Η Πιονγκτσάνγκ είναι μια πόλη 43.000 κατοίκων, σε απόσταση 75 χιλιομέτρων από τα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα, με κύριες πλουτοπαραγωγικές πηγές τις πατάτες και τα βοοειδή. Μέχρι προσφάτως λογιζόταν ως μία από τις πιο φτωχές περιοχές στη λιγότερο ανεπτυγμένη επαρχία της Νότιας Κορέας. Συνδεόταν με τη Σεούλ μέσω ενός κακοτράχαλου ορεινού δρόμου, το σχήμα του οποίου οι ντόπιοι παρομοίαζαν με «έντερα προβάτου», και συγχεόταν τόσο συχνά με την πρωτεύουσα του Βορρά, Πιονγκγιάνγκ, ώστε το 2000 προστέθηκε επίσημα ένα «e» στην αγγλική γραφή της λέξης (Pyeongchang) για να ξεπεραστεί το πρόβλημα. Από τις 9 Φεβρουαρίου και για 16 ημέρες, ωστόσο, η ταπεινή αυτή πολίχνη έχει πάρει τη θέση της δίπλα σε μια σειρά από πιο διάσημα ονόματα, όπως το Σεν Μόριτς, το Οσλο και το Ινσμπρουκ, τόπους οι οποίοι στο παρελθόν επίσης φιλοξένησαν Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες.
Αναμφίβολα, από μόνο του το γεγονός αρκεί για να καταστήσει κατά τι γνωστότερη την Πιονγκτσάνγκ στον κόσμο που έως τώρα αγνοούσε την ύπαρξή της, το ενδιαφέρον όμως είναι η διαφαινόμενη πιθανότητα να εξελιχθεί σε ορόσημο των σχέσεων ανάμεσα στις δύο Κορέες. Τουλάχιστον αυτό υποδεικνύει η αναπάντεχη συμφωνία των δύο κυβερνήσεων στις 17 Ιανουαρίου να παρελάσουν υπό κοινή σημαία στην τελετή έναρξης και να κατεβάσουν κοινή ομάδα στο άθλημα του γυναικείου χόκεϊ επί πάγου.
Δεν πρόκειται, οπωσδήποτε, για ένα μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα, ούτε καν ίσως για ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, αν πάντως σκεφτεί κανείς την ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα του τελευταίου έτους που περιελάμβανε τους Κιμ και Τραμπ να ερίζουν για το μέγεθος του πυρηνικού τους κουμπιού και τη σύρραξη ένα βήμα μακριά, αυτή ήταν μια κάποια βελτίωση. Βελτίωση αιφνίδια, η οποία ήρθε ύστερα από έναν συμφιλιωτικό λόγο του Κιμ στις 31 Δεκεμβρίου 2017 και από μια επίσημη πρόσκληση από πλευράς Νότιας Κορέας προς τη Βόρεια να συμμετάσχει στους Αγώνες και ακολούθησε ασυνήθιστα πολιτικά κανάλια (σύμφωνα με τον «Βηματοδότη» της 28ης Ιανουαρίου, κάποιον ενδιάμεσο ρόλο έπαιξαν ο Γιώργος Παπανδρέου ως γραμματέας της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και ο νοτιοκορεάτης πρώην γ.γ. του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν). Παρά την αποδοχή της πρόσκλησης, ωστόσο, και την αίσθηση μιας ζωηρής διπλωματικής διαβούλευσης για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, το ερώτημα παραμένει αν η εκεχειρία των Ολυμπιακών Αγώνων θα εξυπηρετήσει τελικά το αίτημα της προσέγγισης ανάμεσα στις δύο χώρες ή θα αποβεί πρόσφορο πεδίο πολιτικής εκμετάλλευσης.
Η Βόρεια Κορέα του Κιμ Γιονγκ Ουν, δικτάτορα τρίτης γενεάς, και η Νότια Κορέα του Μουν Τζάε Ιν, εκλεγμένου φιλελεύθερου προέδρου, αποτελούν το τελευταίο ίσως απτό κατάλοιπο των απαρχών του Ψυχρού Πολέμου: η αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη που τις χωρίζει βρίσκεται στη θέση της από τον Ιούλιο του 1953, όταν η ακήρυκτη αναμέτρηση μεταξύ ΗΠΑ, Σοβιετικής Ενωσης, Κίνας και των συμμαχικών τους καθεστώτων έληξε με τουλάχιστον 2,5 εκατομμύρια νεκρούς και χωρίς συνθήκη τρία χρόνια μετά το ξέσπασμά της.

