Το σχόλιο του «Variety» για τον Λαρς φον Τρίερ εφέτος στις Κάννες, µία ηµέρα µετά την επίσηµη πρεµιέρα της τελευταίας ταινίας του, «The House That Jack Built», λέει µέσα σε µία µόλις πρόταση τόσα πολλά για τον καλλιτέχνη και τον άνθρωπο. «Πριν από τη µέση της προβολής της ταινίας, περί τα 100 άτοµα είχαν εγκαταλείψει την αίθουσα, κάτι που για τον Φον Τρίερ είναι ισάξιο µε standing ovation» έγραψε το περιοδικό για τον µεγαλύτερο προβοκάτορα του σύγχρονου κινηµατογράφου, ο οποίος για µία ακόµα φορά έκανε αυτό που συνηθίζει τόσα χρόνια να κάνει: σόκαρε το κοινό.
Η βία δεν έχει όρια στις ταινίες του Φον Τρίερ –θυμηθείτε τον «Αντίχριστο», το «Dogville», το «Χορεύοντας στο σκοτάδι». Θα μπορούσες να πεις πως ο Φον Τρίερ σε κάθε νέα ταινία του κάνει ό,τι μπορεί για να ξεπεράσει τα όρια της βίας που ο ίδιος έθεσε στην προηγούμενη. Αυτή τη φορά, στον «Jack», σκανάρει έναν άρρωστο εγκέφαλο εικονογραφώντας με κάθε εφιαλτική λεπτομέρεια όλες τις αποτρόπαιες πράξεις ενός διαταραγμένου αλλά πνευματώδους serial killer (Ματ Ντίλον). Και αν κάποιοι δεν το άντεξαν, ε, ο Φον Τρίερ θα ανοίξει σαμπάνια!
Εδώ και αρκετά χρόνια, θα έλεγα από τους «Ηλίθιους» του 1998 (την ταινία με την οποία υποτίθεται ότι ακολούθησε κατά γράμμα τους κανόνες του περίφημου Δόγματος 95) και μετά, κάθε δουλειά του Λαρς φον Τρίερ αποτελεί γεγονός –και όχι μόνο καλλιτεχνικό. Βέβαια, όσο θυμάσαι το Δόγμα, γελάς.
Ολοι μιλούσαν και έγραφαν μετά μανίας για αυτό το απατηλό κινηματογραφικό μανιφέστο που επέβαλλε να γίνεται σινεμά «υπό όρους», γεμάτο απαγορεύσεις και κώδικες (το είχαν συνυπογράψει και άλλοι δανοί σκηνοθέτες, ανάμεσα στους οποίους ο Τόμας Βίντερμπεργκ). Φυσικά δεν μπορούσε να έχει καμία διάρκεια. Ούτε ο ίδιος ο Φον Τρίερ δεν ακολούθησε τους κανόνες του. Ολα ήταν μια πλάκα έτσι ώστε να γίνει το επίκεντρο της συζήτησης.
Αυτή η εµµονή µε τον εαυτό του που έχει διαµορφώσει το προφίλ του Φον Τρίερ και τον έχει επιβάλει παντού είναι πραγµατικά αξιοθαύµαστη. Ουδείς άλλος δανός σκηνοθέτης µετά τον Καρλ Θίοντορ Ντράγερ δεν έχει τέτοια απήχηση σε παγκόσµια κλίµακα. Το καλλιτεχνικό ταλέντο του Φον Τρίερ είναι τεράστιο, όσο όµως και ο σαδισµός του, αυτή η ανάγκη του να φέρνει τον θεατή σε δύσκολη θέση, πράγµα που φάνηκε από το «Στοιχείο του εγκλήµατος», την πρώτη µεγάλου µήκους ταινία που στα µέσα της δεκαετίας του 1980 έκανε γνωστό τον πρώην σπουδαστή της Σχολής Κινηµατογράφου της Δανίας. «Ολα καταλήγουν στην Κόλαση», έχει πει ο Φον Τρίερ, «αλλά µέχρι να φτάσουµε εκεί θα πρέπει να χαµογελάµε».
