια από τις πιο παλιές γειτονιές της πόλης. Πρόκειται για ένα ακόμη σημείο (αρκετά τουριστικό αλλά και ωραία συντηρημένο) στο οποίο μπορείτε να περπατήσετε και να πάρετε μια γεύση τού πώς ήταν η πόλη προτού η ανακάλυψη του πετρελαίου φέρει την ανάπτυξη.
Μια ανάπτυξη που συνεχίστηκε και μετά τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε το Εμιράτο: Το 2009, την τρύπα που δημιούργησε η φούσκα των ακινήτων έσπευσε να κλείσει –έστω να μικρύνει –το γειτονικό Αμπου Ντάμπι, βοηθώντας οικονομικά. Στο μεταξύ, όταν τα κοιτάσματα πετρελαίου άρχισαν να στερεύουν, το Ντουμπάι συνέχισε να κοιτάζει δυναμικά (και έξυπνα) προς το μέλλον, ενισχύοντας την επιχειρηματικότητα, το εμπόριο, και επενδύοντας στον τουρισμό. Βγήκε κερδισμένο. Εκατομμύρια τουριστών συρρέουν κάθε χρόνο για να ψωνίσουν στα πολυτελή malls του, να κολυμπήσουν στις ψεύτικες (σε μεγάλο βαθμό κατασκευασμένες) παραλίες του, να απολαύσουν για λίγο τις πολυτέλειες που προσφέρει.
Είναι πράγματι εντυπωσιακή η χλιδάτη πόλη που χτίστηκε στην έρημο. Με εντυπωσίασε και εμένα με τη high-tech αισθητική πίσω από την οποία κρύβει τον βαθύ συντηρητισμό της. Θα το πω, όμως, αν και δεν είναι ευγενικό να κακοχαρακτηρίζεις την οικοδέσποινα που σε φιλοξένησε. Οσο και αν θαύμασα το καλολουστραρισμένο παρόν της, μου έλειψε η βαθιά, τρυφερή και αισθαντική ψυχή που έχουν οι πόλεις με παρελθόν.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Ιουνίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