Στα 65 χρόνια που μεσολάβησαν, πολλή Ιστορία κύλησε στο αυλάκι της μεθορίου. Συγκρουσιακές πολιτικές και συμφιλιωτικές κινήσεις υιοθετήθηκαν και απορρίφθηκαν κατά καιρούς. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρευσε. Τα δύο κράτη έγιναν δεκτά στα Ηνωμένα Εθνη το 1991. Η Κίνα υιοθέτησε έναν υβριδικό αυταρχικό καπιταλισμό, κατέστη παγκόσμια οικονομική δύναμη και μοναδική προστάτιδα του Βορρά. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας απέκτησε πυρηνικά όπλα το 2006. Ο 35χρονος (ή 34χρονος ή 36χρονος, οι πηγές αντιφάσκουν) Κιμ κληρονόμησε το 2011 από τον πατέρα του τη χώρα και διέψευσε όσους, κρίνοντας από την εξωτερική του εμφάνιση, τον θεώρησαν μπούλη, εκτελώντας αδίστακτα τον θείο και δολοφονώντας τον αδελφό του προκειμένου να απαλλαγεί από πιθανούς δελφίνους.
Οταν ο Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, βρήκε στο πρόσωπο του «μικρού πυραυλάνθρωπου» τον ιδανικό αντικατοπτρισμό του –προπετή, φαφλατά, τερατολόγο, αν και με μικροσκοπικό πυρηνικό οπλοστάσιο. Και παρά την ύφεση των αρχών του 2018, η κατάσταση είχε διολισθήσει στο σημείο που ο «Independent» να μπορεί να φαντάζεται, στις 29 Ιανουαρίου, ένα σενάριο όπου ο κόσμος βρισκόταν «δύο λάθη και ένα tweet μακριά» από έναν πυρηνικό πόλεμο με δύο εκατομμύρια θύματα σε Κορέα και ΗΠΑ.
Σε αυτές τις συνθήκες, 22 αθλητές, 230 τσιρλίντερ και μια ορχήστρα, η σύνθεση της ολυμπιακής ομάδας της Βόρειας Κορέας, θα μπορούσαν εξίσου να αποτελούν θίασο οπερέτας όσο και διπλωματική χειρονομία καλής θέλησης. Οπως σημείωνε και πάλι o «Independent» στις 22 Ιανουαρίου, τα «γεράκια» της Σεούλ υποστηρίζουν ότι η συγκατάθεση του προέδρου στην επανέναρξη συνομιλιών σε υψηλό επίπεδο με την άλλη πλευρά στις αρχές του μήνα τη «νομιμοποιεί
ως πυρηνικό και αδίστακτα καταπιεστικό καθεστώς», όταν «πραγματική της αποστολή δεν είναι η ειρήνη, αλλά η πολιτικοποίηση, η αποσταθεροποίηση και η διαίρεση της νοτιοκορεατικής κοινωνίας, ίσως ακόμη και η διάσπαση της συμμαχίας της με τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Αλλοι παρατηρητές ωστόσο, όπως ο Νέιθαν Παρκ του περιοδικού «Foreign Policy», υποδεικνύουν ότι, παρά την άβυσσο που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να τους χωρίζει, ο Κιμ Γιονγκ Ουν και ο Μουν Τζάε Ιν «είναι οι κατάλληλοι διαπραγματευτές που χρειάζεται η Κορέα». Ο Κιμ έχει στα χέρια του το χαρτί των πυρηνικών, το οποίο, όπως φάνηκε τελικά και στη συμφωνία της κυβέρνησης Ομπάμα με το Ιράν, μπορεί τελικά να εξαργυρωθεί, ενώ ο Μουν είναι εξαιρετικά δημοφιλής και πολιτικά ευέλικτος, όπως έδειξε η προσέγγιση με τον Τραμπ και η ταχύτατη εξομάλυνση των σχέσεων με την Κίνα αμέσως μετά την εκλογή του τον Μάιο του 2017.
