Υπήρξαν διάφορες προηγούμενες παρουσίες του, αλλά η ημερομηνία γέννησης του δίσκου βινυλίου όπως τον γνωρίζουμε είναι η 20ή Ιουνίου του 1948. Ηταν η ημέρα κατά την οποία στο πεντάστερο ξενοδοχείο Waldorf Astoria της Νέας Υόρκης ο πρόεδρος της Columbia Εντουαρντ Γουόλερστιν ανέβηκε στο βήμα για να παρουσιάσει το νεοαφιχθέν τεχνικό επίτευγμα της εταιρείας: το LP. Σε αντίθεση με τις υπάρχουσες έως τότε «πλάκες» 78 στροφών και πεντάλεπτων ηχογραφήσεων που για μεγαλύτερα έργα πωλούνταν σε πακέτα με το όνομα «άλμπουμ», ο νέος δίσκος γύριζε στις 33⅓ στροφές και διέθετε χώρο για περίπου 23 λεπτά συνεχούς αναπαραγωγής –κάτι που θα επέτρεπε στους φίλους της κλασικής μουσικής να ακούν ένα ολόκληρο κομμάτι χωρίς να χρειάζεται να διακόψουν για αλλαγή πλευράς.
Το έτερο πλεονέκτημα του Long Play δίσκου ήταν προφανές. Δίπλα στον Γουόλερστιν βρίσκονταν δύο στοίβες που αντιπροσώπευαν 325 τραγούδια: αυτή των 78 στροφών, φτιαγμένη από το υλικό σελάκ, υψωνόταν έως τα δυόμισι μέτρα, εκείνη του βινυλίου των 33⅓ μόλις και μετά βίας έφθανε τα 38 εκατοστά. Και αν τίποτε από όλα αυτά δεν αρκούσε για να πείσει τους υποψήφιους αγοραστές, η Columbia φρόντιζε να τους δελεάσει με την τέλεια προσφορά: έναν μηχανισμό αναπαραγωγής που συνδεόταν με το ραδιόφωνο ή τον φωνόγραφο του καθενός στην τιμή κόστους των 9,95 δολαρίων. Περίπου ενάμιση χρόνο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1949, η σύγχρονη ιστορία της μουσικής θα συμπληρωνόταν με την κυκλοφορία του δίσκου 45 στροφών από την RCA. Υστερα από μια σύντομη «μάχη των ταχυτήτων» η οποία έληξε ισόπαλη, με ισχυρές πωλήσεις για τα LP και τη διάδοση του 45αριού χάρη στην έλευση του τζουκμπόξ το 1950, το πεδίο ξεκαθάρισε σιγά-σιγά. Οι δίσκοι 33 στροφών ήταν προορισμένοι να γίνουν όχημα μεγάλων συνθέσεων, εκείνοι των 45 οι φορείς των σινγκλ. Και τα υπόλοιπα είναι πλέον ιστορία.
Προπάτορες το βινύλιο είχε αρκετούς. H RCA είχε παραγάγει ένα πρωτότυπο για οικιακή χρήση από το 1931 χωρίς επιτυχία. Σάουντρακ για την προβολή κινηματογραφικών ταινιών και προγράμματα ραδιοφώνου αποθηκεύονταν σε παρόμοιους δίσκους σε όλη τη δεκαετία του ’30. Πιο ανθεκτικοί και κατάλληλοι για διανομή στα θέατρα του Πολέμου από τους δίσκους των 78 στροφών, οι λεγόμενοι «V-Discs» συνόδευαν τον αμερικανικό στρατό στις εκστρατείες του από το 1943 έως το 1949. Τίποτε από τα παραπάνω όμως δεν θα αρκούσε πιθανότατα για να θεμελιώσει το νέο μέσο στη συνείδηση του κοινού, αν η παρουσία του δεν ταυτιζόταν με μια μετατόπιση των τεκτονικών πλακών των προτιμήσεών του, την υποχώρηση της συμφωνικής μουσικής μπροστά στην έλευση της ταινίας «Η Ζούγκλα του μαυροπίνακα» με το σούπερ χιτ «Rock Αround the Clock» του 1954.
