Ο ένας άνδρας στέκεται στο ανυψωμένο κατώφλι του σπιτιού του και είναι φανερό από την εμφάνισή του ότι έχει γνωρίσει καλύτερες μέρες. Ο άλλος, αισθητά πιο καλοντυμένος, τον κοιτάζει από ένα χαμηλότερο ύψος και είναι εξίσου ολοφάνερο ότι βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. O ένας είναι αγρότης που ελπίζει σε ένα πιο φωτεινό μέλλον μετά το οικονομικό κραχ του ’29, τις συνέπειες του οποίου βιώνει ακόμη. Ο άλλος είναι εκπρόσωπος της Υπηρεσίας Αγροτικής Υποστήριξης (Farm Security Administration, FSA) και έρχεται να του προσφέρει βοήθεια στο πλαίσιο των οικονομικών μέτρων του New Deal του προέδρου Ρούζβελτ. Βρισκόμαστε στο Οχάιο του 1936, μπροστά σε ένα σπίτι με τις ίδιες ξύλινες σανίδες που αποτέλεσαν το φόντο για το διάσημο πορτρέτο της Αλι Μέι Μπάροουζ, της γυναίκας ενός αγρομισθωτή στον αμερικανικό Νότο την οποία αποτύπωσε με τον φακό του ένας από τους πιο σπουδαίους αμερικανούς φωτογράφους, ο Γουόκερ Εβανς (1903-1975). Εκείνη και το βασανιστικό πορτρέτο της έγιναν συνώνυμα με τις σκληρές συνθήκες ζωής των αμερικανών αγροτών τη δεκαετία του ’30. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τίποτε για τον ανώνυμο άνδρα του Οχάιο. Η εικόνα του, μαζί με μια μυστηριώδη μαύρη τρύπα στα πόδια του, δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Ωστόσο, πρόσφατα ανασύρθηκε από το σκοτάδι της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου, όπου βρισκόταν τα τελευταία ογδόντα χρόνια μαζί με χιλιάδες αρνητικά που φέρουν μια αντίστοιχη μαύρη οπή σε κάποιο σημείο του κάδρου τους. Ογδόντα από αυτά επιλέχθηκαν για να συμπεριληφθούν για πρώτη φορά στην έκθεση «Killed Negatives. Unseen Images of 1930s America» στην γκαλερί Whitechapel του Λονδίνου, όπου αναδεικνύεται για πρώτη φορά αυτή η άγνωστη ή επιμελώς κρυμμένη πτυχή της αμερικανικής Ιστορίας. Οτι δηλαδή τα αρνητικά φωτογράφων όπως ο Εβανς ή η Ντοροθέα Λανγκ (1895-1965) που είχαν κληθεί να ταξιδέψουν στις ΗΠΑ την περίοδο 1935-1944 στο πλαίσιο ενός μεγαλεπήβολου φωτογραφικού πρότζεκτ, το οποίο θα αποτύπωνε τις καταβεβλημένες από την ύφεση αγροτικές κοινότητες και τις προσπάθειες της FSA να τις βοηθήσει να ορθοποδίσουν, λογοκρίνονταν και «δολοφονούνταν» από έναν αδυσώπητο διακορευτή (το μεταλλικό «μαραφέτι» που ανοίγει ολοστρόγγυλες τρύπες στα έγγραφα).
Υπεύθυνος για τις επιλογές αλλά και για το πρότζεκτ συνολικότερα ήταν ο Ρόι Στράικερ, οικονομολόγος το επάγγελμα αλλά φωτογράφος
από χόμπι, ο οποίος ήταν διευθυντής του Τμήματος Πληροφοριών της FSA. Εκείνος είχε σκεφτεί εξαρχής ότι η φωτογραφία ήταν ένα πολύ σημαντικό, πρωτοποριακό μέσο της εποχής, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να καταγραφεί η οικονομική βοήθεια που προσέφερε η κυβέρνηση προς τους αγρότες και ταυτόχρονα να αναζωπυρώσει την πίστη στο ασθμαίνον αμερικανικό όνειρο.
