Προσηλώνομαι σε ένα σχέδιο του Λεονάρντο Κρεμονίνι «χτισμένο» με ξερολιθιές. Ενας λαβύρινθος στρωμένος με ένα λεπτό κάλυμμα γης, ίδιος και απαράλλακτος με το σκαρίφημα ενός παλαιολιθικού οικισμού, όπως επέζησε σε πείσμα των χιλιετιών που πέρασαν από επάνω του, σκορπίζοντας τα κτίσματα και αφήνοντας μόνο τα θεμέλια. «Οι παρενθέσεις της γης» του σπουδαίου ζωγράφου μπορεί να είναι και τοπία της καταγωγής του από τη μεσογειακή Ιταλία, αλλά σίγουρα είναι παρενθέσεις ζωής επάνω στον άγριο βράχο, κήποι που απλώνουν τις ρίζες τους οι λιγοστοί άνθρωποι στους οποίους έλαχε μια σκληρή πατρίδα. Ολόκληρη η ζωή των ανθρώπων στα νησιά τον χειμώνα είναι μια παρένθεση στην καλοκαιρινή εικόνα τους, αυτήν που έχουν εντυπωμένη στον νου τους οι πολλοί.
Οι χαριεντίζουσες, όσο και αδρές, γραμμές της σινικής μελάνης και η αιθέρια διαφάνεια της ακουαρέλας με συναρπάζουν και με ταξιδεύουν στη μεταφυσική πραγματικότητα του Αιγαίου, στις παρενθέσεις της ζωής του, χειμώνα καιρό. Κρατάς την Τήνο από το ψηλό ζωνάρι της και ταξιδεύεις στην ενδοχώρα, έχοντας ανάπλωρα τους ενάντιους ανέμους, προς Κακιά Σκάλα και Παναγία Βουρνιώτισσα, μέσα από ένα πάρκο διάσπαρτο με λίθινους σχηματισμούς. Και κάτω, στο μικρό οροπέδιο, ο λαβύρινθος των ξερολιθιών, το σχέδιο του Κρεμονίνι ολοζώντανο, με τις «βούλες» των ογκόλιθων που κύλησαν από ψηλά και σταμάτησαν στο ίσιωμα. Πρόγευση Βωλάξ.
Τώρα µπορείς να πηγαίνεις σιγά και να φαντάζεσαι ότι αυτά τα δύο εκκλησάκια μοιάζουν με δυο ποιμένες που στέκονται στη λοφογραμμή με φόντο το αφρισμένο πέλαγος και συνομιλούν γυρισμένοι πλάτη με πλάτη. Τα πρόβατά τους περπατούν στα σοκάκια που ορίζουν οι ξερολιθιές και βγαίνουν στα μικρά αλλά χλοερά νησιωτικά λιβάδια. Εχει ήδη αρχίσει η λειτουργία των παραδοσιακών τυριών. Το θεμέλιο είναι το «πέτρωμα», το φρέσκο τυρί που στραγγίζει εγκλωβισμένο ανάμεσα σε δύο πλακωτές πέτρες. Οταν αυτό ωριμάσει ή ζυμωθεί με λίγο αλάτι δίνει αναλόγως το τηνιακό τυράκι ή την κοπανιστή. Το εξαιρετικό και σπάνιο είναι βεβαίως το «καρίκι», το «πέτρωμα» που ωριμάζει με λίγο αλάτι έξι μήνες μέσα στο ξερό φλασκί που είναι ο καρπός της νεροκολοκύθας.
Στα νησιά, οι καρποί της νεροκολοκύθας ήταν πολύ χρήσιμοι. Για τους ψαράδες το φλασκί ήταν ένα καλό παγούρι για να κρατούν το νερό τους δροσερό στη βάρκα και ακόμη πιο καλή σημαδούρα για τα δίχτυα και τα παραγάδια τους. Τα έβαφαν κόκκινα για να τα ξεχωρίζουν από μακριά. Μόνο όμως στην Τήνο τα χρησιμοποιούν για να ωριμάσει μέσα τους, αεροστεγώς κλεισμένο με αλευρόκολλα, ένα πολύ εξαιρετικό τυρί το οποίο, αναλόγως τον χρόνο της ζύμωσης, φέρνει αρκετά στην πικάντικη γεύση του ροκφόρ, χωρίς όμως το χρώμα της «μούχλας».
Στην Ικαρία επιφυλάσσουν έναν διαφορετικό ρόλο στο φλασκί. Σίγουρα θα έχει σχέση με τις σπονδές στον Διόνυσο, που είναι τακτικές στου Ικάρου το νησί. Επειδή εκεί το φημισμένο από τα αρχαία χρόνια κρασί ωρίμαζε σε πιθάρια που παραχωμένα μέσα στη γη, σε μια γωνιά του αμπελιού, σκαρφίστηκαν μια αντλία για να το αντλούν. Εφτιαξαν, λοιπόν, το «σιφούνι», φλασκί με μια μακριά προέκταση από καλάμι («αυλί» το έλεγαν), που έφτανε μέχρι το βάθος του πιθαριού περνώντας μέσα από την οπή στη γρανιτόπλακα που το σκέπαζε. Από το άλλο καλαμένιο στόμιο ρουφούσαν το κρασί και γέμιζαν το φλασκί. Αν ήταν καλοδεχούμενος ο επισκέπτης, «σιφούνιζαν» από ψηλά στο πιθάρι. Αλλιώς από τον πάτο. Και τραγουδούσαν στον ρυθμό της «αμπελοκουτσούρας», μιας παραλλαγής του ικαριώτικου: «Σιφούνι μου στραβόραδο, παλιά καταβολάδα/ κρασάκι που με κέρναγες, ούλη την εβδομάδα».
