Είναι 11 το πρωί και ο Γιάννης με περιμένει σε κεντρικό καφέ-μπαρ της Αθήνας. Ο 43χρονος επιχειρηματίας θα μου μιλήσει για τη σχέση του με το αλκοόλ. Μια σχέση παλιά, που όμως έχει γίνει πιο στενή στην περίοδο των μνημονίων. Τον βρίσκω να έχει παραγγείλει ένα ουίσκι. «Δεν είναι νωρίς για ποτό;» τον ρωτάω περιμένοντας τον καφέ μου. «Οχι για εμένα» απαντάει. Πίνει από τα 17 του σε ένα παρεΐστικο πλαίσιο, κάτι το οποίο στην επαρχία όπου κατοικεί αποτελεί απλά μέρος μιας απόλυτα αποδεκτής καθημερινότητας.
Ο άνδρας απέναντί μου παρουσιάζεται πεπεισμένος πως μερικά ποτά είναι ο πιο εύκολος και πιο γρήγορος τρόπος να ξεχνιέται, ειδικά όταν τα νέα της δουλειάς του είναι άσχημα. «Τι θα κάνεις όταν χάνεις τον έναν πελάτη μετά τον άλλο;» με ρωτάει. «Δεν θα βγεις να πιεις κάτι για να ξαλαφρώσεις;». Πίνει όμως μόνο όταν έχει προβλήματα; «Οχι» λέει αμέσως. «Γιατί στις χαρές σου δεν θα πιεις; Αυτή η πίεση όμως για την οποία μιλάμε, πίστεψέ με, δεν αντέχεται στεγνή. Τι αξία έχει διαφορετικά η ζωή έτσι όπως έγινε; Αμα έχεις υποχρεώσεις να τρέχουν και παλεύεις να μην τα χάσεις όλα, τι θα κάνεις για να μην τρελαθείς;».
Οσο τον παρατηρώ και τον ακούω τόσο καταλαβαίνω πως το ποτό του, το οποίο έχει σχεδόν τελειώσει, μάλλον δεν είναι το πρώτο της ημέρας και πιθανότατα δεν θα είναι το τελευταίο. «Ναι, πίνω πιο πολύ τα τελευταία χρόνια επειδή το στρες είναι μεγαλύτερο, αν και είναι στενάχωρο πιόμα, δεν το ευχαριστιέσαι όπως όταν είσαι καλά. Θέλεις μόνο να διώξεις τα βάσανα απ’ το μυαλό σου». Ενώ μου μιλάει, βλέπει τον σερβιτόρο να περνάει και του παραγγέλνει ακόμη ένα ουίσκι.
Στις ΗΠΑ θεωρείται αλκοολικός ακόμη και όποιος πίνει ένα ποτό την ημέρα, ενώ στη Γαλλία κάτι τέτοιο θα εκλαμβανόταν σαν κακόγουστο ανέκδοτο. To γεγονός ότι στην Ελλάδα είναι τόσο εύκολη η πρόσβαση στο αλκοόλ, ακόμη και για τους ανηλίκους, επιδεινώνει το πρόβλημα της κατάχρησης και τροφοδοτεί συνεχώς με νέο αίμα τον αλκοολισμό. Ως σοβαρό χαρακτηρίζει το πρόβλημα του αλκοολισμού στη χώρα μας ο Αθανάσιος Δουζένης, καθηγητής Ψυχιατρικής – Ψυχιατροδικαστικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και διευθυντής της Β’ Ψυχιατρικής Κλινικής ΕΚΠΑ στο ΠΓΝ Αττικόν. «Ως πρόβλημα δημόσιας υγείας είναι το δεύτερο μετά το κάπνισμα» τονίζει μιλώντας στο BHMAgazino. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα πανευρωπαϊκής έρευνας για το αλκοόλ, η οποία δημοσιοποιήθηκε πέρυσι από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ), υψηλό ποσοστό του πληθυσμού έχει πρόσβαση και έχει καταναλώσει αλκοόλ, ενώ μόνο ένας στους 13 συμμετέχοντες στην έρευνα ανέφερε ότι δεν κατανάλωσε αλκοόλ τους τελευταίους 12 μήνες (σε υψηλότερο ποσοστό οι γυναίκες και τα άτομα ηλικίας 50-64 ετών).


