Το πλήθος που συγκεντρώθηκε κάποια μέρα του Μαρτίου του 2017 στην οικία Νόρμαν Λίαρ στο Μάντεβιλ Κάνιον, στους πρόποδες των βουνών της Σάντα Μόνικα στο Λος Αντζελες, ήταν μεγάλο και ετερόκλητο. Ο 95χρονος οικοδεσπότης, τηλεοπτικός παραγωγός και σεναριογράφος μεγάλων επιτυχιών της δεκαετίας του ’70, ενεργός πολιτικός ακτιβιστής ταγμένος στο πλευρό των Δημοκρατικών, ανήκει στην κοινότητα εκείνη των ανθρώπων του Χόλιγουντ στην οποία απευθύνεται κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν θέλει να συνδυάσει χρήμα, επιχειρηματική κοινότητα και διασημότητες για πολιτικούς ή κοινωφελείς σκοπούς. Στην προκειμένη περίπτωση, το αντικείμενο της σύναξης ήταν το πάρτι για την ανακοίνωση της αμερικανικής Εθνικής Ακαδημίας Ιατρικής ως προς την αθλοθέτηση του «Μεγάλου Βραβείου Υγιεινής Μακροζωίας», με έπαθλο τουλάχιστον 25 εκατ. δολάρια για τεκμηριωμένες ερευνητικές προόδους στο πεδίο της επιμήκυνσης της ανθρώπινης ζωής.
Παρόντες ήταν ο πρόεδρος της Ακαδημίας Βίκτορ Ντζάου, η γενετίστρια Λιζ Μπλάκμπερν, κάτοχος του Νομπέλ Ιατρικής 2009, ο Σεργκέι Μπριν, συνιδρυτής της Google, ο μουσικός, DJ και ακτιβιστής Moby, η ηθοποιός Γκόλντι Χόουν, διάφοροι επιστήμονες και αρκετοί παρατρεχάμενοι του χώρου της υγείας –ιδιοκτήτες hedge fund υπηρεσιών υγείας, ιδρυτές επιχειρήσεων διαχείρισης ευρεσιτεχνιών, διευθύνοντες σύμβουλοι εταιρειών βιοτεχνολογίας. Και η επιθυμία όλων ήταν να δουν σύντομα την επιστήμη, με τη δική τους διανοητική ή οικονομική συνδρομή, να τους χαρίζει δεκαετίες επιπλέον ζωής, σύμφωνα τουλάχιστον με τα όσα έγραφε στις 3 Απριλίου 2017 ο Ταντ Φρεντ στον «New Yorker».
Αν πιστέψει κανείς τον ζήλο (ή τους ευσεβείς πόθους) των παρισταμένων, η λύση στο πρόβλημα της γήρανσης μας περιμένει στην επόμενη γωνία. Για όσους πράγματι εμπιστεύονται μελλοντολόγους όπως ο Ρέι Κούρτσβαϊλ ή ο Ομπρεϊ ντε Γκρέι, όπου να ‘ναι τα παιδιά μας θα ζουν έως τα 142 τους, όπως διακήρυττε το «Time» στο εξώφυλλό του το 2015, οι επόμενες γενιές θα ξεπεράσουν τον καρχαρία της Γροιλανδίας που έχει προσδόκιμο ζωής τέσσερις αιώνες και ο θάνατος από κοινή ανθρώπινη μοίρα θα γίνει συνειδητή επιλογή κάποιων ελαχίστων. Στο στοίχημα αυτό ποντάρει σήμερα τα δισεκατομμύριά της μια σειρά επιχειρηματιών της Σίλικον Βάλεϊ, από τον ιδρυτή της PayPal Πέτερ Τιλ έως τον Μαρκ Ζάκερμπεργκ, επενδύοντας σε έρευνες αιχμής στους τομείς της ιατρικής και της βιοτεχνολογίας. Το πρόβλημα με την παραπάνω ρόδινη προοπτική είναι ότι η υπόσχεση της επιστήμης για την επικείμενη διεύρυνση του ανθρώπινου βίου μετρά ήδη τη δεύτερη εκατονταετηρίδα της.