Η διαδροµή από τον Χριστό των Ραχών μέχρι το εκκλησάκι του Αγίου Ισιδώρου, που την ημέρα και το βράδυ της γιορτής του τα όργανα δεν σταματούν να παίζουν κάθε παραλλαγή του ικαριώτικου, περνά μέσα από το μεταφυσικό τοπίο που δημιουργούν οι «λούροι», τα γιγάντια βότσαλα που είναι σπαρμένα εδώ κι εκεί μαζί με μύθους και θρύλους για θεούς και γίγαντες. Οι «λούροι» γίνονταν η γρανιτένια σκεπή των παραδοσιακών σπιτιών που τα έκλειναν με ξερολιθιά. Τα έλεγαν «πειρατικά», γιατί έτσι όπως ήταν προσαρμοσμένα στο φυσικό περιβάλλον δεν μπορούσαν να τα διακρίνουν οι επιδρομείς. Μάλιστα, η καμινάδα του τζακιού που είχαν δεν έβγαινε ποτέ τελείως έξω για να μην ξεχωρίζει εκείνη και να φαίνεται ο καπνός. Εβγαινε σε έναν δεύτερο όροφο, κάτω από τον «λούρο», όπου έβαζαν τα κρέατα, τα λουκάνικα ή τα ψάρια που ήθελαν να καπνίσουν. Κάποια από αυτά τα «λουρόσπιτα», όπως εκείνο στο φαράγγι του ποταμού των Καρυδιών που σταματά σε έναν νεραϊδότοπο με λίμνες και βουερούς καταρράκτες, τα γνώριζαν, όμως, πολύ καλά οι οδοιπόροι που τους έπιανε η νύχτα πάνω στα παλιά μονοπάτια. Ηταν κι αυτά καταφύγια της ζωής, λιτά αλλά θαυματουργά, όπως οι πεζούλες.
Οι χειροποίητες ξερολιθιές, η πλέον αρχέγονη έκφανση του πολιτισμού στο τοπίο, είναι οι πιο έντονες εικαστικές γραμμές στο σώμα της Κύθνου. «Οι παρενθέσεις της γης» του Κρεμονίνι λες και έγιναν στη χάρη τους. Πηγαίνοντας για το Βρυόκαστρο ο δρόμος σου οριοθετείται από συνεχόμενα έργα τέχνης, εγκαταστάσεις από ακατέργαστα φυσικά υλικά που τοποθετήθηκαν εκεί, όχι για να ικανοποιήσουν πρακτικές ανάγκες, αλλά για να υπηρετήσουν την ομορφιά. Και μετά την ακρόπολη της αρχαίας Κύθνου, κοιτώντας προς την αμφιπρόσωπη –μοναχική και ήσυχη αυτή την εποχή –Κολόνα, βλέπεις τις γραμμές του σχεδίου των ξερολιθιών να τρέχουν προς τη θάλασσα και το παλιό λιμάνι. Ισως πουθενά αλλού δεν είναι τόσο γοητευτική η προσπάθεια του ανθρώπου να συγκρατήσει το χώμα επάνω στον βράχο που του έλαχε να έχει πατρίδα για να έχει να απλώσει τις ρίζες του. Αιώνες τώρα, με αδιάλειπτη επιμονή και δίψα για ζωή.
Και τότε έρχεται στον νου σου ο Σκάρκος της Ιου, ο μεγαλύτερος οικισμός της πρώιμης εποχής του Χαλκού στις Κυκλάδες νήσους, μεταξύ 2700 και 2300 π.Χ. Ετσι όπως έχουν ανασκάψει οι αρχαιολόγοι τον λόφο, οι πεζούλες της νησιωτικής γης φαντάζουν αιώνιες. Αέναη και η αγωνία για την επιούσια τροφή. Πλήθος αιγοπρόβατα, όπως αυτά που συναντούμε στις παρυφές του δρόμου καθώς πηγαίνουμε για την Ψάθη ή το Μαγγανάρι, και πολλά λίθινα τριβεία διαφόρων μεγεθών όπου άλεθαν δίκοκκο σιτάρι και κριθάρι για να φτιάξουν το ψωμί τους. Αιώνια, όμως, και η καλαισθησία, ένα ειδώλιο από μεταποιημένο όστρακο του κόχυλα ή η οστέινη κυλινδρική χρωματοθήκη που είχαν κρεμασμένη στον λαιμό τους με χρώματα για να βάφουν το πρόσωπο και το σώμα τους.
Αέναη και η επικοινωνία των νησιωτών με τον έξω κόσμο, ο καταλύτης των θεαματικών αλμάτων του πολιτισμού τους. Οι πρώιμοι θαλασσοπόροι της αγίας θάλασσας του Αιγαίου έφερναν στον Σκάρκο υλικά που δεν υπήρχαν στην Ιο. Χρησιμοποιούσαν μόλυβδο για να συγκολλούν τα σπασμένα κεραμικά, αλλά το κοντινότερο νησί που διαθέτει αυτό το μέταλλο είναι η Σίφνος. Είχαν χάλκινα αντικείμενα, αλλά τον χαλκό τον έπαιρναν από την Κύθνο, το Λαύριο και τη Μικρά Ασία. Βρέθηκαν, μεταξύ των άλλων, και τρεις σπάνιες αιχμές βελών από οψιδιανό που έβγαινε μόνο από τα ορυχεία στα Νύχια και το Δεμενεγάκι της Μήλου. Νησιά, έργα των χειρών και των ταξιδιών…
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