Ζώντας με έναν αλκοολικό

Είναι συχνή η συμβίωση με έναν αλκοολικό; Σύμφωνα με την πανευρωπαϊκή έρευνα, ένας στους 4 Ελληνες έχει κάποιον «βαρύ πότη» στην οικογένειά του. Επιπλέον, στη χώρα μας σχεδόν ένας στους 4 (23,3%) ανέφερε ότι έζησε ως παιδί ή έφηβος με κάποιον που έπινε υπερβολικά και εξ αυτών σχεδόν 2 στους 3 (14,8%) ανέφεραν ότι η ζωή τους έχει επηρεαστεί από το γεγονός αυτό.
Πώς είναι να ζει κανείς με έναν αλκοολικό; Σύμφωνα με μια 62χρονη διαζευγμένη συνταξιούχο δημόσιο υπάλληλο και μητέρα που έχει βιώσει το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο πρώην σύζυγός της, είναι «μια κόλαση». «Επινε σε καθημερινή βάση» καταθέτει την εμπειρία της. «Γινόταν επιθετικός και κακοποιούσε τόσο εμένα μπροστά στα παιδιά όσο και τα ίδια. Δεν ξέραμε με τι διάθεση θα γυρνούσε στο σπίτι. Πολλές φορές φώναζε, έβριζε, τα έσπαγε, έκανε ζημιές. Αφηνε, ως ιδιωτικός υπάλληλος, τις δουλειές του (είχε και χρήματα από τους δικούς του και δεν τον ένοιαζε) ή τον έδιωχναν αφού τσακωνόταν συχνά με τα αφεντικά του. Oποτε βγαίναμε έξω ή και στο σπίτι, όταν μαζευόμασταν όλη η οικογένεια, μπορούσε να τσακωθεί με οποιονδήποτε χωρίς σοβαρό λόγο. Δεν του έχει απομείνει κανένας φίλος, ενώ ακόμη και οι συγγενείς τον αποφεύγουν. Σήμερα, στα 63 του, έχει πλέον καταστραφεί και ζει με τη μητέρα του. Θα μπορούσε να έχει μια ιδανική ζωή. Είχε ταξιδέψει στο εξωτερικό για σπουδές, είχε πολλές ευκαιρίες επειδή κατάγεται και από καλή οικογένεια με γνωριμίες».
Ανάλογες ιστορίες (με οικογενειακά δράματα που οφείλονται στο αλκοόλ) υπάρχουν πολλές. Στις περισσότερες η οικογένεια έχει αργήσει να λάβει μέτρα ή αδυνατεί να κάνει κάτι επειδή ο ασθενής δεν αφήνει περιθώρια για να βοηθηθεί. Ο 45χρονος Θωμάς (τα στοιχεία του βρίσκονται στη διάθεση του ΒΗMAgazino) εξιστορεί τι συνέβη στη δική του οικογένεια. «Το πρόβλημα αφορά τον πατέρα μου και κυρίως τον αδελφό μου, ο οποίος πέθανε πρόσφατα σε ηλικία μόλις 49 ετών» λέει ξεδιπλώνοντας τη δική του εμπειρία. «Ο αδελφός μου έπινε από μικρή ηλικία αλλά η οικογένεια το έβλεπε ως αστείο, ως τίποτε το ανησυχητικό. Ελεγαν ότι θα περάσει, πως κάνει χαβαλέ. Κανείς δεν έβλεπε το πρόβλημα στην πραγματική του διάσταση. Οσο σπούδαζα δεν τον ζούσα από κοντά, αλλά το είδα όταν επέστρεψα και τον έπιασα να πηγαίνει στη δουλειά πιωμένος. Εμενε με τους γονείς μας, αλλά εκεί δυστυχώς δυσχέραινε την κατάσταση το γεγονός ότι έπινε και ο πατέρας μας, ο οποίος όμως παρ’ όλα αυτά «δεν έχανε την μπάλα». Και ο πατέρας μου έπαθε κίρρωση του ήπατος. Το έκοψε όταν αρρώστησε, αλλά ήταν πλέον αργά. Πέθανε στα 67 του».
Ο αδελφός του Θωμά είχε νοικιάσει κάποια στιγμή σπίτι μόνος του, αλλά ζούσε σε άθλιες συνθήκες. Δεν είχε οικογένεια, οι κοπέλες του τον εγκατέλειπαν επειδή δεν άντεχαν τη συμπεριφορά του όταν έπινε, το ίδιο και οι παρέες του. «Οταν έπινε άλλαζε ο χαρακτήρας του» συνεχίζει ο Θωμάς. «Ενώ θα μπορούσε να είναι πολύ καλός, γινόταν το αντίθετο, δεν τον ένοιαζε για κανέναν, με αποτέλεσμα να τον κάνουν όλοι πέρα. Ούτε εγώ μπορούσα να τον καλέσω σπίτι με τα παιδιά μου. Ταλαιπωρήθηκε πολύ η μητέρα μας που αναγκαστικά ζούσε μαζί του. Πολλές φορές προσπάθησε να «κόψει» αλλά δεν ήθελε πραγματικά» συμπληρώνει. «Πήγε και σε κλινική αποτοξίνωσης όταν το πρόβλημα αναγνωρίστηκε, αλλά έφευγε από τα προγράμματα. Δεν μπορούσε να τα ακολουθήσει. Στο τέλος έχασε και τη δουλειά του. Είχε πια ξεσπάσει η κρίση, οπότε ήταν δύσκολο να βρει κάτι άλλο». Πέθανε (όπως ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο) από κίρρωση του ήπατος, αφήνοντας πίσω του πολλά χρέη.