Αν αφήσουμε κατά μέρος τις θρησκευτικές έννοιες της μετά θάνατον ζωής ή της ανάστασης, τις μαγικές δοξασίες και τη φιλοσοφική λίθο της αλχημείας, το όραμα της αιώνιας ζωής ως αντικειμένου της επιστήμης έρχεται από τον 19ο αιώνα. Κατά μία έννοια ο «Φράνκενσταϊν», γραμμένος το 1817 από τη Μαίρη Σέλεϊ, δεν είναι μόνο ένα έργο τρόμου, αλλά αποτυπώνει με ακρίβεια τις ανησυχίες στη διανοητική ατμόσφαιρα της εποχής ως προς τις δυνατότητες της αναζωογόνησης και της δημιουργίας τεχνητών όντων. Τη στιγμή που η Σέλεϊ γράφει το κλασικό μυθιστόρημά της, η επιστήμη είναι πια η αυθεντία ως προς την ερμηνεία των νόμων της φύσης. Η Ευρώπη μυείται στα μυστικά του γαλβανισμού, της ανακάλυψης του Ιταλού Λουίτζι Γκαλβάνι ότι νεκροί μύες μπορούν να κινηθούν με τη διοχέτευση ηλεκτρισμού. Το 1803 το Λονδίνο θα γνωρίσει το δέος και τη μακάβρια γοητεία των πειραμάτων του ανιψιού του Γκαλβάνι, Τζιοβάνι Αλντίνι, ο οποίος με τον τρόπο αυτόν θα κινήσει τα μέλη ενός δολοφόνου που είχε εκτελεστεί έξι ώρες νωρίτερα. Τέσσερις δεκαετίες μετά, ο γαλλοαμερικανός φυσιολόγος Σαρλ-Εντουάρ Μπράουν-Σεκάρ, καθηγητής στο Κολέγιο της Γαλλίας και στο Χάρβαρντ, θα διοχέτευε αίμα σε νεκρούς ιστούς παρατηρώντας μυϊκές αντιδράσεις.
Θα ακολουθούσαν πλήθος ιδεών και ποικίλες απόπειρες επίτευξης τεχνικών συντήρησης των ανθρώπινων οργάνων. Ενδεικτικά ήταν τα πειράματα του γάλλου νομπελίστα Αλεξίς Καρέλ, τελειοποιητή της μεθόδου της αγγειακής αναστόμωσης, της επιδιόρθωσης δηλαδή των αιμοφόρων αγγείων. Παράλληλα, ο Καρέλ υπήρξε «ένας από τους ιδρυτικούς πατέρες της καλλιέργειας ιστών και ο πρώτος επιστήμονας παγκοσμίως που πέτυχε την ανάπτυξη ανθρώπινων ιστών εκτός σώματος» όπως γράφει ο Ντέιβιντ Φρίντμαν στο βιβλίο του «The Immortalists» (εκδ. Harper Perennial). Εχοντας επιτύχει τη διατήρηση στη ζωή ζωικών κυττάρων και οργάνων ζώων, ο νομπελίστας γιατρός θεωρούσε ότι βρισκόταν στον δρόμο για την οριστική κατατρόπωση του θανάτου: «Τα αποτελέσματά μου», έγραφε στην έγκυρη επιστημονική επιθεώρηση «Journal of the American Medical Association» το 1911, «δείχνουν ότι ο θάνατος δεν είναι ένα αναγκαίο φαινόμενο, αλλά ένα φαινόμενο εξαρτώμενο από τις περιστάσεις». Η υπέρβασή του θα οριζόταν από τις «τεχνικές δεξιότητες και τη μηχανική αγχίνοια του ανθρώπου» σημείωνε σε μεταγενέστερη στιγμή.