Υπάρχει λοιπόν περίπτωση οι Ολυμπιακοί Αγώνες να αποβούν αρχή ειρηνικού διαλόγου, το πνεύμα του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού να αρθεί ξαφνικά υπεράνω του εμπορευματισμού των αξιών που εδώ και δεκαετίες έχει υποκαταστήσει τα ιδανικά του «Citius, Altius, Fortius»; Αν επιλέξει να πιστέψει κανείς τον Τόμας Μπαχ, πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, ναι. «Το νόημα των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν πάντα να χτίζουν γέφυρες, ποτέ να υψώνουν τείχη» ήταν τα λόγια του στις 20 Ιανουαρίου, τη στιγμή που αξιωματούχοι της Βόρειας και της Νότιας Κορέας έδιναν τα χέρια μπροστά στις κάμερες. Το παρελθόν, ωστόσο, περισσότερο τον διαψεύδει παρά τον επιβεβαιώνει.
Πράγματι, στην επίσημη σελίδα των Ολυμπιακών Αγώνων θα βρει κανείς διάφορα δείγματα υψιπετούς ρητορικής για την ολυμπιακή εκεχειρία που η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αναβίωσε στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ρεαλιστικά, βέβαια, πρόκειται για μια πρωτοβουλία με κυρίως συμβολικό χαρακτήρα –όπως η υπογραφή και των 193 κρατών-μελών του ΟΗΕ στο έγγραφο της εκεχειρίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012. Κατά τα άλλα, η χρήση της διοργάνωσης ως προέκτασης πολιτικών αντιπαραθέσεων με άλλα μέσα είναι πολύ πιο ζωντανή στη μνήμη.
Το 1936 η Σοβιετική Ενωση αρνήθηκε να στείλει ομάδα στο Βερολίνο, ενώ το ίδιο είχε ανακοινώσει ότι θα πράξει και η Ισπανία. Η τελευταία, μάλιστα, θα διοργάνωνε στη Βαρκελώνη τη δική της αντι-Ολυμπιάδα: η «Ολυμπιάδα των Λαών», έμπνευση της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου, είχε 6.000 δηλωμένες συμμετοχές αθλητών από 49 χώρες και θα πραγματοποιούνταν μεταξύ 22 και 26 Ιουλίου, σχεδόν μία εβδομάδα πριν από τους κανονικούς Ολυμπιακούς Αγώνες, αν πέντε ημέρες προ της έναρξής της, στις 17 Ιουλίου, δεν εκδηλωνόταν το πραξικόπημα του Φράνκο που αποτέλεσε το έναυσμα του Ισπανικού Εμφυλίου. Σαράντα τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και 65 άλλα κράτη αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας εξαιτίας της εισβολής της Σοβιετικής Ενωσης στο Αφγανιστάν, το 1979, η περιοδεία του θρυλικού Μοχάμεντ Αλι σε κράτη της Αφρικής, προκειμένου να πείσει την ηγεσία τους να ταχθεί υπέρ της αποχής, ήταν χαρακτηριστική τόσο για την ψυχροπολεμική επιστράτευση των συμβόλων όσο και για την ανάμειξη αθλητισμού και πολιτικής.
Αλλά, ακόμη και αν προσπεράσει κανείς το μποϊκοτάζ των Αγώνων του Λος Αντζελες, το 1984, από την ΕΣΣΔ και τα μέλη του ανατολικού μπλοκ (πλην Ρουμανίας και Κίνας) ως αντίδραση στο προηγούμενο του 1980, υπάρχει η διδακτική περίπτωση των Θερινών Ολυμπιακών της Σεούλ το 1988. Η Νότια Κορέα είχε μόλις επιστρέψει στη δημοκρατική νομιμότητα έπειτα από μια πολυετή δικτατορία και, όπως έγραφε ο κορυφαίος αθλητικός ρεπόρτερ Τζόναθαν Λιου στον «Independent» στις 22 Ιανουαρίου, κύρια μέριμνα της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής δεν ήταν τότε «η ένωση της χερσονήσου ή μια νίκη της γεωπολιτικής ενότητας, αλλά η σωτηρία των Αγώνων από ένα μοιραίο χτύπημα» –άλλο ένα μποϊκοτάζ με αφορμή τη διαίρεση Βορρά και Νότου.