Απόπειρες απεξάρτησης

Οι ειδικοί επισημαίνουν πως το πρώτο βήμα για την απεξάρτηση είναι η συνειδητοποίηση από τον χρήστη ότι έχει πρόβλημα και στη συνέχεια η αποφασιστικότητά του να απεξαρτηθεί.
«Θα σου μιλήσω επώνυμα ελπίζοντας ότι αυτό θα βοηθήσει» λέει ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Ευσταθίου, ο οποίος είχε το πρόβλημα, αλλά εδώ και 13 χρόνια έχει καταφέρει να μείνει μακριά από το αλκοόλ. «Ενα πρωί σηκώθηκα, αλλά αντί να φτιάξω καφέ πήγα στο μπουκάλι με το ποτό. Οταν συνειδητοποίησα τι έκανα είπα: «Οπα, τι είναι αυτό;». Ενιωσα μια παρόρμηση και μια φρίκη. Προσπάθησα να το διασκεδάσω, αλλά την επόμενη ημέρα έγινε πάλι το ίδιο και έτσι κατάλαβα ότι ήμουν παγιδευμένος» περιγράφει ο 62χρονος.
Παρ’ όλα αυτά, του πήρε ενάμιση χρόνο από εκείνο το πρωινό μέχρι να αποφασίσει ότι κάτι έπρεπε να κάνει. Αρχικά προσπάθησε μόνος του, χωρίς βοήθεια. Η πρώτη του απόπειρα απεξάρτησης κράτησε τρεις μήνες προτού επιστρέψει πάλι στο σημείο μηδέν, επειδή, όπως εξηγεί, είχε άγνοια του πώς μπορούσε να στηρίξει την προσπάθειά του. «Από τα πρώτα πράγματα που μου έμαθαν στη θεραπεία, όταν απευθύνθηκα στους Ανώνυμους Αυτοθεραπευόμενους Αλκοολικούς (ΑΑΑ), ήταν να πετάξω από το σπίτι όλο το αλκοόλ. Μπίρες, βότκα, τα πάντα. Επίσης, μου είπαν να μη σερβίρω εγώ αλκοόλ σε άλλους, να μην το δέχομαι ως δώρο, ούτε να το προσφέρω, όπως και να αποφεύγω φίλους που πίνουν πολύ. Τότε, θυμάμαι, ο κολλητός μου για έξι μήνες δεν έπινε μπροστά μου προκειμένου να με στηρίξει. Οι περισσότεροι δεν είχαν καταλάβει ότι είχα θέμα επειδή ποτέ δεν «τσαλάκωσα» την εικόνα μου. Μέσα, όμως, από τη θεραπεία κατάλαβα ότι η παγίδα βρίσκεται σε βάθος χρόνου, σε 20 ή 30 χρόνια αν είσαι βαρύς πότης –αλλά αλκοολικός γίνεσαι σε μία νύχτα!».
Οι συνθήκες –οικογενειακές, κοινωνικές ή επαγγελματικές –που οδηγούν στον αλκοολισμό διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Ο Ευσταθίου, για παράδειγμα, ήπιε το πρώτο του ουίσκι στα 17, αλλά θεωρεί πως καθοριστικό στην εξέλιξη του προβλήματος ήταν το γεγονός ότι παράλληλα με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα εργαζόταν σε νυχτερινά μαγαζιά για μεγάλα χρονικά διαστήματα, έχοντας την άνεση να καταναλώνει κάθε βράδυ όσο ήθελε.

