Ρώμη, 19 Απριλίου 2018.

Εξω από το πεντάστερο ξενοδοχείο «Boscolo Exedra» στην Πιάτσα ντε λα Ρεπούμπλικα καμιά διακοσαριά έφηβοι περιμένουν υπομονετικά. Με γυρισμένη την πλάτη στη Φοντάνα ντε λε Ναϊάντι και τις μπρούντζινες νύμφες του Μάριο Ρουτέλι βγάζουν selfies, γελούν, συζητούν. Μόλις με βλέπουν να υψώνω το κινητό –«omg!» (ακρωνύμιο του «Oh my God», «Ωχ Θεέ μου») –ποζάρουν όλο νάζι. Οταν τους ρωτάω τι περιμένουν, η απάντηση κρύβει ψήγματα συνωμοσίας: «Casa de papel!»

Κάποιος τους «σφύριξε» ότι από στιγμή σε στιγμή θα βγουν από τις γυάλινες περιστρεφόμενες πόρτες οι σταρ της ισπανικής –όχι ιταλικής –τηλεοπτικής σειράς που σαρώνει αυτή τη στιγμή τον πλανήτη. «Ποιος σας αρέσει περισσότερο;» ρωτάω. «O «Profesor»» μου απαντάει μια δεκαπεντάχρονη ξανθούλα. Θυμάμαι χθες σε ένα πάνελ τον «Profesor» (Αλβαρο Μόρτε) να μιλάει για την παγκόσμια υστερία με το «Casa de papel» (στα ελληνικά «Η τέλεια ληστεία»). Μέχρι και τατουάζ με το πρόσωπό του κυκλοφορεί. Οπως πληροφορούμαι, μάλλον ο ίδιος έκανε τη «διαρροή» στο Instagram. Στην εποχή των social media η είδηση για τη διήμερη απόβαση του Netflix στη Ρώμη έφτασε αστραπηδόν στα πιτσιρίκια. Μετά από τρεις ώρες που θα περάσω ξανά έξω από το «Boscolo Exedra» (αλήθεια, εδώ δεν είχε βρεθεί νεκρός ο Τζέιμς Γκαντολφίνι των «Sopranos»;) θα τα βρω ακόμη εκεί να περιμένουν, αυτή τη φορά τραγουδώντας.



