Τον Μάρτιο του 2011 ο Βλαντίμιρ Πούτιν βίωσε μια προσωπική αποκάλυψη. Καχύποπτος εξαρχής έναντι της «Αραβικής Ανοιξης», την οποία θεωρούσε επανάληψη των λεγόμενων «έγχρωμων επαναστάσεων» που στη διάρκεια της πρώτης προεδρίας του είχαν εκδιώξει φιλορώσους ηγέτες από τη Γεωργία, την Ουκρανία και την Κιργιζία μεταξύ 2003 και 2005, έβλεπε τον αντικαταστάτη του στο ανώτατο αξίωμα Ντμίτρι Μεντβέντεφ να αποδέχεται την επέμβαση της Δύσης στη σπαρασσόμενη από εμφύλιο Λιβύη. Για τον Πούτιν η απομάκρυνση του Μουαμάρ Καντάφι όφειλε να ερμηνευθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο –δεν ήταν παρά γενική δοκιμή για μια επερχόμενη κίνηση κατά της Ρωσίας. Και η κοντόφθαλμη αντίδραση του προστατευομένου του σήμαινε ένα μόνο πράγμα: κανείς δεν ήταν ικανός να κυβερνήσει αποτελεσματικά, πόσω μάλλον να σώσει, τη Ρωσία εκτός από τον ίδιο.
Σύμφωνα με τα όσα έγραφε ο Μιχαήλ Ζιγκάρ στο «Time» στις 2 Απριλίου, αυτή ήταν και η καθοριστική στιγμή της μεταβολής του Βλαντίμιρ Πούτιν από ολιγαρχικού χαρακτήρα πολιτικό σε αυταρχικό ηγεμόνα. Προηγουμένως, η εξουσία δεν λογιζόταν ως αυταξία: το 2004, μάλιστα, είχε απαιτηθεί όλη η ισχύς του μηχανισμού ασφαλείας και των ολιγαρχών επιχειρηματιών του στενού του κύκλου για να πειστεί να διεκδικήσει δεύτερη θητεία. Στην πορεία ωστόσο, επισημαίνει ο Ζιγκάρ, ο ρώσος πρόεδρος άρχισε να ενδιαφέρεται για την υστεροφημία του. Ακολούθησαν η οπισθοχώρηση στην πρωθυπουργία το 2008, ένεκα των συνταγματικών περιορισμών, και η επάνοδος στην κεντρική σκηνή της προεδρίας το 2012. Μετά την επανεκλογή του, για τέταρτη και τελευταία φορά, στις 18 Μαρτίου 2018 με το 77% των ψήφων, κανένα υψηλόβαθμο στέλεχος της γραφειοκρατικής ελίτ της Ρωσίας δεν πιστεύει πια ότι ο Πούτιν θα αποχωρήσει πλήρως το 2024. Το ερώτημα είναι ποιες κινήσεις θα δρομολογήσει πριν και μετά για να παγιώσει το όραμά του για τη Ρωσία του μέλλοντος και τι σημαίνει αυτό για τον υπόλοιπο κόσμο.
Την τελευταία τριετία η θεματολογία που συναντά κανείς συχνότερα στον διεθνή Τύπο με επίκεντρο τη Ρωσία έχει αλλάξει σημαντικά. Αν στο παρελθόν διαβάζαμε για πολιτικές δολοφονίες, εγκληματικότητα, τσετσένους τρομοκράτες και πάμπλουτους ολιγάρχες, πλέον συναντάμε διαρκείς αναφορές σε χάκερ, σενάρια πολέμου με το ΝΑΤΟ και περιστολή των δημοκρατικών θεσμών. Η στροφή έχει δύο χρονολογικούς σταθμούς: την προσάρτηση της Κριμαίας στις 18 Μαρτίου 2014 και τις ενδείξεις ανάμειξης ρώσων χάκερ με διασυνδέσεις στις κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας στην προεδρική εκλογή των Ηνωμένων Πολιτειών το 2016.