Η κρίση, μια ακόμη αφορμή

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του σωματείου Αλκοολικών Ανώνυμων Ελλάδος, οι δικαιολογίες περί οικονομικής κρίσης και πίεσης αποτελούν κοινό τόπο στους βαρείς πότες και τους αλκοολικούς. «Κάποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει μια οποιαδήποτε συνθήκη προκειμένου να πιει» λέει χαρακτηριστικά ο Γιώργος σε μια συνάντηση με άλλα μέλη στα γραφεία του σωματείου. «Σπάνια όμως έρχεται κάποιος επειδή έχει οικονομικές ή άλλες δυσχέρειες. Απλώς, μέσω αυτών, το πρόβλημα εμφανίζεται πιο γρήγορα. Εύκολα αποδίδεται κάπου αλλού ο αλκοολισμός, επειδή είναι χαρακτηριστικό της πάθησης».
Δίπλα του ο Κώστας, μέλος και αυτός του σωματείου, παρατηρεί ότι ουσιαστικά η οικονομική δυσπραγία δεν θεωρείται πρόβλημα για τον αλκοολικό επειδή, όπως λέει, θα βρει τρόπο να πιει, ακόμη και φθηνό αλκοόλ. «Η ποιότητα του ποτού δεν έχει σημασία» εξηγεί. «Σκοπός για τον αλκοολικό είναι να μεθύσει, όχι να περάσει καλά. Εγώ την ώρα που κατασπαταλούσα τα χρήματά μου στα ποτά έκοβα από τα λεφτά για την οικογένεια. Ετσι στράφηκα στο φθηνό αλκοόλ. Εβρισκα λύσεις».
Ωστόσο, η ψυχίατρος και πρώην διευθύντρια της Μονάδας Απεξάρτησης Τοξικομανών ΨΝΑ – 18 ΑΝΩ Κατερίνα Μάτσα σημειώνει ότι σε δύσκολες οικονομικά περιόδους παρατηρείται αύξηση του αριθμού των εθισμένων ατόμων τόσο στο αλκοόλ όσο και στις άλλες ουσίες.

«Η κρίση στρέφει προς αυτή την κατεύθυνση πολύ κόσμο που αναζητεί διέξοδο. Μάλιστα, το αλκοόλ είναι νόμιμο και πολύ εύκολα προσβάσιμο, γεγονός που επιδεινώνει την κατάσταση αυξάνοντας τα ποσοστά του αλκοολισμού». «Σήμερα τα δεδομένα έχουν διαφοροποιηθεί επειδή έχει κατέβει πολύ ο μέσος όρος ηλικίας όσων πίνουν» επισημαίνει η κυρία Μάτσα. «Τα παιδιά αρχίζουν πλέον το αλκοόλ από πολύ νωρίς, οπότε στρέφονται και νωρίτερα στα πιο σκληρά ποτά».

