Η Ολυμπος είναι μια νίκη του ανθρώπου επάνω στη σκληρή φύση –σαν τα συννεφιασμένα πρόσωπα των γυναικών που στολίζουν τον Επιτάφιο με άνθη και φωτογραφίες των προσφιλών προσώπων που «έφυγαν» για το μακρύ ταξίδι – αλλά και ενάντια στον χρόνο, καθώς μια μικρή κοινότητα νησιωτών αγκιστρωμένη στα βουνά μοιάζει να τον αψηφά και να γυρίζει τα ρολόγια της αλλιώς, με την αντίστροφη φορά των δεικτών της παγκοσμιοποίησης. Ετσι μας συστήνεται η Ολυμπος, στο βόρειο άκρο της Καρπάθου, καθώς τρέχουμε με μεγάλη ταχύτητα επάνω στη διαγώνιο του Αιγαίου με το αεροπλάνο. Μέχρι τότε ο χάρτης του Αιγαίου ανοίγει φυσιολογικά μπροστά στα μάτια μας, αλλά μετά την Αμοργό, που αρχίζουμε να χαμηλώνουμε για να πιάσουμε το βόρειο άκρο της Καρπάθου από τη Σαρία –με τον μοναδικό, παλιό, πειρατικό οικισμό -, όλα αλλάζουν προς το υπερβατικότερο. Η Ολυμπος, θρονιασμένη στις κόψεις των βουνών, φωνάζει ότι δεν είναι του κόσμου ετούτου.
Ο κόσμος ετούτος και ο άλλος κόσμος βρίσκονται σε μια αδιάκοπη επικοινωνία στην Ολυμπο. Οι ζωντανοί κοσμοπολίτες τρέφουν απεριόριστο σεβασμό σε αυτούς που έφυγαν από τη ζωή, μυώντας τους προηγουμένως στα μυστήρια του ιδιόρρυθμου χωριού τους, που ποθούν να τα κρατήσουν ζωντανά για πάντα. Και το πιο αξεδιάλυτο μυστήριο είναι αυτό ακριβώς, η αναζωογονητική επικοινωνία των ζωντανών με τους νεκρούς που τους παρέδωσαν τα ιερά και τα όσιά τους. Αυτό συμπαρασύρει τους πάντες που έχουν κάποια σχέση με την κοινότητα.
Οπως ο Αλεξ από το Παρίσι, που έστειλε το δικό του μοιρολόι γραμμένο στα γαλλικά και παρακάλεσε να το καρφιτσώσουν ανάμεσα στα λουλούδια του Επιταφίου, μαζί με τα άλλα που ανάρτησαν οι αυτόχθονες. «Για την Ντομινίκ, τη γυναίκα μου που τόσο την Ολυμπο αγαπούσε» έγραφε στα ελληνικά και συνέχιζε με γαλλικά να μιλάει για μιαν αγάπη με την οποία ταξίδεψαν μαζί πέρα από τους ορίζοντες. Ο Αλεξ και η Ντομινίκ έρχονταν κάθε χρόνο στην Κάρπαθο, αλλά αυτή τη χρονιά δεν θα έρθουν. Η Ντομινίκ έφυγε για το ταξίδι χωρίς γυρισμό. Η πομπή της Λαμπρής Τρίτης με τα λάβαρα και τις τέσσερις εφέστιες εικόνες, μέσα στην ανοιξιάτικη φύση, γίνεται για να πάνε στους τεθνεώτες το ελπιδοφόρο μήνυμα της Ανάστασης, αλλά κατά βάθος είναι μια λιτανεία για την επίκληση της βροχής, του βασικού συστατικού της ζωής επάνω στους κοφτερούς βράχους.
Στην ατμοσφαιρική εκκλησία της Κοίμησης στο Πλατύ, ο παπα-Γιάννης –θεματοφύλακας της εκκλησιαστικής τάξης ως ιερέας, αλλά και της τάξης της παράδοσης και του γλεντιού ως πρωτομερακλής –ετοιμάζει τα φλάμπουρα, τον ιστό με την ελληνική σημαία που θα πάει μπροστά και τα λάβαρα της Ανάστασης που θα ακολουθήσουν. Κατεβαίνουν και οι βαριές εικόνες από το τέμπλο, του Χριστού και της Παναγίας με τα ασημένια «πουκάμισα», του ευαγγελιστή Ιωάννη και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Ο Γιάννης Πρεάρης, υποδηματοποιός των ολυμπίτικων παραδοσιακών στιβανιών και γλεντιστής με το λαούτο του, «ντύνει» τις εικόνες με πολύχρωμα μαντίλια, κεντημένα με μεγάλα άνθη. «Φορά» στον Χριστό ένα μαύρο μαντίλι με κόκκινα ρόδα, αλλά δεν του αρέσει και δένει γύρω από την εικόνα ένα άλλο λευκό με ανάλογη διακόσμηση. Ο μερακλής λυράρης και τραγουδιστής Μιχάλης Ζωγραφίδης σηκώνει στον ώμο του την εικόνα του Προδρόμου και βγαίνει πρώτος από την εκκλησία.
