Η Αννα είχε τα γενέθλιά της και ήθελε να κάνει κάτι ιδιαίτερο εκείνη την ημέρα με τη μητέρα της, Πολυτίμη, και δύο πολύ καλούς της φίλους, την Κέρι και τον Εντ. Αποφάσισε λοιπόν να τους χαρίσει την εμπειρία ενός καλομαγειρεμένου και ιδιαίτερου γεύματος, αλλά σε ένα ζεστό περιβάλλον, σπιτικό, σχεδόν οικογενειακό. Δεν ήθελε να πάνε σε εστιατόριο.
Η Εφη αγαπάει τη μαγειρική. Θέλει να γίνει σεφ, παρ’ όλο που έχει τις ανησυχίες της ότι ο χώρος είναι ανδροκρατούμενος. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο δείπνο θα ετοιμαζόταν από έναν επαγγελματία σε ανοιχτή κουζίνα, μπροστά στα μάτια της, της άρεσε πολύ. Γι’ αυτό και καθόταν δίπλα στον σεφ Νοέλ Ρος και του έκανε συνεχώς ερωτήσεις.
Ο Νοέλ, από την πλευρά του, δεν στεκόταν στιγμή. Είχε άγχος να πάνε όλα τέλεια, αλλά χαιρόταν πολύ να ακούει τις απορίες όλων, τις σιωπές τους κάθε φορά που δοκίμαζαν ένα νέο πιάτο του, τα σχόλια, τα γέλια και τη χαρά τους. Αν και βρετανός υπήκοος, εργάζεται τα τελευταία δύο χρόνια στη χώρα μας, αρχικά σε γνωστά εστιατόρια και στη συνέχεια ως πριβέ σεφ. Το μενού που δημιούργησε για τη βραδιά ήταν πολύ ιδιαίτερο και επηρεασμένο από την πατρίδα του. Αποτελούνταν μάλιστα από τρία πιάτα και ένα γλυκό: καπνιστό (από τον ίδιο) σολομό για πρώτο, ένα αρωματικό ριζότο κολοκύθας για δεύτερο, κρέας χοιρινό με πάπια για κυρίως και πανακότα με χειμωνιάτικα μπαχαρικά (κανέλα, μοσχοκάρυδο, φυσική βανίλια) για επιδόρπιο.
Προτού αποφασίσει να διοργανώσει τη συγκεκριμένη βραδιά, είχε χρησιμοποιήσει τη διαδικτυακή πλατφόρμα «Taste Please», ως φιλοξενούμενος όμως, και όχι ως οικοδεσπότης. Τότε είχε παρευρεθεί στο vegan γεύμα της Λίζα Σπάικερ, μιας ερασιτέχνη αλλά ταλαντούχας μαγείρισσας η οποία διοργανώνει αρκετά συχνά τέτοια γεύματα.
Τη διοργάνωση ο Νοέλ την ανέλαβε μαζί με την Παναγιώτα, η οποία δέχθηκε να ανοίξει το κομψό και μοντέρνο διαμέρισμά της στο Γκάζι με την υπέροχη θέα στην Ακρόπολη. Ως ιδιοκτήτρια εστιατορίου-γκαλερί στη Μελβούρνη, ξέρει πολύ καλά πώς να υποδέχεται και να περιποιείται τους άλλους, κάτι που αγαπάει πολύ να κάνει.
Στην αρχή, η συνάντηση όλων αυτών των ανθρώπων, μερικοί εκ των οποίων γνωρίζονταν για πρώτη φορά, ήταν η αναμενόμενη. Αρχικά αμηχανία, συστάσεις τυπικές, λίγο διστακτικές, αλλά με καλή διάθεση. Αλλωστε, όταν κάποιος αποφασίζει να πάρει μέρος σε κάτι τέτοιο, ξέρει εκ των προτέρων ότι θα πρέπει να είναι κοινωνικός και ότι θα γνωρίσει νέους ανθρώπους. Είναι και αυτός ένας λόγος που το κάνει. Οπότε όλοι πάνε με πολύ καλή διάθεση.
Μετά το ποτό υποδοχής (μαυροδάφνη βρασμένη με διάφορα μπαχαρικά), η ατμόσφαιρα έγινε πιο χαλαρή. Μέχρι το τέλος της βραδιάς όλοι μοιράζονταν, με μουσική, κρασί και πολλά γέλια, από αρκετά προσωπικές ιστορίες ως τις ηλεκτρονικές τους διευθύνσεις και τον αριθμό των κινητών τους (φίλοι στο Facebook είχαν ήδη γίνει κατά τη διάρκεια του δείπνου).