Η πρώτη περίπτωση ευαισθητοποίησε τους Ευρωπαίους ως προς τις πιθανές στρατιωτικού χαρακτήρα αναθεωρητικές βλέψεις της Ρωσίας σχετικά με εδάφη της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ενωσης. Η δεύτερη επιβεβαίωσε για τους Αμερικανούς τις πληροφορίες για τη ρωσική προτίμηση σε ένα είδος «υβριδικού πολέμου»: ο Μαρκ Γκαλεότι το περιέγραφε τον περασμένο Μάρτιο στο «Foreign Affairs» ως χαλαρό συνδυασμό ειδικών επιχειρήσεων (είτε με την επίβλεψη του γραφείου της προεδρίας είτε με ανεξάρτητες πρωτοβουλίες κατασκόπων, διπλωματών, δημοσιογράφων και ολιγαρχών) και «πολιτικού πολέμου» –συμμαχιών, προπαγάνδας, κοινωνικής και οικονομικής διάβρωσης μιας κοινωνίας.
Αίφνης, για πολλούς δυτικούς αναλυτές, μια σειρά από ντόμινο δεδομένων έπεφταν σχεδιάζοντας ένα σχήμα: η καλυμμένη παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων στην Ανατολική Ουκρανία το 2014, οι επαφές με την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά και τα δάνεια ρωσικών τραπεζών στο Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν το ίδιο έτος, η διαρκής προστασία του καθεστώτος Ασαντ στη Συρία με 11 βέτο σε ψηφίσματα του ΟΗΕ, η προσέγγιση με την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και η εκ μέρους της παραγγελία πυραυλικών συστημάτων S-400 με ημερομηνία παράδοσης τον Ιούλιο του 2019 υποδείκνυαν συνειδητή στρατηγική έντασης.
Το ζήτημα που κανείς δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη είναι αν οι ρωσικές κινήσεις είναι θόρυβος ή σήμα. Αν δηλαδή αποτελούν ενδεικτικά σημεία συγκεκριμένης στόχευσης ή απλώς περιστασιακές κινήσεις. Το θέμα ανακινήθηκε εκ νέου στις 4 Μαρτίου 2018, όταν ο 66χρονος Σεργκέι Σκριπάλ, πρώην υπάλληλος των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών και διπλός πράκτορας των βρετανικών οργανισμών πληροφοριών, ο οποίος είχε ανταλλαγεί το 2010 στο πλαίσιο της σύλληψης της ρωσίδας κατασκόπου Αν Τσάπμαν και ζούσε έκτοτε στο Ηνωμένο Βασίλειο, δηλητηριάστηκε μαζί με την 33χρονη κόρη του Γιούλια από νευροτοξικό παράγοντα. Προϊόν σοβιετικών και ρωσικών εργαστηρίων χημικού πολέμου, το λεγόμενο «novichok» αναπτύχθηκε μεταξύ 1971 και 1993 για στρατιωτική χρήση με στόχο να παρακάμψει τη διεθνή συνθήκη απαγόρευσης χημικών όπλων.
Η βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι απέδωσε στις 14 Μαρτίου την ευθύνη της επίθεσης σε πράξη ή παράλειψη της ρωσικής κυβέρνησης και απέλασε ως αντίποινα 23 ρώσους διπλωμάτες, ενώ στις 22 Απριλίου η «Mirror» επικαλέστηκε πηγές της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας για να κατονομάσει ως αυτουργό έναν 54χρονο
πρώην πράκτορα της FSB με το κωδικό όνομα «Gordon». Η ρωσική πλευρά αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση, απέλασε με τη σειρά της 23 βρετανούς διπλωμάτες, έκλεισε το βρετανικό προξενείο στην Αγία Πετρούπολη και ανέστειλε τη λειτουργία του Βρετανικού Συμβουλίου. Αυτό δεν εμπόδισε αναλυτές όπως ο Ρότζερ Μπόις των λονδρέζικων «Times» να δουν την πράξη ως επιπλέον δείγμα ρωσικής επιθετικότητας: αντί επιστροφής στον Ψυχρό Πόλεμο «μπορεί να πρόκειται για σημείο από το μέλλον του πολέμου, με την ακώλυτη χρήση αερίων νεύρων να παίρνει τη θέση της πλάι στις κυβερνοεπιθέσεις, στον ηλεκτρονικό πόλεμο και στη χρήση μεταμφιεσμένων στρατευμάτων».