O Πύργος της Βαβέλ στη Bίλα Μιάνι

Οσοι πίστευαν ότι το Netflix θα τα βρει μπαστούνια στη «διεθνή αγορά» διαψεύδονται πανηγυρικά. Η Netflixmania έχει πλέον πάρει διαστάσεις πανδημίας. Ασύλληπτο, αν σκεφτείς ότι η πρώτη απόπειρα επέκτασής του εκτός ΗΠΑ έγινε μόλις το 2010, στον Καναδά. Στο event της προηγούμενης ημέρας (18 Απριλίου), ψηλά στη Βίλα Μιάνι (με την Αιώνια Πόλη κυριολεκτικά στο πιάτο), η καταιγιδοφόρος συνδρομητική πλατφόρμα είχε προσκαλέσει όλους εμάς, δημοσιογράφους από την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική (ΕΜΕΑ), για να ανακοινώσει «What’s Next». Εχουμε και λέμε. Μέσα στο 2018 ο συνολικός αριθμός των παραγωγών σε αυτή τη γεωγραφική ζώνη θα φτάσει τις 100, από 16 χώρες, σε 16 γλώσσες, με συνολικά 35.000 «ντόπιους» ηθοποιούς, παραγωγούς και τεχνικούς! Αναφέρω ενδεικτικά κάποιες απρόσμενες ανακοινώσεις: η πρώτη αραβόφωνη παραγωγή από την Ιορδανία («Jinn»), ένα ντοκιμαντέρ σε τρία μέρη για τις ανθρώπινες ιστορίες πίσω από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου του 2015 στο Παρίσι («Fluctuat Nec Mergitur») και η πρώτη πρωτότυπη τουρκική παραγωγή («The Protector»), μια σειρά φαντασίας με έναν υπερήρωα.
Η αλήθεια κρύβεται και στις λεπτομέρειες της εκλεκτής φιλοξενίας που μας επιφυλάσσεται στους χώρους της Βίλας Μιάνι. Οχι μόνο στον θεσπέσιο μπουφέ με melanzane alla parmigiana και τα άψογα αγγλικά όλων των εργαζομένων επί της υποδοχής (ακόμη και οι Ιταλοί του Netflix μιλούν σαν απόφοιτοι, αν όχι του Ιτον, σίγουρα της Σίλικον Βάλεϊ). Τo ζευγάρι ακουστικών σε κάθε κάθισμα μέσα στην αίθουσα όπου λαμβάνει χώρα το event δίνει τη δυνατότητα ταυτόχρονης διερμηνείας στις εξής γλώσσες: ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά, πολωνικά και τουρκικά. Μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, με τα πληκτρολόγια και τα κινητά να παίρνουν φωτιά (ελάχιστοι δημοσιογράφοι έχουμε μπλοκ και στιλό) και με τους αλλεπάλληλους ομιλητές πάνω στη σκηνή νιώθεις ότι εδώ συντελείται the next big thing. Οχι απλά «What’s Νext» το 2018 και το 2019 στο Netflix, αλλά αυτό που μέλλει γενέσθαι στην παγκόσμια ψυχαγωγία. H πρωτοκαθεδρία του Netflix σε αυτό που αποκαλούμε «home entertainment» μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτήν του Facebook στα social media (τουλάχιστον μέχρι πρότινος) και του Amazon στο ηλεκτρονικό εμπόριο.
Η δε Γηραιά Ηπειρος μπορεί φυσικά να επιχαίρει. Το Νetflix πρωτοδιείσδυσε στην Ευρώπη το 2012 (Μεγάλη Βρετανία, Ιρλανδία, Σκανδιναβία), αλλά τώρα ποντάρει «χοντρά». Από τα 8 δισ. δολάρια που θα επενδυθούν το 2018 για περιεχόμενο, το ένα δισεκατομμύριο θα αφορά την Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή. Ο γενικός διευθυντής περιεχομένου της πλατφόρμας, ο περίφημος Τεντ Σαράντος (ο άνθρωπος που, όπως φημολογείται, ξαπόστειλε τον Κέβιν Σπέισι από το «House Of Cards»), είναι σαφής: «… έχουμε δεσμευτεί να δώσουμε φωνή στην ευρωπαϊκή ψυχαγωγία». Οπως θα τονίσει: «Το «Stranger Τhings» είναι η τηλεοπτική σειρά που δημιούργησε τη μεγαλύτερη αίσθηση και το επόμενο «Stranger Τhings» ίσως να προέλθει από την Ευρώπη».
Η αγγλική γλώσσα δεν είναι πλέον προαπαιτούμενο. Η αρχή έγινε ήδη με τη γερμανική σειρά «Dark» που βγήκε στον αέρα μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο και έχει αποκτήσει ένθερμους φαν στη Χιλή, στο Μπανγκλαντές και στον Καναδά (κάθε ώρα προβολής της σειράς στη Γερμανία αντιστοιχεί σε 9 ώρες σε ολόκληρο τον κόσμο). Τώρα πλέον «σκίζουν» τα μη αγγλόφωνα: το προαναφερθέν «Casa de papel» και «Las chicas de cable» (Ισπανία), το «Suburra» (Ιταλία), ενώ έπονται και άλλα. Εχει ενδιαφέρον πώς ακόμη και ιδιάζοντα ευρωπαϊ-κά πρότζεκτ παντρεύονται με τις κλασικές αμερικανικές συνταγές Netflix. Στο πλαίσιο του event μας θα δούμε ένα ξεκαρδιστικό βίντεο. Η αλμοδοβαρική «ηρωίδα» (ο ευτραφής Brays Efe) από την ολοκαίνουργια κωμική ισπανική σειρά «Paquita Salas» συναντιέται επί της οθόνης με τους μικρούς πρωταγωνιστές του «Stranger Things». Εκείνη τους λέει διάφορες σαχλαμάρες στα ισπανικά και εκείνα τη σνομπάρουν επιδεικτικά à l’américaine. «Do I know you from somewhere?» («Σε ξέρω από κάπου;») θα της πει ο απίθανος Γκάτεν Ματαράτσο (με τα σγουρά μαλλιά και τα αραιά δόντια).