«Κάποιες τις κατέστρεφε γιατί δεν ήταν άρτιες από τεχνική άποψη. Κάποιες άλλες είναι πολύ ωραίες και δυνατές εικόνες αλλά μάλλον δεν ήταν οι επιθυμητές φωτογραφίες. Ορισμένες έδειχναν πολύ φτωχούς μαύρους, οι οποίοι ωστόσο βρίσκονταν κάτω από το «επιτρεπτό» όριο φτώχειας. Αλλες πάλι έδειχναν λευκούς οι οποίοι ήταν πιο υγιείς από όσο ήταν επιθυμητό. Τελικά όμως η βασική αρχή ήταν μία: Ο,τι δεν επιλέγουμε καταστρέφεται προκειμένου να μη διαρρεύσουν οι φωτογραφίες και τυχόν χρησιμοποιηθούν είτε από τον αριστερό Τύπο είτε από τους ίδιους τους φωτογράφους» εξηγεί στο BHMAgazino η Νάγια Γιακουμάκη, επιμελήτρια της Archive Gallery της Whitechapel (ένα πρόγραμμα εκθέσεων που σχετίζονται με τη χρήση αρχείων και έρευνας), διευθύντρια Επιμελητικών Σπουδών της γκαλερί και τέως διευθύντρια της Μπιενάλε της Αθήνας.
Γιατί µια άλλη, αγνοηµένη πτυχή της Ιστορίας είναι ότι οι φωτογραφίες ήταν εξαρχής σκηνοθετημένες σύμφωνα με τις πολύ συγκεκριμένες οδηγίες της FSA. «Φωτογραφίστε έναν αγρότη. Ρούχα φτωχικά. Παιδάκια που πεινάνε. Στο τέλος φροντίστε να βγάλετε μια φωτογραφία όπου όλοι φαίνονται χαρούμενοι». Από την απεικόνιση της τρομακτικής φτώχειας στην αναπαράσταση μιας ευτυχισμένης οικογένειας αρκούσαν, υποτίθεται, είκοσι κλικ. Το πρότζεκτ συνιστούσε στην ουσία μια καλοστημένη προπαγάνδα που θα έστρωνε τον δρόμο λίγο αργότερα και για την είσοδο των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η εύλογη απορία είναι βέβαια γιατί ο Στράικερ επέλεξε να κρατήσει τα «δολοφονημένα» αρνητικά έτσι όπως ήταν διακορευμένα και δεν προτίμησε να τα πετάξει. «Πιστεύω ότι ήταν τόσο γραφειοκράτης και πιστός σε αυτό πρότζεκτ, ώστε τα κρατούσε ως απόδειξη των πεπραγμένων του» λέει η επιμελήτρια της έκθεσης και συνεχίζει: «Αυτή είναι μια δική μας υπόθεση, στην οποία καταλήξαμε έπειτα από έρευνα δύο χρόνων. Οπως καταλαβαίνετε, όλο αυτό το υλικό παρουσιάζει μια καινούργια εικόνα της αμερικανικής Ιστορίας αλλά και της πρακτικής των φωτογράφων οι οποίοι πιστεύαμε ότι δρούσαν τελείως ελεύθερα και ανεξέλεγκτα».
Εκαναν κι εκείνοι ό,τι μπορούσαν. Σε μια ανάθεση έργου που ήταν εντελώς ελεγχόμενη και όπου οι αγρότες αναγράφονταν από την FSA ως «πελάτες» και «θέματα», εκείνοι προσπαθούσαν να μείνουν πιστοί στον δημιουργικό και ανθρωπιστικό τους σκοπό, παρά τις αυστηρές και κυνικές οδηγίες της Υπηρεσίας.
Ηταν εξάλλου αποδεδειγμένα πολυμήχανοι, καθώς σύμφωνα με το αρχειακό υλικό που παρουσιάζεται στην έκθεση το ιδανικό προφίλ για μια τέτοια δουλειά προϋπέθετε ότι ο φωτογράφος θα ήταν «καλλιτέχνης με άρτια τεχνική, λίγο οικονομολόγος, λίγο κοινωνιολόγος, με αντοχές για μακρινά ταξίδια και σε θέση να μπορεί να επισκευάσει ένα αυτοκίνητο που έχει πάθει βλάβη».
Τελικά κανείς τους δεν γλίτωσε από τον αδέκαστο διακορευτή. Κανείς τους εκτός από την Ντοροθέα Λανγκ, αλλά όχι επειδή της είχε κάποια αδυναμία ο Στράικερ. «Η Λανγκ φωτογράφιζε σε μεσαίο και μεγάλο φορμά, πράγμα που σημαίνει ότι χρησιμοποιούσε έξι και δύο πλάκες αντίστοιχα. Το ίδιο της το μέσο δεν ευνοούσε τον μαξιμαλισμό, με αποτέλεσμα να μην παραδώσει ποτέ την πληθώρα φωτογραφιών που είχαν καταθέσει οι συνάδελφοί της».
«Killed Negatives. Unseen Images of 1930s America»: Whitechapel Gallery, Λονδίνο, ως τις 26 Αυγούστου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 26 Μαϊου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