Προκειμένου να αποφευχθεί αυτό, η ΔΟΕ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με το κομμουνιστικό καθεστώς, το οποίο ζητούσε συνδιοργάνωση των Αγώνων με ξεχωριστές τελετές έναρξης και λήξης. Η τελική προσφορά της ΔΟΕ ήταν η οργάνωση πέντε αθλημάτων (ποδοσφαίρου, τοξοβολίας, πινγκ-πονγκ, βόλεϊ και ποδηλασίας), προσφορά που απορρίφθηκε, με συνέπεια η Βόρεια Κορέα να απόσχει από τη διοργάνωση. Η αλληλογραφία μεταξύ ΔΟΕ και ολυμπιακής επιτροπής της Νότιας Κορέας που αποκαλύφθηκε αργότερα δείχνει, σύμφωνα με τον Λιου, ότι η όλη διαπραγμάτευση αποσκοπούσε απλώς στο να επιδειχθεί επιφανειακά καλή θέληση και να κερδηθεί χρόνος, ώστε να διασφαλιστεί πως οι ανατολικές χώρες δεν θα προχωρούσαν ξανά σε μαζικό εμπάργκο. Τριάντα χρόνια πριν, η ολυμπιακή διπλωματία του Ψυχρού Πολέμου δεν αναζητούσε τομές, αλλά προσχηματικές συζητήσεις.
Σήμερα, το πλαίσιο μπορεί να είναι διαφορετικό, οι πραγματικές προθέσεις όμως παραμένουν ανεξιχνίαστες. Την Παρασκευή, 9 Φεβρουαρίου, αναμενόταν στην Πιονγκτσάνγκ η άφιξη του γηραιού Κιμ Γιονγκ Ναμ, επί 25 χρόνια υπουργού Εξωτερικών και εδώ και 20 χρόνια προέδρου του Πρεζίντιουμ της Ανώτατης Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης –του συμβολικού αρχηγού του κράτους της Βόρειας Κορέας, με άλλα λόγια. Ο 90χρονος Κιμ, παλιά καραβάνα του Ψυχρού Πολέμου, θα έπαιρνε μαζί του 22 υψηλόβαθμα στελέχη σε μια τριήμερη επίσημη επίσκεψη για την τελετή έναρξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων, κερδίζοντας παράλληλα τη διάκριση να γίνει το ανώτερο κυβερνητικό στέλεχος του Βορρά που θα πατούσε πόδι στον Νότο τα τελευταία 65 χρόνια. Επιπλέον, θα συνοδευόταν από την 30χρονη Κιμ Γιο Γιονγκ, νεότερη αδελφή του Κιμ Γιονγκ Ουν, η οποία, με τη σειρά της, θα γινόταν το πρώτο μέλος της δυναστείας που θα περνούσε την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη.
Την ίδια χρονική στιγμή, στην ίδια πόλη, θα βρίσκονταν o πρόεδρος της Νότιας Κορέας Μουν Τζάε Ιν και ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Μάικ Πενς. Μεταδίδοντας την είδηση στις 4 Φεβρουαρίου, το Reuters έκανε λόγο για «διάφορες ευκαιρίες συνομιλιών». Αν στην πορεία προέκυπτε κάτι, οτιδήποτε, από αυτές τις ευκαιρίες, που θα έβαζε τις σχέσεις Βορρά και Νότου, Κίνας και ΗΠΑ σε κάποια βάση συνδιαλλαγής, η κυβέρνηση του Μουν θα μπορούσε να επαίρεται ότι με τα 13 δισεκατομμύρια δολάρια που ξόδεψε για τη βελτίωση των τοπικών υποδομών, τον υπερσύγχρονο σιδηρόδρομο και τον αυτοκινητόδρομο με τα 97 τούνελ και τις 78 γέφυρες εξαγόρασε φθηνά μια δόση ειρήνης. Αν πάλι όλα αποδειχθούν παιχνίδι εντυπώσεων, όπως το 1988, αλλά από την ανάποδη αυτήν τη φορά, με τη Βόρεια Κορέα να υποκρίνεται την καλή της υπόθεσης, οι πάντες θα επιστρέψουν στην εκκίνηση –και κάποιοι στην Πιονγκτσάνγκ θα αρχίσουν σίγουρα να ψάχνουν τρόπους να αξιοποιήσουν τα ολυμπιακά έργα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