Η χρονική σύμπτωση βινυλίου και ροκ εν ρολ δεν είναι απόλυτη. Δύσκολα ωστόσο μπορεί να απορρίψει κανείς τον συσχετισμό τους. Η αφθονία του υλικού και η χαμηλή τιμή του οπωσδήποτε είχαν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη διάδοση ενός είδους που απευθυνόταν όχι πια σε μια αγορά ψαγμένων ενηλίκων, όπως αυτή των ακροατών κλασικής μουσικής, αλλά στο μεγάλο πλήθος της νεολαίας των 50s. O Ρίτσαρντ Οσμπορν παρατηρεί στο «Vinyl: A History of the Analogue Record» (εκδ. Ashgate) ότι η εμφάνιση του Ελβις Πρίσλεϊ άλλαξε διαμιάς τα δεδομένα. Οι πωλήσεις του ήταν ανεπανάληπτες: «Την πρώτη δεκαετία της καριέρας του υπήρξε υπεύθυνος από μόνος του για το 25% των πωλήσεων δίσκων ολόκληρης της RCA Victor». Επιπλέον, ο Ελβις αντέστρεψε την έως τότε εικόνα που ήθελε τα LP να αποτελούν όχημα περιορισμένου αριθμού καλλιτεχνών –όσων μπορούσαν να γεμίσουν έναν δίσκο με τραγούδια που είχαν γίνει ήδη επιτυχίες: «Η ποπ μουσική είχε αποκτήσει έναν περφόρμερ που, αντί να συλλέγει χιτ σε LP, μπορούσε να κυκλοφορεί δίσκους με νέο υλικό που θα γίνονταν οι ίδιοι επιτυχίες».
Γύρω από το δεδομένο αυτό οι δισκογραφικές εταιρείες έστησαν ένα γιγάντιο κύκλωμα προώθησης, το οποίο στην εξελιγμένη του μορφή περιελάμβανε τον διαχωρισμό μεταξύ των εμπορικών σινγκλ και του αρχικά πιο καλλιτεχνικού χαρακτήρα LP, το airplay τραγουδιών στο ραδιόφωνο, την προβολή στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την υποστήριξη νέων κυκλοφοριών με εκτεταμένες περιοδείες. Η εμπλοκή έφερε τους μουσικούς σε άμεσο εναγκαλισμό με την αγορά, τη διαφήμιση, τις χορηγίες –αλλά η ιστορία του εκχρηματισμού της ποπ είναι ένα άλλο ζήτημα.
Δεν ήταν ωστόσο η εμπορική επιτυχία τα πάντα. Αν ο δίσκος απέκτησε τις θρυλικές διαστάσεις που του αποδόθηκαν στην πορεία, για αυτό ευθύνεται η παρουσία του σε μια δεδομένη στιγμή της δυτικής κουλτούρας. Παρών στη δημιουργία των 60s, υπήρξε σάρκα από τη σάρκα τους. Ηταν το μέσο που έφερε τη «βρετανική εισβολή» των Beatles και των Rolling Stones στην υπερατλαντική αγορά, το όχημα για την «αλλαγή των καιρών» που ευαγγελιζόταν ο Μπομπ Ντίλαν, ο φορέας της σεξουαλικής μύησης του εκάστοτε πρωτάρη Ντάστιν Χόφμαν από την κάθε «Mrs. Robinson» των Simon & Garfunkel.
Μπορούσε άνετα να συνοδεύει την επανάσταση και το LSD, το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων και τα «παιδιά των λουλουδιών», τους ειρηνιστές και τους «Μαύρους Πάνθηρες». Διαμόρφωσε το δικό του καλτ, από εμβληματικά εξώφυλλα που ανέδειξαν τη γραφιστική ως νέα μορφή τέχνης (το «Abbey Road» των Beatles, το «Let it Bleed» των Rolling Stones, το «LP με την μπανάνα» των Velvet Underground & Nico, το ομώνυμο άλμπουμ των Led Zeppelin υπήρξαν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά) έως τον θεσμό των δισκάδικων («η απτή αίσθηση τού να διατρέχεις με το δάχτυλο μια στοίβα από βινύλια παραμένει μία από τις απλές απολαύσεις της ζωής» κατά τον Μπίλι Γκίμπονς των ZZ Top).