18 κάτω

Στη χώρα μας ο νόμος που απαγορεύει την πώληση αλκοόλ σε άτομα κάτω των 18 ετών απλά δεν τηρείται. Ο ανήλικος μπορεί να το προμηθευτεί χωρίς να του ζητηθεί ταυτότητα, ενώ με την ίδια ευκολία θα πιει σε μπαρ, καφετέριες ή κλαμπ. Τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής έρευνας ESPAD (European School Survey Project on Alcohol and Other Drugs) που πραγματοποιήθηκε σε εφήβους 16 ετών, είναι ενδεικτικά της κατάστασης: το 94,1% από αυτούς έχει καταναλώσει αλκοόλ, ενώ θεωρούν την πρόσβαση στο ποτό εύκολη. Το 38,3% είχε καταναλώσει περισσότερα από πέντε ποτά συνεχόμενα στη διάρκεια του προηγούμενου μήνα, ενώ το 12,5% είχε μεθύσει τουλάχιστον μία φορά το ίδιο διάστημα. Συχνή κατανάλωση έκανε το 7,6% (στα αγόρια το ποσοστό είναι 9,5% και στα κορίτσια 5,6%).
«Ερχονται ως επί το πλείστον φοιτητές, νέα παιδιά, και βάζουν ρεφενέ κυρίως για τα φθηνότερα ποτά του καταλόγου» λέει η Αντζελα, η οποία εργάζεται σε μπαρ του κέντρου της Αθήνας όπου συχνάζει νεολαία. «Τους βλέπω να πίνουν χωρίς μέτρο και μερικοί δεν το «σηκώνουν». Αυτό το διακρίνουμε βασικά σε πολλά κορίτσια». Στο ίδιο μπαρ πλησιάζω μια παρέα αγοριών και κοριτσιών ηλικίας 17-18 ετών που έχουν στο τραπέζι τους μπίρες και ρακή. Τους ρωτώ αν συνηθίζουν να πίνουν. «Οταν βγαίνουμε έξω και έχουμε λεφτά» απαντά ο ένας γελώντας. «Μόνο να μη μας πάρουν είδηση οι δικοί μας όταν γυρίσουμε σπίτι» συμπληρώνει η διπλανή του προκαλώντας περισσότερα γέλια στους υπόλοιπους. Ναι, γνωρίζουν πολλά άλλα παιδιά που πίνουν, κυρίως σε πάρτι και καφετέριες. Δεν τους προκαλεί εντύπωση.
Ο Ακης Παπαδόπουλος, ιδιοκτήτης κεντρικού, πολυσύχναστου μπαρ και για χρόνια μπάρμαν, έχει διαπιστώσει πως οι Ελληνες έπιναν, πίνουν και θα πίνουν. «Και στην περίοδο της κρίσης πίνουν πολύ. Απλώς άλλαξαν τα πιο ακριβά ποτά με άλλα φθηνότερα, όπως η μπίρα ή το τσίπουρο» λέει. «Σε καμία περίπτωση όμως δεν σταμάτησαν». Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), τακτική χρήση αλκοόλ στην Ελλάδα κάνει το 40% του πληθυσμού, ενώ περίπου το 10% έχει απόλυτη εξάρτηση.