Στα 62 του χρόνια ο Φον Τρίερ έχει παχύνει… επικίνδυνα και έχει αφήσει µακρύ µαλλί και γένια φτιάχνοντας µια εικόνα µάλλον δαιµονική –σε συνδυασµό µε το εµβληµατικό πονηρό βλέµµα του. Παραµένει κυνικός ως το κόκαλο, χωρίς κανέναν ενδοιασµό στο να προκαλέσει κύµατα αρνητικής δηµοσιότητας, εφόσον κάτι τέτοιο θα βγει τελικά προς όφελός του. Τα είχε καταφέρει το 2011 και πάλι στις Κάννες δηλώνοντας «ναζιστής». «Νιώθω ότι καταλαβαίνω τον Χίτλερ» είχε δηλώσει, ωθώντας το φεστιβάλ να του ζητήσει να απολογηθεί και εν συνεχεία να τον κηρύξει «persona non grata». Εδειξε να µετανιώνει, αλλά νοµίζω ότι βαθιά µέσα του έλεγε «ευχαριστώ πολύ, σε λίγο θα µε ξανακαλέσετε». Και πράγµατι, πέρασαν επτά χρόνια και να που η persona non grata ξαναέγινε… grata, βρέθηκε ξανά στην Κυανή Ακτή και όλοι µιλούσαν για αυτήν. Ούτε γάτα ούτε ζηµιά.
Ο Λαρς φον Τρίερ χαίρεται µε όλα αυτά. Το γλεντάει. Οταν τον Φεβρουάριο του 2014 εµφανίστηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου για την παρουσίαση της «άκοπης» εκδοχής του «Nymphomaniac Volume 1», στο καθιερωµένο photocall φορούσε ένα µπλουζάκι του Φεστιβάλ των Καννών πάνω στο οποίο διάβαζες τη φράση «persona non grata, official selection!» (σε ένα λογοπαίγνιο µε την επίσηµη επιλογή ταινιών του Φεστιβάλ).
Ενώ όµως είχε έρθει στο Βερολίνο και φωτογραφήθηκε, δεν καταδέχθηκε (ή φοβήθηκε, ποιος ξέρει;) να εµφανιστεί στη διπλανή αίθουσα, εκεί όπου δόθηκε η συνέντευξη Τύπου της ταινίας. Αφησε τα «δύσκολα» για τους συνεργάτες του –κυρίως στην παραγωγό του, Λουίζ Βεστ. Στις Κάννες, εφέτος, απέφυγε και πάλι να δώσει συνέντευξη Τύπου. Λέει ότι έχει µεγαλώσει για να υποβάλλει τον εαυτό του σε στρεσογόνες καταστάσεις, αρκετά τραβάει όταν γυρίζει την ταινία…
Εξοµολογούµενος πάντως σε µεταγενέστερη συνέντευξή του για τα περί ναζισµού, ο Λαρς φον Τρίερ είχε ξεκαθαρίσει κάποια πράγµατα, ασκώντας αρνητική κριτική προς τον εαυτό του. «Μίλησα έτσι, βλακωδώς, γιατί αισθανόµουν χαλαρός και καλά. Ηταν αντιεπαγγελµατικό εκ µέρους µου». Επιπλέον ερχόταν σε αντίθεση µε την οικογενειακή του ιστορία. Λίγο προτού πεθάνει, η µητέρα του Φον Τρίερ τού εκµυστηρεύθηκε ότι ο πραγµατικός πατέρας του δεν ήταν αυτός που τον µεγάλωσε αλλά ένας Γερµανός. Και ενώ ο πατέρας του δεν υπήρξε ναζιστής –αντιθέτως, µαχόταν τους ναζί –ο Φον Τρίερ στις Κάννες «χάιδευε» αυτή την ιδεολογία. Οταν γνώρισε πάντως τον πραγµατικό πατέρα του, η εµπειρία ήταν εξίσου τραγική. «Ο πατέρας µου ήταν µαλάκας. Μου είπε: «Αν θέλεις να µιλήσουµε περισσότερο, θα πρέπει να γίνει µέσω των δικηγόρων µας»». Δεν τον είχε αποδεχθεί ποτέ ως παιδί του.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 26 Μαϊου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