«Γίνεται ολοένα και πιο προφανές», σημείωνε την 1η Απριλίου στο BBC o διπλωματικός ανταποκριτής Τζόναθαν Μάρκους, «ότι η Ρωσία και, παρεμπιπτόντως, η Κίνα δεν έχουν προσυπογράψει και δεν συγκατατίθενται στις φιλελεύθερες θεμελιακές παραδοχές της μεταψυχροπολεμικής τάξης πραγμάτων. Τρόπος για τη Δύση ώστε να επιβάλει τη θέλησή της στις δυνάμεις αυτές δεν υπάρχει. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν η «πολιτική των μεγάλων δυνάμεων επιστρέφει»». Για να ερμηνεύσει κανείς όμως τη ρωσική συμπεριφορά στο πλαίσιο της «πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων» θα πρέπει να διερευνήσει κατά πόσο ο απώτερος στόχος της είναι ένας ψυχρός πόλεμος ή μια ψυχρή ειρήνη. Και για να το πετύχει αυτό οφείλει να παρατηρήσει με προσοχή το φάσμα των συχνοτήτων στο οποίο εκπέμπει το Κρεμλίνο.
Μια αξιοπρόσεκτη περίπτωση πομπού είναι αυτή του Βλαντισλάβ Σουρκόφ. Ο 53χρονος επιχειρηματίας και πολιτικός αποτελεί μέλος του στενού κύκλου συμβούλων του προέδρου εδώ και 20 χρόνια, θεωρείται ο κύριος διαμορφωτής της ιδεολογίας του Κρεμλίνου και αυτόν τον καιρό παίζει τον ρόλο του προσωπικού εκπροσώπου του Βλαντίμιρ Πούτιν στην υπόθεση της σύγκρουσης με την Ουκρανία. Στις 11 Απριλίου δημοσίευσε στο περιοδικό «Ρωσία και παγκόσμιες υποθέσεις» ένα άρθρο με τίτλο «Η μοναξιά του ημίαιμου». Σε αυτό υποστηρίζει ότι η Ρωσία οφείλει να σταματήσει να βαυκαλίζεται με ψεύδη ως προς την ταυτότητά της. Είναι μια «ανατολική και δυτική χώρα, μια χώρα μιγάς», της οποίας το «επικό ταξίδι προς τη Δύση, ο επίλογος των πολυάριθμων άκαρπων προσπαθειών να αποτελέσει τμήμα του δυτικού πολιτισμού, να παντρευτεί με την «καλή οικογένεια» των ευρωπαϊκών εθνών» έλαβε τέλος με την προσάρτηση της Κριμαίας. Αυτό που ακολουθεί τώρα για τον Σουρκόφ είναι «100 χρόνια μοναξιάς» –μια απομόνωση από τη Δύση που όμως δεν είναι απαραίτητα κακή. Γιατί μπορεί άνετα να είναι «η ευχάριστη απομόνωση του ηγέτη μιας χώρας πρώτης τάξης που έκανε το άλμα προς τα εμπρός, ενώ τα άλλα έθνη παραμέρισαν για να της αφήσουν χώρο».
