Ο μύθος είναι μια θεατρική παράσταση της πραγματικής ζωής. Και ο μύθος του Διονύσου είναι η πιο ευφάνταστη θεατρική απόδοση της φιλοσοφίας της καθημερινότητας, γεμάτη όσο καμιά άλλη από ανθρωπιά, γέλιο, χαρά, πάθη, λύπες, έρωτα, αλληλεγγύη, κίνηση. Ο ίδιος ο Διόνυσος, τότε και τώρα, κινείται σαν ευφρόσυνη λάμψη –φορτωμένος συναισθήματα, φόβους, προσδοκίες, προτερήματα, αδυναμίες –από τόπο σε τόπο, κάτι που μας επιτρέπει να φανταστούμε ότι κάλλιστα θα ήταν και θεός των ταξιδιών. Η γιαγιά Μυθολογία επιμένει με γεροντικό πείσμα ότι δεν ήταν. Αλλά εμείς τον βαπτίζουμε με νεανική αυθαιρεσία και απερισκεψία θεό των ταξιδιών. Διόνυσος, θεός του κεφιού, της χαράς και των ταξιδιών. Και των μύθων, δηλαδή του «είναι» μας.
Ο Ομηρος, σε μια από τις σπάνιες αναφορές του στον Διόνυσο, τον αποκαλεί «μαινόμενον». Τι σημαίνει αυτός ο χαρακτηρισμός του αθάνατου τρισπάππου μας; Παρανοϊκός ή υπερβατικός; Και τα δύο υπάρχουν στη φύση της ανθρώπινης κατάστασης. Αλλά ο Διόνυσος είναι πάνω απ’ όλα η αποθέωση της μανίας για ζωή. Κι ακόμα και σήμερα, στους ξέφρενους μοντέρνους καιρούς μας, αναζητούμε τη «διονυσιακή μαγεία». Σχεδόν μας χαϊδεύουν τα αφτιά και μας απογειώνουν οι λόγοι του Νίτσε, από τη μελέτη του Καρλ Κερένυϊ «Διόνυσος, η αρχέγονη εικόνα της άφθαρτης ζωής» (εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας): «Ενας θυελλώδης άνεμος πιάνει μαζί όλα αυτά τα νεκρά, τα σάπια, τα εξαρθρωμένα, τα εκτρωματικά πράγματα, τα τυλίγει σε έναν στρόβιλο σκόνης και σαν γύπας τα σηκώνει στον αέρα. Ζαλισμένα τα βλέμματά μας αναζητούν αυτό που μόλις χάθηκε· γιατί αυτό που βλέπουν φαίνεται σαν να βγήκε από κάποιο πηγάδι για να ανέλθει σε ένα χρυσό φως, πλήρες και δροσερό, γεμάτο δυνατή ζωή και απερίσταλτη επιθυμία».
Οι πλόες του Διονύσου καλά κρατούν. Στο βάθος μιας αρχαϊκής κύλικας του Εξηκία, που εκτίθεται στην Κρατική Αρχαιολογική Συλλογή του Μονάχου, ο θεός εικονίζεται ξαπλωμένος να καταλαμβάνει σχεδόν όλο το μήκος του πολεμικού πλοίου, το οποίο με τεντωμένο το πανί τον επαναφέρει στον κόσμο μετά το αίσιο τέλος της απαγωγής του. Οι ετρούσκοι πειρατές που τον είχαν απαγάγει χωρίς να ξέρουν ότι είναι ο γιος του Διός και της Σεμέλης, μεταμορφωμένοι σε δελφίνια, κολυμπούν τώρα γύρω από το καράβι, στο κέντρο του οποίου έχει φυτρώσει μια κληματαριά, φορτωμένη ήδη με μεγάλα τσαμπιά γλυκά σταφύλια που υπόσχονται εξαιρετικό κρασί. Το αέναο ταξίδι του Διονύσου βρίσκεται σε εξέλιξη. Και πάντα υπάρχει επιστροφή, επανεμφάνιση και πανηγυρική είσοδος στον κόσμο των ανθρώπων. Από τότε που μωρό αφέθηκε στη θάλασσα μαζί με τη μητέρα του τη Σεμέλη για να ταξιδέψει μέχρι τις ακτές της Λακωνίας. Και ήταν ενάλια ξωτικά, οι Νηρηίδες, εκείνες που, σύμφωνα με μια χαμένη διήγηση, πρωτοέδειξαν στους ανθρώπους τα μυστήρια του Διονύσου.