Τα πειράματα του Καρέλ χαιρετίζονταν από τον αμερικανικό Τύπο με τίτλους όπως «Το νέο θαύμα δείχνει τον δρόμο για την αποφυγή του γήρατος» («New York Times») ή «Αθάνατη σάρκα» («The World’s Work»). Ο Καρέλ διολίσθησε στην πορεία στην υιοθέτηση ενός επιστημονικού ρατσισμού που κήρυττε την εξάλειψη των «ελαττωματικών» ανθρώπων, ενώ και η προσπάθεια συντήρησης οργάνων εκτός σώματος έως ότου επισκευαστούν κατέληξε σε αδιέξοδο. Αν και οι εξελίξεις αυτές, όπως και οι διασυνδέσεις του με το κατοχικό καθεστώς του Βισί, αμαύρωσαν έως έναν βαθμό τη φήμη του, θεωρείται ότι το έργο του βρίσκεται στις απαρχές της έρευνας των μεταμοσχεύσεων.
Από την εποχή του Καρέλ μέχρι σήμερα ακολούθησαν κέρδη και διαψεύσεις, βήματα προόδου και απατηλές αυγές. Το προσδόκιμο ζωής στις δυτικές κοινωνίες άγγιξε τα 80-85 χρόνια –παγκοσμίως τα 71,8 έτη, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας από το 2015. Το κέρδος 30 έως 40 ετών εντός του 20ού αιώνα δεν είναι διόλου αμελητέο, απέχει όμως από ό,τι ονειρευόταν το συλλογικό φαντασιακό σε πιο αισιόδοξες εποχές. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 η αθανασία υπήρξε διακεκριμένος κοινός τόπος της επιστημονικής φαντασίας: ο Ισαάκ Ασίμοφ φανταζόταν τους επιστημονικά προηγμένους αποίκους της Γης να ζουν 400 χρόνια σε μυθιστορήματα όπως «Ο γυμνός ήλιος» και «Τα ρομπότ της αυγής» (εκδ. Κάκτος), ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ και ο Αρθουρ Κλαρκ έβλεπαν σε αθάνατα ασώματα όντα το επόμενο στάδιο της ανθρώπινης ύπαρξης στο τέλος του «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος». Ταυτόχρονα σχεδόν κάποιοι εναπέθεταν τις ελπίδες τους στην κρυογονική –τη βαθιά κατάψυξη στους -196°C –έως ότου λυθούν όλα τα προβλήματα σωματικής επισκευής. (Ο δρ Τζέιμς Μπέντφορντ, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας και πρώτος που υποβλήθηκε στη δοκιμή του πάγου, έκλεισε το 2017 πενήντα χρόνια αναμονής.)
Μια και τα ινστιτούτα κρυογονικής χρεώνουν περίπου 150.000 δολάρια για τον κόπο τους, άλλοι αναζήτησαν πιο ευθείες οδούς. Ο Λάινους Πόλινγκ, για παράδειγμα, κάτοχος Νoμπέλ Χημείας και Ειρήνης, πίστεψε αφελώς στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ότι είχε βρει το φάρμακο κατά του καρκίνου και άρα ένα από τα ελιξίρια της μακροζωίας στην κατάποση τεράστιων δόσεων βιταμίνης C. Οταν ο δρ Κρίστιαν Μπάρναρντ προέβη στην πρώτη επιτυχή μεταμόσχευση καρδιάς το 1967, το μέλλον έδειχνε να ανήκει στους cyborg –εκείνους που, όπως ο «Εξολοθρευτής» Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ του Ντέιβιντ Κάμερον, θα ζούσαν αντικαθιστώντας χαλασμένα όργανα με τεχνητές εκδοχές τους. Η χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος το 2000 μάς έφερε στον αστερισμό της γενετικής. Σήμερα, μόρια όπως η γλουταθειόνη ή ένζυμα όπως η τελομεράση έχουν αναχθεί από ορισμένους σε λυδία λίθο της διεύρυνσης της ζωής, πρώτες ενδείξεις αυτού που ο μελλοντολόγος Ρέι Κούρτσβαϊλ ονομάζει «singularity», «μοναδικότητα».