Επιπλέον, το βινύλιο άφησε το αποτύπωμά του και στη γλώσσα: ο όρος «groove», η αγγλική ονομασία για τις «αυλακιές» του δίσκου, έγινε κεντρική έννοια του λόγου των χίπις και της όλης εναλλακτικής κουλτούρας, με τη σημασία της «καλής φάσης», της κατάστασης αρμονίας με τη φύση. Η λογοτεχνία αργότερα κωδικοποίησε όλη αυτή την πολιτισμική εμπειρία που υπερέβαινε τη μουσική σε μυθιστορήματα όπως το «High Fidelity» του Νικ Χόρνμπι (στα ελληνικά από τις εκδ. Πατάκη) και το «Telegraph Avenue» (εκδ. Fourth Estate) του Μάικλ Σέιμπον.
Σύμφωνα με την IFPI, τη Διεθνή Ομοσπονδία της Φωνογραφικής Βιομηχανίας, το 1981 ήταν το έτος του πλήρους θριάμβου του βινυλίου: εκείνη τη χρονιά αγοράστηκαν 1,14 δισ. δίσκοι παγκοσμίως. Ηταν επίσης και το τελευταίο έτος πριν από την πτώση: η Sony και η Philips προετοίμαζαν την κυκλοφορία του ψηφιακού δίσκου, η οποία θα γινόταν γεγονός το 1982. Με περιεκτικότητα 75 λεπτών και σαφώς ανώτερη ποιότητα εγγραφής και απόδοσης ήχου, το CD προοιωνιζόταν να κατακρημνίσει το LP στα Τάρταρα όταν η τιμή των εξωφρενικά ακριβών τότε CD players θα έπεφτε στα κατάλληλα επίπεδα.
Κάποιοι είχαν αντιληφθεί από νωρίς και άλλες, πιο υπονομευτικές δυνητικά προεκτάσεις της νέας τεχνολογίας. Το 1981 το περιοδικό «Billboard», τα charts επιτυχιών του οποίου αποτελούσαν τον ιερό κανόνα της μουσικής βιομηχανίας, συγκάλεσε με δική του χορηγία ένα συνέδριο κορυφαίων στελεχών της μουσικής βιομηχανίας με τόπο διεξαγωγής την Αθήνα. Αυτό που εκφράστηκε με σαφήνεια στη διάρκειά του ήταν η έντονη αντίθεση των δισκογραφικών εταιρειών στη διάδοση του CD: ο ιδρυτής της A&M Records Τζέρι Μος έλεγε –σύμφωνα με το «Where Have All the Good Times Gone? The Rise and Fall of the Record Industry» (εκδ. Atlantic) του Λούις Μπαρφ –ότι αν αλήθευε ο ισχυρισμός πως το προϊόν αποτελεί τέλειο αντίγραφο της πρωτότυπης εγγραφής, το γεγονός θα διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό την πειρατεία. «Κάποια στιγμή», συνεχίζει την περιγραφή της σκηνής ο Τζον Νέιθαν στο βιβλίο του «Sony: The Private Life», «διάφορα στελέχη σηκώθηκαν όρθια και άρχισαν να φωνάζουν ένα σύνθημα βγαλμένο από τους εφιάλτες της Μάντισον Αβενιου: «Τhe truth is in the groove! The truth is in the groove!» («Η αλήθεια είναι στις αυλακιές! Η αλήθεια είναι στις αυλακιές!»)». Ο συνδυασμός προφητικής ενόρασης και χίπικων αναφορών θα γινόταν πραγματικότητα την επόμενη δεκαετία, όταν τα πάμφθηνα CD-writers των υπολογιστών θα άρχιζαν να «καίνε» ψηφιακούς δίσκους σε εκατομμύρια σπίτια και γραφεία ανά τον κόσμο.