Και έτσι επιστρέφουμε στο κομβικό σημείο –το ζήτημα του ηγέτη. Ο 68χρονος Χούμπερτ Ζάιπελ, γερμανός ανταποκριτής στο εξωτερικό για τα περιοδικά «Stern» και «Der Spiegel» παλαιότερα, εδώ και χρόνια τηλεοπτικός δημοσιογράφος με θητεία στο κανάλι ARD, έγραψε το 2015 το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Πούτιν. Η εξουσία εκ των έσω» (εκδόσεις Καστανιώτη). Καρπός πενταετών επαφών, συναντήσεων και αποκλειστικών συνεντεύξεων με τον ρώσο ηγέτη, δεν μπορεί παρά να είναι απολογητικό κείμενο του υπαρκτού πουτινισμού. Με μαεστρία ο πρόεδρος φωτίζει τη στάση του εκεί όπου επιθυμεί να πέσει φως (ο αγώνας του κατά των ολιγαρχών του Γέλτσιν, η ανόρθωση των κρατικών δομών) και τη συσκοτίζει εκεί όπου προτιμά τη σκιά (η περίτεχνη φίμωση της αντιπολίτευσης, η διαφθορά της δικής του τάξης ολιγαρχών). Ωστόσο, τα όσα λέει στον Ζάιπελ είναι πράγματι χρήσιμα όσον αφορά την τεκμηρίωση τρόπων του σκέπτεσθαι.
Τον Οκτώβριο του 2014, αφηγείται ο Ζάιπελ, την επαύριο της προσάρτησης της Κριμαίας και της ουκρανικής κρίσης, το ετήσιο συνέδριο της λέσχης συζητήσεων Βαλντάι που το Κρεμλίνο διοργανώνει από το 2004 με τη συμμετοχή περιορισμένου αριθμού πρώην διπλωματών, πολιτικών και δημοσιογράφων από τη Δύση και την Κίνα, έφερε τον ξεκάθαρο τίτλο «The World Order: New Rules or a Game without Rules?». Κατά τη λήξη του, όπως και «στο δείπνο που παρατίθεται σε στενό κύκλο, με παρόντες έναν-δύο πρώην πρωθυπουργούς δυτικών χωρών και ελάχιστους ακαδημαϊκούς», ο Βλαντίμιρ Πούτιν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως και τόνισε τη δυσαρέσκειά του για τις δυτικές επεμβάσεις στη Λιβύη και στο Ιράκ.
Φλασμπάκ στην εποχή των μαζικών ρωσικών διαδηλώσεων του 2012 έπειτα από τις καταγγελίες για νοθεία στις βουλευτικές εκλογές: «Οι διαμαρτυρίες αυτών των ημερών έχουν εντυπωθεί στη μνήμη του. Θεωρεί ότι αποτελούν μέρος ενός σχεδίου για την αποσταθεροποίηση της Ρωσίας». Και για να είμαστε ξεκάθαροι, ως αποσταθεροποίηση της Ρωσίας θεωρεί την αποσταθεροποίηση του ιδίου: οι τότε επικριτικές για την εγκυρότητα των εκλογών δηλώσεις της υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον «είναι ένας τακτικός ελιγμός, μία ακόμα απόδειξη ότι η Αμερική θέλει να τον απομακρύνει από την εξουσία, και μάλιστα με τα ίδια μέσα με τα οποία το 2004 είχε ενορχηστρώσει την Πορτοκαλί Επανάσταση στην Ουκρανία».

Φλας φόργουορντ στην ουκρανική εξέγερση του 2014 που εξεδίωξε τον ρωσόφιλο πρόεδρο Βίκτορ Γιανουκόβιτς: «Κατά τη γνώμη του [Βλαντίμιρ Πούτιν], οι Ευρωπαίοι, αν δεν ήταν συνεργοί, ήταν στην καλύτερη περίπτωση τα διακοσμητικά στοιχεία μιας εξέγερσης που σκηνοθέτησε η Αμερική». Η λογική της ψυχροπολεμικής περικύκλωσης του εαυτού του και της χώρας του από τον αντίπαλο είναι η λογική που επικρατεί στο μυαλό του ηγέτη της Ρωσίας –ή αυτή είναι η λογική που θέλει να προβάλει προς τα έξω ότι επικρατεί.