Ο 69χρονος Κούρτσβαϊλ, διευθυντής μηχανολογίας της Google σήμερα, επιστήμονας της πληροφορικής και μελλοντολόγος, πιστεύει ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας έκρηξης εκθετικής ανάπτυξης στις τεχνολογίες των υπολογιστών, της γενετικής, της νανοτεχνολογίας, της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης που θα απολήξει αφενός στη συγχώνευση μηχανικού και ανθρώπινου νου, αφετέρου στην αιώνια ζωή –ιδού λοιπόν η «μοναδικότητα». Ο Κούρτσβαϊλ, όπως δήλωσε στον Ταντ Φρεντ του «New Yorker», θεωρεί ότι «το ανθρώπινο σώμα είναι ουσιαστικά ένας υπολογιστής του οποίου τα δεδομένα μπορούν να αντικατασταθούν και οι εφαρμογές να ανανεωθούν».
Ως προς την ανανέωση, δεν υπάρχει πιο θερμός συνήγορος από τον 55χρονο Ομπρεϊ ντε Γκρέι, αυτοδίδακτο βιολόγο με γενειάδα μάγου από τον «Αρχοντα των δαχτυλιδιών» και διδάκτορα του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ (με δίπλωμα όμως που του απονεμήθηκε χωρίς έρευνα, εκ των υστέρων, στη βάση ενός βιβλίου που είχε ήδη γράψει). Ο Ντε Γκρέι, η έρευνα του οποίου στους μηχανισμούς που παρεμποδίζουν την επιμήκυνση της ζωής θεωρείται από επιφανείς μελετητές αξιοπρόσεκτη και οι λύσεις που προτείνει για την υπέρβασή τους υλικό επιστημονικής φαντασίας, δήλωνε σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Popular Science», το 2005, ότι με βάση τις υφιστάμενες γνώσεις θα μπορούσαμε να αποδυθούμε σε ένα πρόγραμμα αντιγηραντικής έρευνας το οποίο «εντός των επόμενων 100 ετών και πιθανότατα πολύ πιο σύντομα θα δώσει στον άνθρωπο έναν μέσο όρο ζωής 5.000 ετών». Ο αριθμός ίσως και να μην είναι τόσο εξωφρενικός όσο ακούγεται: ο Στίβεν Οσταντ, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Τέξας, υπολόγισε το 2010 ότι εφόσον αποκλείσουμε το γήρας και τις ασθένειες ως παράγοντες ανθρώπινης θνητότητας, μπορεί κανείς να ελπίζει σε έναν μέσο όρο ζωής 5.775 ετών –ατυχήματα, φυσικές καταστροφές ή πόλεμοι περιορίζουν στατιστικά το όριο σε αυτό το νούμερο, συν ή πλην κάποιες χιλιετίες.
Δεν είναι παράξενο που οι άνθρωποι της Σίλικον Βάλεϊ σαγηνεύονται από παρόμοια αφηγήματα. Οι ίδιοι εισέβαλαν νέοι στον χώρο της τεχνολογίας σκοπεύοντας να τινάξουν στον αέρα τα παλιά μοντέλα και να εγκαθιδρύσουν άλλα παραδείγματα. Ο Σον Πάρκερ ίδρυσε το Napster στα 20 του, οι Λάρι Πέιτζ και Σεργκέι Μπριν το Google στα 25, ο Πίτερ Τιλ το PayPal στα 32 του. Σαραντάρηδες και πενηντάρηδες πια, δεν βρίσκουν τίποτε το παράδοξο στην επιδίωξη της αιώνιας ζωής –ή, έστω, της γενναίας επαύξησης του προσδόκιμού της. Ο Μπριν, φορέας ενός γονιδίου που προδιαθέτει για τη νόσο Πάρκινσον, έχει δωρίσει 150 εκατ. δολάρια στην έρευνα για την καταπολέμησή της, ενώ από κοινού με τον Πέιτζ προίκισαν το 2013 τη θυγατρική τους εταιρεία Calico με 1 δισ. δολάρια προκειμένου να δραστηριοποιηθεί στον τομέα της αντιγήρανσης. Το 2006 ο Πέτερ Τιλ είχε δώσει 3,5 εκατ. δολάρια στο «Ιδρυμα Μαθουσάλας», το τότε όχημα του Ομπρεϊ ντε Γκρέι.