Σε κάθε εκκλησάκι επάνω στο κεντρικό σοκάκι της Ολύμπου ακουμπούν τα λάβαρα στον τοίχο και τις εικόνες στο πεζούλι και ο παπα-Γιάννης γονατίζει, βγάζει το καλυμμαύχι του και αναπέμπει ευχές. Ετσι φτάνουν στο νεκροταφείο, όπου τα χρώματα της ζωής σμίγουν με τη μελαγχολία της απουσίας. Η Κυραννήα, η Μαγκαφούλα, η Ερνήα, ιδιαίτερα ονόματα, όπως ξεχωριστή είναι και η εμφάνισή τους με τα στιβάνια, το καβάι ή το χιλιόχρωμο σακοφούστανο, στέκονται δίπλα στους οικογενειακούς τάφους, και μόλις ο παπα-Γιάννης κάνει στον καθένα ξεχωριστά τρισάγιο, αρχίζουν να κερνάνε για συγχώρεση τούρτες που ζύμωσαν και φούρνισαν οι ίδιες και μυζήθρα φρέσκια και κάθε λογής γλυκά.
Οι φωτογραφικοί φακοί, σύγχρονα θαύματα της τεχνολογίας, μένουν εκστατικοί απέναντι στα παλαιά θαύματα της παράδοσης. Η πομπή μπαίνει σε μονοπάτια ανάμεσα στις ξερολιθιές που λες ότι διασχίζουν την άνοιξη. Κατεβαίνουν στη ρεματιά και ανεβοκατεβαίνουν λόφους που έχουν στις κορυφές τους λευκά εκκλησάκια με γαλάζιο περίγραμμα. Ιδιαίτερη στάση και ευχές στην πηγή Ελεημονήτρια. Και η Ολυμπος να στέκει στην απέναντι πλαγιά και να παρακολουθεί την πομπή που περιγράφει τον ζωτικό της χώρο με ένα προστατευτικό τόξο από κάθε κακό –από την άλλη μεριά την προστατεύουν οι γκρεμνοί. Ετσι πατούν τα σκαλαπάτια των πιο χαμηλών σπιτιών του χωριού και αρχίζουν να ανεβαίνουν προς το Πλατύ, μπροστά από την εκκλησία της Κοίμησης, για να «θρονιάσουν» ξανά τις ιερές εικόνες. Μία-μία θα βάλει στη θέση της στο τέμπλο, ξεκινώντας από την Παναγία, όποιος κάνει την πιο μεγάλη δωρεά στην εκκλησία στον δημόσιο πλειστηριασμό.
Πάμε να ξαποστάσουμε από την κοπιαστική πορεία στο Σελάι, στο καφενείο του σπουδαίου τσαμπουνιέρη Αντώνη Ζωγραφίδη που κι αυτός δεν είναι πια ανάμεσά μας. Υπάρχει όμως γύρω μας, στις φωτογραφίες από γλέντια, όπως αυτό που θα αρχίσει σε λίγο έξω από την πόρτα του καφενείου του. Ο αδελφός του, Μιχάλης Ζωγραφίδης, πιάνει τη λύρα του και τραγουδά σιγανά:
«Τούτος ο τόπος που θωρείς, δεν είναι καφενείο,
είναι χώρος παράδοσης και του γλεντιού σχολείο».
Εξω στο τρίστρατο, μπροστά στο καφενείο του Ζωγραφίδη και το εστιατόριο του Φιλιππάκη, αρχίζει το γλέντι. Τραγουδά ο παπα-Γιάννης και μετά κι άλλοι, κι άλλοι. Ο Γιάννης Αντιμισιάρης πιάνει την τσαμπούνα του. Ηταν θλιμμένος μερικά χρόνια και τώρα ξεπένθισε και παίζει για πρώτη φορά. Και βγάζει μια αρχέγονη μελωδία, από τα βάθη της θλίψης, από τα βάθη της ψυχής της Ολύμπου. Η μελαγχολία του πένθους, που εκρήγνυται στο τραγούδι της ζωής.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 7 Απριλίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