H αληθινή κυρία του «Stranger Things»

Θα έχω την τύχη μιας ολιγόλεπτης συνάντησης με τη Σίντι Χόλαντ, VP Original Series και βετεράνο της εταιρείας (βρίσκεται στο Νetflix εδώ και 14 χρόνια, πρόλαβε δηλαδή και την πρώιμη περίοδο της ενοικίασης DVD, μέσω ταχυδρομείου). Στην πραγματικότητα είναι εκείνη που δίνει το πράσινο φως για όλες τις πρωτότυπες σειρές. Το τελευταίο, διπλό τεύχος του «Τime» (30 Απριλίου / 7 Μαΐου) την έχει συμπεριλάβει στους 100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους αυτή τη στιγμή στον πλανήτη (στην κατηγορία «Τιτάνες»). Με την ιδιότητα της «Tastemaker» («Διαμορφωτής γούστου»).
Ιδού τι γράφουν για εκείνη οι αδελφοί Ντάφερ, δημιουργοί του «Stranger Things», στο «Τime»: «Τα αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους: Μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία, η Σίντι βοήθησε στο να ενορχηστρωθεί μία από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις στην ψυχαγωγία από την εφεύρεση της τηλεόρασης. Συνεπώς, την επόμενη φορά που είναι 3 το πρωί και δεν μπορείς να πας για ύπνο, γιατί σου έχει μείνει ένα τελευταίο επεισόδιο, ξέρεις σε ποιον να ρίξεις το φταίξιμo».
Τη ρωτώ αν αισθάνεται δέος μπροστά στον τρόπο που εξελίχθηκαν τα πράγματα. Αν στα πρώτα εκείνα βήματα της εταιρείας (τότε που με τον Τεντ Σαράντος μοιράζονταν ένα δωμάτιο για γραφείο) είχε ποτέ διανοηθεί τα όσα θα επακολουθούσαν (σήμερα το Netflix απασχολεί 1.100 υπαλλήλους μόνο στα γραφεία του Λος Αντζελες, 200 στη Ευρώπη). «Αναμφίβολα, όλο αυτό εξελίχθηκε σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που εγώ περίμενα. Αλλά δεν με ανησυχεί ιδιαίτερα (γελάει), είμαι πολύ χαρούμενη που η φαντασία μου δεν ήταν ικανή να χωρέσει την πραγματικότητα». Δεν ελλοχεύουν όμως καμιά φορά κίνδυνοι όταν ένα επιχειρηματικό όνειρο γιγαντώνεται τόσο γρήγορα; «Είμαι ένας πολύ προσγειωμένος άνθρωπος και ως ομάδα είμαστε πολύ πειθαρχημένη» μου αφήνει μια χαραμάδα στη διαβόητα κρυψίνουν επιχειρηματική κουλτούρα του Netflix. «Ειλικρινά σας λέω, αν υπάρχει ένα ελάττωμα σε όλους μας στην εταιρεία είναι ότι δεν απολαμβάνουμε αρκετά την επιτυχία. Εχουμε την τάση να δίνουμε προτεραιότητα στα προβλήματα που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον και δεν στεκόμαστε σε αυτό που έχει επιτευχθεί».