Ελληνίδες και αλκοόλ

Η Βιργινία, μέλος των ΑΑ, υποστηρίζει ότι παλαιότερα οι γυναίκες έπιναν στο σπίτι από φόβο μήπως τις σχολιάσουν επειδή το θέαμα μια γυναίκας που έπινε αποτελούσε ταμπού. Σήμερα και αυτό έχει αλλάξει φέρνοντάς τες πιο κοντά στο πρόβλημα του αλκοολισμού.
Η «Αννα» είναι 50 ετών, διαζευγμένη μητέρα ενός παιδιού, και όπως λέει χαρακτηριστικά πίνει κοινωνικά, αν και τώρα που είναι άνεργη το κάνει πιο συχνά. «Δεν ένιωσα ποτέ ότι δεν πρέπει για κάποιον λόγο να με δουν να πίνω όταν βγαίνω έξω» αναφέρει. «Η κόρη μου λείπει τώρα για σπουδές, αλλά αν έμενε μαζί μου θα πρόσεχα περισσότερο για να μην την τρομάξω ή της δώσω άσχημο παράδειγμα. Απ’ ό,τι ξέρω, οι παρέες της πίνουν, η ίδια όμως όχι».
Σύμφωνα με τον καθηγητή Αθανάσιο Δουζένη, «υπάρχει ένα κοινωνικό στερεότυπο που θέλει τον νέο ο οποίος πίνει να είναι πιο «άνδρας», αλλά με την εξίσωση των δύο φύλων το πρόβλημα του ποτού αφορά τώρα και τις γυναίκες. Παλαιότερα ήταν αξιοπερίεργο να δεις μια μεθυσμένη γυναίκα. Σήμερα, όχι».
Οσον αφορά τους ανήλικους πότες και των δύο φύλων, ο ειδικός τονίζει: «Υπάρχουν σαφέστατες έρευνες που δείχνουν ότι η μέση ηλικία χρήσης έχει χαμηλώσει στους εφήβους και στην προεφηβική ηλικία. Οι νέοι ξεκινούν από νωρίς, γι’ αυτό οι γονείς πρέπει να προσέξουν. Οταν ένας έφηβος γυρίσει σπίτι μεθυσμένος λένε «δεν πειράζει για μια φορά». Ομως πρέπει να τους προβληματίσει όταν επαναληφθεί». Οπως εξηγεί ο κ. Δουζένης, η ταχύτητα με την οποία εμφανίζεται ο αλκοολισμός εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, προσωπικούς ή ιδιοσυγκρασιακούς. Η θεραπεία απαιτεί ολοκληρωτική αποχή. «Είναι ελάχιστοι οι απεξαρτημένοι που καταφέρνουν να κάνουν ελεγχόμενη χρήση και αυτό ισχύει για όλες τις ουσίες» επισημαίνει.
Ο «στεγνός πια» Γιώργος Ευσταθίου εξηγεί πως στη θεραπεία η αλκοολική προσωπικότητα του ατόμου αποδομείται προκειμένου να χτιστεί μια νέα. «Αυτό απαιτεί επιμονή και υπομονή, προσήλωση στον στόχο με απόλυτη αφοσίωση» λέει. Ο ίδιος μάλιστα, μετά τα δύο χρόνια του προγράμματος που ακολούθησε, έμεινε εθελοντικά άλλα έξι προκειμένου να στηρίξει άλλους.
«Τώρα γύρισα σελίδα, αλλά πιστεύω αυτό που λένε, ότι μία φορά αλκοολικός πάντα αλκοολικός» θα προσθέσει. «Απλά ο συναγερμός βρίσκεται πότε στο κόκκινο και πότε στο πορτοκαλί. Ο κίνδυνος της υποτροπής σε ακολουθεί ισόβια, άρα και η επαγρύπνηση. Εξαρτάται από τις συνθήκες και την ψυχολογία σου. Οταν, για παράδειγμα, περνάω δύσκολα, προσέχω περισσότερο. Οταν βρίσκομαι έξω με παρέα, μυρίζω το ποτήρι πριν το βάλω στο στόμα μου από φόβο μήπως πάρω κατά λάθος του διπλανού μου. Δεν νομίζω ότι ανήκω στην κατηγορία εκείνων που μπορούν να πιουν λίγο, κοινωνικά. Δεν χαρακτηρίζει την προσωπικότητά μου και γι’ αυτό προσέχω».
Τέλος συμβουλεύει όσους πίνουν να μην εφησυχάζουν στη συχνή χρήση και να βάλουν φρένο προτού πέσουν στα δύσκολα. «Στο εξάμηνο της θεραπείας ανακουφίστηκα όχι όταν είπα ότι «δεν πρέπει» αλλά ότι «δεν θέλω» πλέον το αλκοόλ. Γύρισα τον διακόπτη».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Απριλίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