Ραντεβού µε την Αριάδνη στη Νάξο. Σε ένα από τα ταξίδια του ο Διόνυσος συνάντησε την Κυρία του Λαβυρίνθου να κοιμάται εγκαταλελειμμένη από τον Θησέα. Τον είχε ακολουθήσει με πάθος, συνεπαρμένη από τον ήρωα που με τη βοήθειά της είχε καταστρέψει τον Μινώταυρο. Και το πάθος διαχύθηκε, τώρα, γύρω από τον θεό. Και παντρεύτηκαν εδώ στη Νάξο, στο νησάκι με τη χαρακτηριστική Πορτάρα, προτού αναληφθούν στους ουρανούς. Αλλά το πάθος έμεινε στη Γη και εκδηλώνεται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς στην Απείρανθο, μέσα στο γραφικό σοκάκι και την περίκλειστη «Πλάτσα» του όμορφου συνοικισμού. Ημέρες τώρα οι ορεσίβιοι, εύρωστοι νέοι μάζεψαν τις «μπούκες», τα κουδούνια που κρεμούν στα πρόβατα και στις αίγες οι βοσκοί, και τα χτύπησαν για να ξεσκουριάσουν.
Και την Κυριακή της Τυρινής γίνονται με πάθος οι Κουδουνάτοι της Απειράνθου. Φορούν τα κουδούνια στη μέση τους περασμένα σε σκοινί, σε μια απίστευτα θορυβώδη αρμαθιά, πάνω από την «αμπαδέλια» –που σημαίνει μέχρι τη γάμπα -, μια υφαντή κάπα από τρίχες κατσίκας με κουκούλα. Περνούν στα πόδια τους τα ξώραφα παπούτσια των βοσκών και στο χέρι τους κρατούν τη «σόμπα», ένα βαρύ στην όψη αλλά ελαφρύ στην πραγματικότητα ραβδί που φυτρώνει στους τόπους των κατσικιών, στα έγκατα ή στο «φρύδι» του γκρεμού. Οι Κουδουνάτοι χορεύουν έναν μοναχικό, ξέφρενο χορό. Αυτή είναι η φιλοσοφία τους. Είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν. Δεν έχουν αρχηγό, ο καθένας είναι αρχηγός του εαυτού του. Ενας βετεράνος Κουδουνάς εκμυστηρεύεται: «Μόνο που με ακούω, δεν βλέπω τους άλλους. Είμαι μόνος μου. Δεν εξηγείται αυτό, μόνο το νιώθεις»…
Το πάθος και ο «ιερός θόρυβος» είναι αποτρεπτικά του κακού και περισσεύουν στη Σκύρο. Εκεί, η αρμαθιά των «τσοκανιών» είναι ακόμα πιο μεγάλη και πιο βαριά, και οι φιγούρες των Γέρων πιο ογκώδεις και φοβερές καθώς φορούν και προσωπίδα από δέρμα μικρού κατσικιού. Η παρουσία της αέρινης Κορέλας που χορεύει ανάμεσα στις ξέφρενες παρέες των Γέρων δεν απαλύνει καθόλου τον τρόμο που μοιράζουν στους θεατές, μαζί με την έκσταση που αυτοί πριν απ’ όλους βιώνουν στο έπακρο. Με την τρομακτική ατμόσφαιρα και το πανδαιμόνιο που δημιουργούν μάχονται τους δαίμονες με τα ίδια τους τα όπλα. Αναπαριστούν το κακό για να το αποτρέψουν.