Βέβαια, η βασιλεία του CD αποδείχθηκε σύντομη. Και αυτό γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία της μουσικής βιομηχανίας η επόμενη εξέλιξη δεν δρομολογήθηκε εντός της. Το 1999 οι Σον Φάνινγκ και Σον Πάρκερ ίδρυσαν το Napster χρησιμοποιώντας μια μορφή συμπιεσμένου αρχείου ήχου, το MP3, και τις πρώιμες δικτυακές συνδέσεις προκειμένου να δημιουργήσουν μια υπηρεσία ανταλλαγής αρχείων στο Διαδίκτυο. Εκτοτε, και παρά τις επιτυχείς μηνύσεις καλλιτεχνών και δισκογραφικών εταιρειών, το κοινό διέφυγε στο Internet, είτε κατεβάζοντας παράνομα άλμπουμ από παρόμοιες υπηρεσίες που αναπτύσσονταν ραγδαία είτε αγοράζοντας νόμιμα ψηφιοποιημένα αρχεία για το MP3 Player του. Προτού καν φτάσουμε στην εποχή του Spotify, η Apple είχε παρουσιάσει το iPod, το οποίο έμελλε από το 2001 έως σήμερα να πουλήσει 390 εκατ. συσκευές και 35 δισ. τραγούδια μέσω iTunes. Οσο για το βινύλιο, έφτασε στο απόλυτο ναδίρ το 2006, με μόλις 3 εκατ. πωλήσεις παγκοσμίως. Η τύχη του φαινόταν προδιαγεγραμμένη –σύντομα θα έπαιρνε τον δρόμο του φωτογραφικού φιλμ.
Παραδόξως, το LP απέφυγε τη λήθη: το 2017 υπήρξε η δωδέκατη συνεχόμενη χρονιά ανόδου των πωλήσεων βινυλίου στις ΗΠΑ. Το ύψος τους ανήλθε σε 14,3 εκατ. δίσκους από 13,1 εκατ. το 2016, αύξηση της τάξης του 9% περίπου σε σχέση με το 2016, σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας μετρήσεων Nielsen. Την κλασική εποχή βέβαια τόσα αντίτυπα περίπου θα διέθετε ένα επιτυχημένο άλμπουμ ενός μεγάλου ονόματος: το «Thriller» του Μάικλ Τζάκσον, το κορυφαίο εμπορικά άλμπουμ όλων των εποχών, με 66 εκατ. πωλήσεις έως σήμερα, είχε φτάσει τα 20 εκατ. στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1984, δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Ουσιαστικά οι σημερινές συζητήσεις γύρω από την αναβίωση του βινυλίου αποτελούν συγκαλυμμένο θαυμασμό της αντοχής του. Είναι αλήθεια ότι η ύπαρξή του συντηρείται από το παρελθόν: στο αμερικανικό Top Ten του 2017 φιγουράρουν ο Prince, οι Pink Floyd, o Μάικλ Τζάκσον και στην πρώτη θέση οι Beatles με 72.000 αντίτυπα του «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band». Οι στατιστικές ωστόσο δείχνουν ότι περίπου οι μισοί αγοραστές είναι νέοι κάτω των 25 ετών, οι εκπρόσωποι της γενιάς των millennials.
Ενα νέο κοινό προστίθεται λοιπόν στο μέσο, αν και όχι για να το επαναφέρει στην πρώτη του δόξα. Μπορεί η ποιότητα των τωρινών βινυλίων να είναι ανώτερη ηχητικά (ο Ρίτσαρντ Οσμπορν σημειώνει ότι πολλές εταιρείες χρησιμοποιούν δίσκους βάρους 180 γραμμαρίων σε σχέση με εκείνους των 130 του παλιού καλού καιρού, κερδίζοντας σε πιστότητα), εκείνο που δεν έχει αλλάξει όμως είναι το μέγεθός τους. Και η αγορά από το CD και το iPod έως το MP3 Player τείνει σε σχήματα ολοένα μεγαλύτερης φορητότητας. Δύσκολα φαντάζεται κανείς επομένως την επική επιστροφή του βινυλίου πάνω σε ξέφρενο stereo surround άλογο να κατατροπώνει το CD ως σύγχρονος Αγιος Γεώργιος –για τα άυλα αρχεία δεν το συζητάμε καν. Με τα σκρατς και τη στιλπνότητά του, με τις αρετές και τις αδυναμίες του, το βινύλιο ανήκει σε μια άλλη στιγμή της ανθρώπινης δημιουργικότητας: είναι μια μικρογραφία της κληρονομιάς που ο 20ός αιώνας αφήνει στον 21ο.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 26 Μαϊου 2018.