Πολλά μπορεί να προσάψει κανείς στον «τσάρο» όσον αφορά τις πολιτικές του επιλογές και τις ηθικές συνέπειές τους, αδεξιότητα στην πολιτική σκηνοθεσία και τους διπλωματικούς χειρισμούς όμως όχι. Ακόμα και η επίδειξη δύναμης της προσάρτησης της Κριμαίας έγινε με τρόπο και σε χρόνο που η δυναμική των δυτικών αντιδράσεων υπολογίστηκε ότι δεν θα ξεπερνούσε τα όρια των οικονομικών αντιποίνων –με τα οποία ο ρώσος πρόεδρος είχε αποφασίσει ότι μπορεί να ζήσει. Και εδώ βρίσκεται, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Μιχαήλ Ζιγκάρ, το κλειδί της ερμηνείας της εξωτερικής πολιτικής του Πούτιν. Δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για μια προσπάθεια ριζικής αποσταθεροποίησης της Δύσης ή ανατροπής της πρωτοκαθεδρίας της –ούτε καν θεμελιώδους αμφισβήτησής της.

«Από τη δική του οπτική γωνία εξάντλησε κάθε μέθοδο καθιέρωσης φιλικών δεσμών με τους δυτικούς ηγέτες στα πρώτα 15 χρόνια της διακυβέρνησής του χωρίς να καταφέρει να κερδίσει τον σεβασμό τους. […] Η επιστροφή στη ρητορική του Ψυχρού Πολέμου είναι μια ευκαιρία να αρχίσει ένας τελείως διαφορετικός διάλογος, πιστεύει. Οι Αμερικανοί θα τον σεβαστούν όπως έκαναν με τον Μπρέζνιεφ και τους υπόλοιπους σοβιετικούς ηγέτες».


Στο σχήμα που σκιαγραφεί ο Ζιγκάρ το ζητούμενο δεν είναι ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά ακριβώς το αντίθετο: η βελτίωση των σχέσεων με τη Δύση. Ωστόσο, κατά τη λογική του Πούτιν, η εξομάλυνση περνάει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτό που στο βάθος επιθυμεί είναι μια νέα Γιάλτα. «Ο Πούτιν θέλει νέες ζώνες επιρροής και νέους κανόνες του παιχνιδιού. Θέλει η Δύση να αποδεχθεί ότι οι περιοχές που ανήκαν κάποτε στη Σοβιετική Ενωση (πιθανότατα των κοντινών χωρών συμπεριλαμβανομένων) οφείλουν να αποτελούν ζώνες ρωσικής ευθύνης. Θέλει εγγυήσεις και τις τιμές που πιστεύει ότι του οφείλονται». Τι είναι πρόθυμος να προσφέρει ως αντάλλαγμα για μια τέτοια ρύθμιση; Τη λύση του ζητήματος της Ανατολικής Ουκρανίας, του χώρου δηλαδή όπου από το 2014 σοβεί μια χαμηλής έντασης σύγκρουση, με αντάρτικες δυνάμεις υποστηριζόμενες από τη Ρωσία να έχουν ανακηρύξει δύο «λαϊκές δημοκρατίες» στο Ντονέτσκ και στο Λουγκάνσκ.
Ο Ζιγκάρ επικαλείται πηγές του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών που ισχυρίζονται ότι η Ρωσία είναι διατεθειμένη να δεχθεί μια προσωρινή διεθνή διοίκηση στα πρότυπα της Βοσνίας και του Κοσόβου. Εστω –τι κάνει όμως τον ηγέτη να πιστεύει πως η Δύση θα δεχθεί τη μερική αυτή συμφωνία, πόσω μάλλον την ευρύτερη αναθεώρηση των ισορροπιών της διεθνούς τάξης; Κατά τον Ζιγκάρ, ο χρόνος. Με εκλογές ή χωρίς, πρόεδρος ή όχι, επίσημος ηγέτης ή ηγεμόνας του παρασκηνίου, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, εκτός κάποιου ατυχήματος της Ιστορίας, θα διατηρήσει την εξουσία για όσο επιθυμεί ο ίδιος, έχοντας την πολυτέλεια της αναμονής. Γιατί «τον Μάρτιο του 2024, όταν θα λήγει η τέταρτη θητεία του, θα είναι 71 ετών –θα έχει την ίδια ηλικία που έχει ο Ντόναλντ Τραμπ σήμερα».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Απριλίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