Καθώς παρελαύνουν επιδεικτικά στον κεντρικό δρόμο της πολιτείας, σαν τον Πάνα και τους ακολούθους του, οι Γέροι φαντάζουν τεράστιοι, πολύ δυνατοί, σχεδόν δαιμονικοί, με το κατάμαυρο «καπότο» από τραγοτόμαρο με μακρύ τρίχωμα και κουκούλα που φορούν, το παραδοσιακό κοντοβράκι του βοσκού, τα «τροχάδια» και τις «τροχαδόκαλτσες», το βοσκίστικο ζωνάρι, το πολύχρωμο μαντίλι στον λαιμό, την προσωπίδα από δέρμα εριφίου και, κυρίως, τα ασήκωτα «τσοκάνια» που έχουν περάσει με ξύλινες θηλιές στη μέση τους. Με όλο αυτό το βάρος μπορούν και κάνουν πιρουέτες με το μπαστούνι τους σηκωμένο ψηλά ή να κουνούν κυκλικά τους γοφούς τους κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο. Και στο βάθος ακούγεται ξανά ο Νίτσε να λέει για τον Διόνυσο ότι «η παραφορά του περιφέρεται παντού όπου συναντά κανείς τη σύλληψη και τη γέννηση. Η αγριότητά του είναι πάντα έτοιμη να προχωρήσει στην καταστροφή και στον θάνατο. Αυτός είναι η ζωή». Αυτός είναι η μανία για τη ζωή, Μύστης και Βρόμιος, ο θεός, δηλαδή, του θορύβου των βακχικών πομπών.
Οι βακχικές πομπές που από τις όχθες του Αιγαίου των αδιάκοπων μύθων συνεχίζονται στις παρυφές του Ταϋγέτου. Η πλέον ελκυστική προσφορά του Διονύσου στους πιστούς του ήταν η αιώνια σωτηρία. Γι’ αυτό τον λάτρευαν, με πένθος για τον θάνατό του και πανηγυρισμούς για την ανάστασή του. Στα δείπνα που ήταν αφιερωμένα σε αυτόν έτρωγαν συμβολικά και το αίμα του θεού για να πετύχουν τη δική τους θέωση. Στις τελετές ο θεός και ο χορός από Σατύρους και Μαινάδες που τον ακολουθούσε δημιουργούσαν έναν ιερό θόρυβο. Οπως την Καθαρά Δευτέρα στην παλιά Μεγάλη Αναστάσοβα, στη σημερινή Νέδουσα, ο χορός των «σατύρων» δημιουργεί τον ιερό θόρυβο με τις μουσικές του νταουλιού, της φλογέρας, των μεγάλων και των μικρών κουδουνιών των τράγων και των ταύρων. Υπάρχουν όλα, ο θίασος των μυημένων στα μυστήρια του δρώμενου, η ανάσταση, ο ενθουσιασμός, η έκσταση, η μέθη, οι ερωτικών προεκτάσεων αιχμές, το γεύμα με αχνιστή φασολάδα, οι μάσκες με κέρατα τράγων.
Σε µια απόµερη αποθήκη φορούν τις ποιμενικές κάπες από τραγόμαλλο, τις προσωπίδες και τα κουδούνια στη μέση τους. Αυτούς τους νεαρούς, ατίθασους τράγους έχει δεμένους με σκοινί ο βοσκός και κάπου κάπου χτυπά τα κέρατά τους με το ραβδί του. Και η παρέλαση στην πλατεία των στιγμιότυπων της ζωής μιας τυπικής αγροτικής κοινότητας αρχίζει: Οργωμα με ξύλινο αλέτρι, «υποζύγια» δεμένα στον πραγματικό ζυγό, γεωργός και σπορέας. Γάμος με πολύ διαχυτικό ζευγάρι, ανδρών φυσικά, με «παπάδες» που κάθε τόσο ανασύρουν το φλασκί και πίνουν φανερά τσίπουρο και μετά το «μυστήριο» πιάνουν τον χορό μαζί με τους επισκέπτες και τους «νεονύμφους». Κηδεία με τον «νεκρό» σκεπασμένο με κλαδιά δάφνης, ο οποίος κάποια στιγμή ανασταίνεται και μπαίνει στο χοροστάσιο. Γέννηση, θάνατος και ανάσταση, οι μεγάλες δυνάμεις της ζωής που πανηγυρίζουν μεθυσμένες στο πλησίασμα της παντοδύναμης άνοιξης.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