Τι είναι το Taste Please;

Η εταιρεία που δημιούργησε το Taste Please βρίσκεται στη Δανία, ενώ πολύ πρόσφατα ξεκίνησε να λειτουργεί και στην Ελλάδα. Χονδρικά, είναι κάτι σαν το Airbnb αλλά για φαγητό. Μόνο που αντί να μετατρέψει κανείς το σπίτι του σε ξενοδοχείο για μερικές ημέρες, το μετατρέπει σε εστιατόριο για μερικές ώρες. Αναλαμβάνει να φτιάξει μενού όσων πιάτων θέλει, κοστολογεί την αξία του και πουλάει… θέσεις στο τραπέζι του, μέσω του www.tasteplease.com. Φυσικά και δεν χρειάζεται να είναι κάποιος επαγγελματίας σεφ για να διοργανώσει μια τέτοια βραδιά.
Αντίστοιχα, εκείνος που θέλει να πάει σε κάποιο σπίτι ως φιλοξενούμενος διαλέγει ανάμεσα σε διάφορα μενού που του προσφέρονται. Μπορεί να επιλέξει με βάση συγκεκριμένα κριτήρια, βάζοντας για παράδειγμα έναν περιορισμό στην τιμή ή στα χιλιόμετρα (βλέπει δηλαδή μόνο εκδηλώσεις που είναι κοντά στην περιοχή του). Επίσης, βλέπει αναλυτικά το μενού, τις περισσότερες φορές μαζί με φωτογραφίες των πιάτων. Πολλοί οικοδεσπότες προθυμοποιούνται να μαγειρέψουν ειδικά πιάτα gluten free, vegan, χορτοφαγικά κ.ά., και αυτό αναγράφεται στην περιγραφή του μενού τους. Ακόμα, υπάρχουν πληροφορίες όπως το αν επιτρέπεται κάπνισμα, τα κατοικίδια, αν πρέπει να φέρεις δικό σου ποτό ή αν θα σου προσφερθεί εκεί και πόσο. Την πλατφόρμα μπορούν να χρησιμοποιήσουν μόνο όσοι είναι εγγεγραμμένοι χρήστες (η διαδικασία εγγραφής είναι πολύ απλή), ενώ υπάρχουν αξιολογήσεις και σχόλια για να μειώνεται όσο το δυνατόν το ρίσκο στην επιλογή. Η πληρωμή γίνεται ηλεκτρονικά και την ασφάλεια των συναλλαγών εγγυάται η Taste Please.
Το Taste Please απευθύνεται σε όσους αγαπούν τη μαγειρική και σε όσους αγαπούν το φαγητό. Δηλαδή σε όλους. Ενώ, πέρα από τη γαστρονομική διάσταση της πλατφόρμας, πολύ σημαντική είναι και η κοινωνική. Γιατί ναι, μπορεί να είναι ένας θαυμάσιος τρόπος, ακόμα κι αν είσαι ξένος σε μια πόλη, να γευθείς πραγματική σπιτική κουζίνα, μαγειρεμένη από απλούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Επιπλέον όμως, συγκεντρώνεσαι μαζί με άλλους γύρω από ένα τραπέζι για να φας και να τα πεις. Κάτι που δεν είναι αυτονόητο για όλους μας, ειδικά στη σύγχρονη εποχή.
Εχω παρευρεθεί σε δύο ανάλογες βραδιές μέσω του Taste Please. Και στις δύο περιπτώσεις πολλοί από τους συνδαιτυμόνες διατήρησαν επαφές και μετά. Εγιναν φίλοι μόνο και μόνο επειδή μοιράστηκαν ένα γεύμα. Πρόκειται για έναν ακόμα τρόπο με τον οποίο το Διαδίκτυο, και γενικότερα η τεχνολογία, αλλάζει τη ζωή και τις συνήθειές μας, καταργώντας τις αποστάσεις; Ισως. Αλλωστε πλέον σε αυτό βασιζόμαστε για να κρατήσουμε επαφές με τους αγαπημένους μας (τα τηλέφωνα τείνουν να καταργηθούν), για να κάνουμε καινούργιες γνωριμίες, για να ψωνίσουμε, μέχρι και για να βρούμε σύντροφο. Πώς θα μπορούσε το φαγητό να μείνει έξω από όλο αυτό; Ειδικά όταν συνδυάζεται και με προσωπική επαφή;
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