Οσο για τον Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ο 33χρονος σήμερα απόλυτος άρχων του Facebook συμμετείχε στη χρηματοδότηση του «Breakthrough Prize», ενός προγράμματος 3 εκατ. δολαρίων για επιστήμονες που συμβάλλουν στην ανακάλυψη νέων τρόπων αύξησης του μέσου όρου ζωής. Σύμφωνα με τον Τομ Ράντο, βιολόγο και νευρολόγο που ειδικεύεται στην έρευνα των βλαστοκυττάρων, οι μεγιστάνες της Σίλικον Βάλεϊ βλέπουν το όλο ζήτημα με τους όρους που κατανοούν –σαν να πρόκειται για πρόγραμμα ή app: «Θέλουν να μάθουν όλοι πότε θα κοινοποιηθούν τα μυστικά, αφενός για να ποντάρουν στην επόμενη μεγάλη ανακάλυψη, αφετέρου για να επωφεληθούν από αυτήν προσωπικά» έλεγε στον Ταντ Φρεντ του «New Yorker». Μετάφραση; Να βγάλουν χρήμα και να ζήσουν ώστε να βγάλουν περισσότερο.
Με τους όρους των αγορών, η «βιομηχανία» της μακροζωίας αξίζει σήμερα 200 δισ. δολάρια. Τόσο την αποτίμησε στον Φρεντ η 22χρονη Λόρα Ντέμινγκ, ιδρύτρια ενός venture fund για την εκμετάλλευσή της. Με τους όρους της επιστήμης, όλα όσα προηγήθηκαν νοούνται ως ουτοπικά. Αν υπάρχει κάτι που βιώνουν σε κάθε στροφή τής έρευνας ιατροί, βιολόγοι και γενετιστές, είναι η ασύγκριτη πολυπλοκότητα του ανθρώπινου οργανισμού. Στη δεκαετία του ’90 η ανακάλυψη μιας γονιδιακής μετάλλαξης που επιμήκυνε τη ζωή ενός νηματώδους σκώληκα θεωρήθηκε ότι παρέχει ίσως το εργαλείο για να αρχίσει να ξεκλειδώνεται από τους γενετιστές ο μηχανισμός της αθανασίας. Αποτέλεσμα; «Βρήκαμε ότι το εύρος ζωής του καθορίζεται από 550 γονίδια. Και αυτό για ένα σκουλήκι που αποτελείται από μόλις 959 κύτταρα» δήλωνε στον «New Yorker» o γνωστός γενετιστής Γκόρντον Λίθγκοου.
Συγκριτικά, για να καταλάβετε το μέγεθος του εγχειρήματος, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Annals of Ηuman Biology», το 2013, ο ανθρώπινος οργανισμός αποτελείται από 37,2 τρισεκατομμύρια κύτταρα. Ακόμη και ο εντοπισμός των γονιδίων που αποτελούν φορείς μακροζωίας –μια τιτάνια διαδικασία – δεν θα προσέφερε άμεσα αποτελέσματα: «Δεν μπορείς να αντιγράψεις έναν και μόνο μηχανισμό από τη χελώνα» σημείωνε ο Γιαν Βιγκ, διευθυντής του τομέα Γενετικής του Κολεγίου Ιατρικής «Αλμπερτ Αϊνσταιν» της Νέας Υόρκης –γιατί, πολύ απλά, εμείς δεν είμαστε χελώνες.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, βέβαια, η αργή, επίμονη πορεία της χελώνας θυμίζει τη σταδιακή, μεθοδική πρόοδο της ανθρώπινης επιστήμης. Μελλοντολόγοι και μεγιστάνες της Μέκκας της υψηλής τεχνολογίας βάζουν τα λεφτά τους στο ότι αυτή σύντομα θα αποδειχθεί λαγός. Να όμως που ως και ο Ρέι Κούρτσβαϊλ έχει φροντίσει για εναλλακτική: να καταψυχθεί σε υγρό άζωτο από την κρυογονική εταιρεία Alcor έως ότου η χελώνα φτάσει, κάποτε, στη γραμμή τερματισμού.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