Θα τη ρωτήσω και για τον μαινόμενο πόλεμο με τον άσπονδο φίλο του Netflix: την κινηματογραφική βιομηχανία (σημειωτέον ότι η πλατφόρμα επενδύει στην παραγωγή τηλεοπτικών σειρών και ταινιών μεγαλύτερα κεφάλαια από τα τρία μεγάλα χολιγουντιανά στούντιο μαζί). «Αντιλαμβανόμαστε ότι οι ταινίες είναι σημαντικές για τους καταναλωτές, αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που δραστηριοποιούμαστε δυναμικά και στην απόκτηση αλλά και στην παραγωγή δικών μας ταινιών» θα μου πει η 49χρονη executive με τη βαριά προφορά από τη Νεμπράσκα. «Δεν είμαστε anti-cinema, είμαστε υπέρ της ελεύθερης επιλογής του καταναλωτή. Νιώθουμε ότι από τη στιγμή που παίρνουμε τα χρήματα που καταβάλλουν κάθε μήνα οι συνδρομητές μας και τα τοποθετούμε στην παραγωγή δικών μας ταινιών, οφείλουμε να τους παραχωρούμε το προνόμιο να τις βλέπουν πρώτοι. Εχουμε καταστήσει σαφές ότι θα επιτρέψουμε οι ταινίες μας να προβάλλονται στους κινηματογράφους, με την προϋπόθεση ότι αυτό θα γίνει την ίδια ημέρα που τις βλέπουν και τα μέλη μας. Επομένως, έτσι τουλάχιστον όπως το βλέπω εγώ, δεν πρόκειται τόσο για έναν πόλεμο, όσο για ένα δικό μας καθήκον απέναντι στους συνδρομητές μας».
Θα επιμείνω, ρωτώντας και για την πρόσφατη αψιμαχία με το Φεστιβάλ των Καννών, με το σπουδαιότερο ευρωπαϊκό κινηματογραφικό φεστιβάλ να δέχεται εφέτος τις ταινίες του συνδρομητικού κολοσσού μόνο εκτός διαγωνιστικού τμήματος και το Netflix να αποσύρει τελικώς όλες τις ταινίες του ως ένδειξη διαμαρτυρίας. «Σύμφωνα με τη γαλλική νομοθεσία, μια ταινία δεν μπορεί να διοχετευθεί με άλλους τρόπους (στις οικιακές πλατφόρμες, ήτοι τηλεόραση, DVD, streaming κ.ο.κ.) αν δεν συμπληρωθούν 3 χρόνια από την πρώτη προβολή της στις αίθουσες. Εμείς όμως δεν μπορούμε να χρηματοδοτούμε την παραγωγή μιας δικής μας ταινίας και οι συνδρομητές μας στη Γαλλία να μην μπορούν να τη δουν! Αυτό είναι κάτι αδιανόητο για εμάς. Το χρωστάμε στα μέλη μας να τους παρέχουμε πρόσβαση σε έναν τίτλο, από την πρώτη κιόλας στιγμή που είναι διαθέσιμος».
Ο τρόπος που καταναλώνουμε τηλεόραση επηρεάζει τον τρόπο που παράγουμε τηλεόραση; «Ως έναν βαθμό ναι. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι παραγωγοί μάς υπαγορεύουν τη φόρμα, την έκταση και τον ρυθμό των τηλεοπτικών μας σειρών. Εμείς τους δίνουμε πληροφόρηση όσον αφορά τις τυπικές συνήθειες τηλεθέασης. Σε αντίθεση π.χ. με τα κανάλια εθνικής εμβέλειας, στην τηλεόραση του Netflix ο συνδρομητής σε μια οποιαδήποτε πόλη στον κόσμο βλέπει κατά μέσο όρο 2½ επεισόδια από κάθε σειρά. Βάσει μιας τέτοιας πληροφορίας, είμαστε σε θέση να κατευθύνουμε τους παραγωγούς μας για το πού π.χ. θα μπουν τα σημεία καμπής στην πλοκή κάθε επεισοδίου». Μιλάμε δηλαδή για μια ολοκαίνουργια κουλτούρα θέασης; «Ακριβώς!».

Games without frontiers

Στη διάρκεια του event στη Βίλα Μιάνι θα παρελάσουν πολλά ονόματα, ηχηρά σήμερα ή σίγουρα σε λίγους μήνες. Ολοι δείχνουν να συστρατεύονται σιγά-σιγά με τον ιντερνετικό κολοσσό των 125 εκατομμυρίων συνδρομητών που έχει σχεδόν «καταπιεί» το Χόλιγουντ. Μεταξύ άλλων, η Ντακότα Φάνινγκ («Τhe Alienist»), η Αλισον Μπρι («Glow»), η Λούσι Λιου («Luke Cage») κ.ά. Σημειωτέον ότι φιλοξενείται και μια ζωντανή σύνδεση με τους Τσάρλι Μπρούκερ και Αναμπελ Τζόουνς, τους βρετανούς δημιουργούς του «Black Mirror», μιας σειράς του Netflix που έχει εξελιχθεί σε brand name (και ετοιμάζεται ήδη για τον 5ο κύκλο).
Aρκετοί από τους Ευρωπαίους του event εκφράζουν παράπονα για το τηλεοπτικό τοπίο στη χώρα τους. «Μεγάλωσα με μια μέτρια τηλεόραση. Αυτό που ζούμε τώρα είναι μια επανάσταση» θα πει ο Γερμανός Ντάνιελ Μπρουλ (γνωστός από την ταινία «Goodbye Lenin») που παίζει στο «Τhe Alienist». Το «New York Times Magazine» δεν υπερέβαλλε όταν έγραφε το 2016 ότι «το Netflix αποκάλυψε και εκμεταλλεύτηκε τους περιορισμούς της συμβατικής τηλεόρασης».
Eίναι και το νέο star system που αναδεικνύεται μέσα από την πλατφόρμα. Οι νεαροί ηθοποιοί της πρώτης πρωτότυπης δανέζικης σειράς «Τhe Rain» (ένα μετα-αποκαλυπτικό θρίλερ) δεν μπορούν να πιστέψουν ότι έκαναν γυρίσματα με ένα δανέζικο συνεργείο αλλά σε λίγες ημέρες θα τους βλέπουν τηλεθεατές σε 190 χώρες: «Είναι σαν να σου χτυπούν με σφυρί το χέρι. Γίνεσαι διάσημος σε ολόκληρο τον πλανήτη!».
Στο «What’s Next Event», εδώ στη Ρώμη, το Netflix λανσάρει πρωτίστως την πολυεθνικότητά του. Μια νέα απόκτηση στην ανώτερη στελεχιακή κλίμακα (International Originals) θα είναι ο Γάλλος Νταμιάν Κουβρέρ. «Eίναι ok να είσαι τοπικός, είναι ok να έχεις ξένη προφορά» θα πει επιδεικνύοντας γελαστά το γαλλικό αξάν του, «οι μεγάλες ιδέες δεν έχουν σύνορα». Μόνο η Ανιέσκα Χόλαντ (υποψηφιότητα για Οσκαρ για το «Europa, Europa») που σκηνοθετεί την πρώτη πρωτότυπη πολωνική σειρά («1983») εκφράζει τις επιφυλάξεις της: «Είναι δύσκολο να διατηρήσεις τη δική σου ταυτότητα και ταυτόχρονα να τη «μεταφράσεις» για το διεθνές κοινό».


Εσύ σε ποια «κοινότητα γεύσης» ανήκεις;

Επωδός όλων των στελεχών του Netflix (ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Ριντ Χέιστινγκς, συνιδρυτής του και CEO) που θα μας μιλήσουν είναι: «great stories» («μεγάλες ιστορίες»). «Αναζητούμε συναρπαστικό περιεχόμενο για τον πληθυσμό ολόκληρου του πλανήτη. Ψάχνουμε για τις καλύτερες ιστορίες και για τους καλύτερους αφηγητές ιστοριών». Αυτή είναι η μαγική συνταγή και για την παγκόσμια εξάπλωση της πλατφόρμας. «Το οραματιζόμαστε σαν ένα θεματικό πάρκο, όπου ο καθένας θα βρει τη δική του εμπειρία» θα πει λίγο αργότερα ο Τεντ Σαράντος.
Ο VP Product Τοντ Γέλιν, εκείνος δηλαδή που είναι υπεύθυνος να τοποθετηθεί το σωστό περιεχόμενο και η σωστή εικόνα μπροστά στον σωστό χρήστη, θα αναλάβει να μας μυήσει λίγο στο πώς το Netflix συνεχίζει δυναμικά την κούρσα της εξατομικευμένης εμπειρίας τηλεθέασης. Τηλεόραση δηλαδή με «personalization algorithms» («αλγόριθμους προσωποποίησης»). Σύμφωνα με τον Γέλιν, η ταξινόμηση του θεατή δεν γίνεται με τις τετριμμένες κατηγορίες (π.χ. «εκείνος που βλέπει γουέστερν» ή «ο εθισμένος στα σύγχρονα, μετα-αποκαλυπτικά θρίλερ επιβίωσης για εφήβους»). «Εχουμε κατηγοριοποιήσει τον κόσμο σε 2.000 «taste communities» («κοινότητες γούστου»). Ας πάρουμε για παράδειγμα δύο ανθρώπους που είναι φανατικοί του «Βlack Mirror». Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν το ίδιο γούστο. O ένας μπορεί να ανήκει σε μια «κοινότητα γούστου» (o Γέλιν την αποκαλεί «liberal sci-fi») που καταβροχθίζει σειρές όπως τα «Star Trek», «Τhe Annihilator», «Τhe Frankestein», «Τhe Cloverfield Ρaradox». Ο δεύτερος μπορεί να ανήκει σε μια εντελώς διαφορετική κοινότητα που βλέπει μέχρι πρωίας ντοκιμαντέρ και docuseries: «Rotten» (που μιλάει για τα άδυτα της βιομηχανίας τροφίμων), «Dirty Money», «What the Ηealth» κ.ά. Το «Black Mirror», που απεικονίζει τις δυστοπίες των νέων τεχνολογιών, είναι φυσικό να του κάνει «κλικ».
Οι σκεπτικιστές διερωτώνται αν το Netflix θα καταφέρει να επιβιώσει μέσα στο οικοσύστημα που το ίδιο δημιούργησε. Αλλοι μιλούν για τις επιπτώσεις που θα έχει αυτό το παγκόσμιο ρεύμα binge-watching (το να βλέπεις απνευστί δεκάδες τηλεοπτικά επεισόδια στη σειρά), για το τι συνεπάγεται να αφιερώνεις ολόκληρο τον ελεύθερο χρόνο σου (εσχάτως και τον ύπνο σου) στην τηλεόραση.
Το βέβαιο είναι ότι μια νέα παγκόσμια κουλτούρα θέασης είναι ήδη εδώ. Οι ανταγωνιστές τρέχουν να προλάβουν (ήδη οι ποντικοί ενός «Disneyflix» ακονίζουν τα μαχαίρια τους). Εχασαν όμως πολύ χρόνο. Ηταν τόσο απλή η ιδέα που για πολύ καιρό κανείς δεν διείδε τον κίνδυνο μιας νέας αυτοκρατορίας. Τα κανάλια έκαναν ένα φεγγάρι ουρά για να πουλήσουν τα δικαιώματα αναμετάδοσης των σειρών τους στο Netflix. Αναρωτιέμαι πού ψάχνει να κρυφτεί σήμερα ο Τζεφ Μπιούκες, CEO της Τime Warner. Ηταν εκείνος που το 2010 ειρωνευόταν τη νέα πλατφόρμα: «Είναι σαν να λέμε «θα κυριεύσει τον πλανήτη ο αλβανικός στρατός»».

Νεα Trivia από τη Νetflix κουλτούρα

Η παρθενική πρωτότυπη σειρά του Netflix δεν είναι το «House of Cards» (2013) αλλά έναν χρόνο νωρίτερα το ευρωπαϊκό «Lilyhammer» (παραγωγή Νορβηγίας και Βρετανίας).

Το «Netflix cheating» (ήτοι η «Netflix απιστία») βρίσκεται σε σταθερή άνοδο. Από έρευνα του 2017, σχεδόν τα μισά (46%) ζευγάρια που παρακολουθούν φανατικά την αγαπημένη τους σειρά θα αντιμετωπίσουν σοβαρό πρόβλημα όταν ο ένας από τους δύο μπει στον πειρασμό να δει μόνος του ένα ακόμη επεισόδιο. Κυριότεροι λόγοι για την επαίσχυντη streaming απιστία: o άλλος πέφτει να κοιμηθεί ή λείπει σε ταξίδι για δουλειά…

Το bingeing (ήτοι βλέπω επεισόδια από την αγαπημένη μου σειρά μέχρι τελικής πτώσεως) είναι πλέον οικείο για τους φαν του ιντερνετικού κολοσσού. Εσχάτως, αφίχθη το «pet bingeing». Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που έδωσε στη δημοσιότητα το Netflix, το 58% των τηλεθεατών θεωρεί τα κατοικίδιά του την ιδανική παρέα για να βλέπει σειρές. Πάνω από το ένα τρίτο των συμμετεχόντων στην έρευνα (37%) έχει αναγκαστεί να ξεβολευτεί για να καθίσει πιο άνετα το pet του, ενώ ένα 22% έχει χρειαστεί να το δωροδοκήσει με λιχουδιές προκειμένου να καθίσει ήσυχο.

Eνας χρήστης του Twitter κατέγραψε τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα του ψηφιακού κόσμου. Tinder (Λαγνεία), LinkedΙn (Απληστία), Υelp (Λαιμαργία), Τwitter (Οργή), Facebook (Ζηλοφθονία), Instagram (Αλαζονεία). Το Netflix «καπαρώνει» την Οκνηρία.

Τι θα γίνει με την Ελλάδα, κύριε Σαραντος;

Το έκτακτο ολιγόλεπτο tête-à-tête με την Αυτού Μεγαλειότητα, τον 53χρονο κ. Νetflix, θα λάβει χώρα σε μια θεόρατη, λίγο 70s σουίτα του «Boscolo Exedra». Ο Ελληνας (τρίτης γενιάς) Τεντ Σαράντος παραδέχεται ότι δεν μιλάει «γρι» ελληνικά, εκτός από ένα εγκάρδιο «γεια σου» που μου επιφυλάσσει για υποδοχή: «Mόνο οι δύο μεγαλύτεροι θείοι μου μιλούσαν και έκτοτε κανείς άλλος». Αναπόφευκτα το «greek connection» θα απασχολήσει για λίγο την κουβέντα μας. «Το αληθινό όνομα του παππού ήταν “Kyriazakis”. Το άλλαξε σε “Σαράντος” όταν το έσκασε από το σπίτι και πήγε στην Αμερική. Ηταν ένα ασυνήθιστο επώνυμο. Υπάρχει ένα βουνό με αυτό το όνομα στη Σάμο». O ίδιος έχει πάει τρεις φορές στο νησί. «Ηταν ένα πανέμορφο μέρος, το λάτρεψα. Η οικογένεια έχει σπίτι εκεί. Την πρώτη φορά που πήγα κανείς δεν μιλούσε αγγλικά και δεν μπορούσα με κανέναν τρόπο να εξηγήσω τον λόγο της επίσκεψής μου. Νόμιζαν ότι είχα πάει να διεκδικήσω μερίδιο από την οικογενειακή γη!». Δείχνει ενδιαφέρον για το ζήτημα του Προσφυγικού, αν και δεν φαίνεται να γνωρίζει λεπτομέρειες.

Ο γεννημένος στο Φίνιξ της Αριζόνα γενικός διευθυντής περιεχομένου είναι φειδωλός ως προς τα σχέδια για κάποια άμεση ελληνική απόβαση. Η Ελλάδα είναι μία από τις 190 χώρες στις οποίες διατίθεται το Netflix και η πλατφόρμα «μιλάει ελληνικά». «Αυτή τη στιγμή το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι είμαστε σε επαφή με παρόχους στην Ελλάδα. Αυτό είναι το πρώτο μας βήμα. Τα επόμενα θα είναι να περάσουμε περισσότερο χρόνο με τους παραγωγούς περιεχομένου. Είναι πολύ λίγες οι ταινίες και οι τηλεοπτικές σειρές που ταξιδεύουν εκτός Ελλάδας». Παραδέχεται ότι σε αυτό έχει συντελέσει και το φράγμα της γλώσσας. «Εχω επίγνωση ότι ήταν πάντα μια υποτιμημένη αγορά αλλά πιστεύω ότι έχει συναρπαστικές ιστορίες να αφηγηθεί. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς κάτι που δεν απεικονίζεται συχνά στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, το πώς π.χ. είναι η ζωή στη σύγχρονη Ελλάδα».

Του εκμυστηρεύομαι κάτι που με προβληματίζει ως θεατή του Netflix. Βλέπω μια σειρά (π.χ. το «Grace and Frankie») και σκέφτομαι ότι την ίδια ακριβώς μπορεί να βλέπει μια γυναίκα στο Τέξας, στη Δανία ή στον Λίβανο. Με ενοχλεί κάπως αυτή η ομοιογένεια, το ότι εμπεριέχομαι σε έναν πολτό που απλά έχει ονομαστεί global market (διεθνής αγορά). «Τελικά η παγκόσμια επέλαση αφήνει χώρο να διεισδύσετε στις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας;». «Μα, η μυθοπλασία είναι παγκόσμια!» απαντά. «Σίγουρα υπάρχουν κομμάτια της κάθε κουλτούρας που χάνονται. Αυτό όμως που είναι συναρπαστικό είναι ότι δεν προσπαθούμε να φτιάξουμε αμερικανικές σειρές και να τις δείξουμε στον υπόλοιπο πλανήτη. Προσπαθούμε να φτιάξουμε τηλεόραση από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου για τον υπόλοιπο κόσμο. Δείτε π.χ. το “Casa de papel” που “σκίζει” ακόμη και στις ΗΠΑ. Το ότι οι αμερικανοί τηλεθεατές παρακολουθούν ξένες σειρές είναι παντελώς καινούργιο φαινόμενο». Και προσθέτει: «Δεν διεισδύουμε στην κουλτούρα κάθε αγοράς. Θα θέλαμε όμως οι αφηγητές των ιστοριών μας να είναι τοπικοί, αυθεντικά τοπικοί. Με άλλα λόγια, δεν θέλω να αφηγηθώ ιστορίες από την Ελλάδα ή την Ιταλία, θέλω οι Ελληνες και οι Ιταλοί να το κάνουν. Και αν το κάνουν καλά, όλος ο κόσμος θα το δει. Γιατί οι εμπειρίες είναι σε μεγάλο βαθμό παγκόσμιες. Πιο πολύ με συναρπάζει λοιπόν αυτή η ομοιότητα στη θέαση παρά οι διαφορές από χώρα σε χώρα. Θα μπορούσατε να είστε κάλλιστα μια συνδρομήτριά μας από το Ντένβερ και να βλέπετε το “Grace and Frankie” (γελάει). Ομως η ζωή σας είναι πολύ διαφορετική!».

Τι γίνεται με τη στενή παρακολούθηση του ιστορικού τηλεθέασης (viewing history) του κάθε χρήστη; «Διδαχθήκατε κάτι από την πρόσφατη περιπέτεια του Facebook;». «Ολα τα δεδομένα συγκεντρώνονται ανώνυμα. Δεν γνωρίζουμε ποιος παρακολουθεί, γνωρίζουμε όμως τι παρακολουθεί και αυτό είναι το σημαντικό. Κεντρικός στόχος είναι η βελτίωση του προϊόντος. Πολλές φορές τα τελευταία χρόνια στούντιο, κανάλια και παραγωγοί μού έχουν ζητήσει να αγοράσουν δεδομένα αλλά έχω αρνηθεί. Γιατί αυτά που γνωρίζουμε προορίζονται για να καταστήσουν το Netflix καλύτερο προϊόν, κανέναν άλλον».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Μαϊου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